Χωρίς να αμφισβητεί κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το δεύτερο σε δύναμη κόμμα του κοινοβουλίου, αισθάνομαι την ανάγκη να υπενθυμίσω ότι στην (πτωχευμένη και «κουρεμένη») χώρα έχουν διεξαχθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις – άλλη ανόητη και άχρηστη πολυτέλεια αυτή – και υπήρξαν δύο διαδοχικά εκλογικά αποτελέσματα.
Υπενθυμίζω επίσης ότι μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε την εντολή και – αφού την πήγε βόλτα δεξιά-αριστερά – δεν κατόρθωσε (για την ακρίβεια απέφυγε) να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει την Δεδηλωμένη της Βουλής.
Ακολούθησε η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, στις 17 Ιουνίου, και τότε σχηματίστηκε κυβέρνηση από τρία κόμματα με πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου σε δύναμη κόμματος, ήγουν τον Αντώνη Σαμαρά.
Ως εδώ, φαντάζομαι ότι συμφωνούμε όλοι.
Όπως συμφωνούμε πως όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις έγιναν με το ερώτημα της παραμονής ή όχι της Ελλάδας στο ευρώ και χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ να απαντά στο ερώτημα σχετικά με το τι θα έκανε αν οι δανειστές αρνούνταν τα επιχειρήματά του.
Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα: Στην προσπάθεια να παραμείνουμε στο ευρώ, εξασφαλίζοντας παράλληλα και μια σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων, επιμηκύνσεων και ελαφρύνσεων, επί των οποίων ξεκίνησε η πολιτική διαπραγμάτευση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, έφθασε στην Αθήνα ο Γιουνκέρ – και με δεδομένο ότι προσφάτως κάλεσε την Γερμανία να μην θεωρεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «υποκατάστημά» της.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε γνωστό ότι, μέσω της πρεσβείας του Λουξεμβούργου, του οποίου ο κ. Γιουνκέρ είναι πρωθυπουργός, ζητήθηκε μια συνάντηση του επικεφαλής του Eurogroup με τον Αλέξη Τσίπρα.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε επίσης γνωστό πως υπάρχουν πληροφορίες ότι η αρνητική απάντηση που δόθηκε από πλευράς Γιουνκέρ, οφείλεται σε παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης και του εκπροσώπου του ΔΝΤ στην τρόικα, Πολ Τόμσεν.
Εκ πρώτης όψεως – και να ισχύουν οι πληροφορίες – αυτό δεν είναι σωστό. Δεύτερο κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να συναντήσει μια χαρά τον κ. Γιουνκέρ και να του εκθέσει τις απόψεις του.
Υπάρχει, όμως, μια κρίσιμη λεπτομέρεια που σκόπιμα αποσιωπάται:
Μόλις στις 18 του περασμένου Ιουλίου, όταν στην Αθήνα περιμέναμε την επιστροφή της τρόικας (δηλαδή των εκπροσώπων των δανειστών) και συναντιόνταν οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να συναντηθεί με τους εκπροσώπους της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, αν και είχε εκ μέρους τους υποβληθεί τέτοιο αίτημα.
Μάλιστα, κάλεσε και την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο, λέγοντας πως «οι κ. κ. Τομσεν, Μορς και Μαζούχ είναι εντεταλμένοι υπάλληλοι με σκοπό την παρακολούθηση της εκτέλεσης του μνημονίου και όχι πολιτικοί εκπρόσωποι των εταίρων μας. Δεν έχει κανένα νόημα η συνάντηση μαζί τους».
Κάλεσε επίσης την κυβέρνηση να ζητήσει «αντί συναντήσεων με υπηρεσιακούς παράγοντες», έκτακτη συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών για να αναζητηθεί νέος στρατηγικός σχεδιασμός.
Στις 23 Ιουλίου, παραμονή της άφιξης της τρόικας – που μάλιστα θεωρήθηκε και… προσβολή όσον αφορά στην ημέρα της επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας (την οποία καταντήσαμε εκεί που καταντήσαμε και δεν την γιορτάσαμε κι’ από πάνω) - μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, ο κ. Τσίπρας, αποκαλώντας τη νόμιμη ελληνική κυβέρνηση «τρόικα εσωτερικού», κάλεσε και πάλι την κυβέρνηση να αρνηθεί τον διάλογο με τους «εντεταλμένους υπαλλήλους της τρόικας» που έρχονται όπως είπε, στη χώρα, για να εφαρμόσουν ένα αποτυχημένο πρόγραμμα.
Επομένως, ο κ. Τσίπρας δεν έχει δεχθεί να συναντηθεί με την τρόικα – κάτι που έχουν πράξει όλα τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις των χωρών που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Εντάξει, θα πει κάποιος. Δεν δέχθηκε να μιλήσει με τους «εντεταλμένους υπαλλήλους». Άλλο πράγμα ο Γιουνκέρ. Είναι το «αφεντικό».
Συγγνώμη, αλλά δεν είναι έτσι.
Πρώτον, διότι σύμφωνα με το Μνημόνιο, οι δανειστές εκπροσωπούνται για τα πάντα από τον εκάστοτε επικεφαλής του Eurogroup, στην προκειμένη περίπτωση τον Γιουνκέρ.
Αυτός με τη σειρά του, στηρίζεται στη γνώμη των «εντεταλμένων υπαλλήλων», με τους οποίους έχει στενή συνεργασία – διότι δεν θα παρατούσε το Λουξεμβούργο και το Eurogroup για να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και να κουβεντιάζει με όποιον κατά διαστήματα θα του έκανε την τιμή να τον δεχθεί.
Λαμβάνει τα μηνύματα από όλους, αλλά μέσω των αντιπροσώπων του. Και συνομιλεί με τον ομόλογό του στην πρωτεύουσα μιας χώρας και με τον υπουργό της επί των Οικονομικών, όταν τον συναντά στα Eurogroup.
Και δεύτερον, διότι όλοι καταλαβαίνουν πως ένα αφεντικό τιμά τα στελέχη του και δεν τα «αδειάζει» με την πρώτη ευκαιρία.
Όταν, λοιπόν, τα στελέχη αυτά δεν γίνονται αποδεκτά ως συνομιλητές, τότε αυτός τα προστατεύει με τη στάση του, φροντίζοντας να μην τα εξευτελίσει.
Αν δηλαδή ο κ. Τσίπρας είχε αναθέσει σε έναν αξιωματούχο του κόμματός του να διεξαγάγει κάποιες συνομιλίες και η άλλη πλευρά δεν τον δεχόταν, τι θα έκανε;
Θα «άδειαζε» το στέλεχός του και θα έτρεχε ο ίδιος;
Απλά πράγματα και δεν χρειάζεται καμιά φιλοσοφία για να τα αντιληφθεί κανείς.
elzoni.gr