Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ανδρέας Αθανασίου: Χειρότερη της πρώτης η έσχατη πλάνη

Andreas-Athanasiou
Ο Ανδρέας Αθανασίου, μια από τις αξιοπρεπέστερες παρουσίες στον χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας, με ευπρέπεια και ήθος, έγραψε στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” για την κατάσταση που διαμορφώνεται στη χώρα, και τη μάχη με τις ψευδαισθήσεις.
Ακολουθεί το άρθρο του Ανδρέα Αθανασίου στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”:
Πηγή: www.enet.gr
Αφού πέρασε επώδυνες φουρτούνες και ο κόσμος υπέστη βαρύτατες θυσίες, η Ελλάδα έφτασε μια ανάσα από την ακτή. Απέμενε, ωστόσο, και εξακολουθεί να απομένει μπροστά της ο τελευταίος κάβος. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει, αλλά ήταν φανερό -και επίμονα το τονίζαμε- πως μια στραβοτιμονιά μπορεί να βυθίσει ξανά το ελληνικό καράβι στη δίνη των τελευταίων χρόνων.

Γι’ αυτό ακριβώς, το ταξίδι παραμένει δύσκολο και απρόβλεπτο. Εξαρτάται, άλλωστε, όχι μόνο από τη δική μας στάση απέναντι στα κύματα της κρίσης, αλλά και -πρωτίστως μάλιστα- από το διεθνές περιβάλλον, τους δανειστές και τους εταίρους μας. Οσα συνέβησαν, τις τελευταίες μέρες, με το χρηματιστήριο και τα ελληνικά ομόλογα, επιβεβαιώνουν έμπρακτα τη θεωρητική αυτή εκτίμηση και συνιστούν ξεκάθαρη προειδοποίηση για τα επόμενα βήματά μας.
Τα γεγονότα είναι, ήδη, καλά γνωστά σε όλους. Καθώς λήγει το Μνημόνιο με τους εταίρους μας, η κυβέρνηση εκδήλωσε την πρόθεσή της να κινηθεί με στόχο την άμεση απεξάρτηση της χώρας από το ΔΝΤ, αλλά και να ολοκληρώσει το ταχύτερο δυνατό τις διαπραγματεύσεις για τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους. Η αντιπολίτευση εξερράγη, άρχισε να διακηρύσσει πως δεν πρόκειται να αναγνωρίσει καμιά σχετική συμφωνία και να ζητεί άμεση προκήρυξη εκλογών. Αλλά και να επαναλαμβάνει πως επιμένει στο κούρεμα του χρέους, όποιος κι αν το κατέχει. Και να αναμασά, ταυτόχρονα, ισχυρισμούς για πιέσεις σε βουλευτές, για κουμπαράδες εξαγοράς και άλλα ηχηρά, αλλά αναπόδεικτα παρόμοια. Με αποτέλεσμα να μολύνεται επικίνδυνα το πολιτικό περιβάλλον. Και να τροφοδοτούνται, εντός και εκτός της χώρας, εικόνες αστάθειας και αβεβαιότητας.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός πως όλα αυτά αναπτύσσονταν την ώρα που, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, επανεμφανίζονταν σοβαρές υφεσιακές τάσεις. Σε μια στιγμή που μεγάλες χώρες (όπως η Γαλλία και η Ιταλία) δέχονταν έντονες πιέσεις, ενώ η διεθνής κοινότητα δυσκολευόταν να βρει λίγα δισ. για να αντιμετωπίσει παγκόσμιες προκλήσεις και ο κοντινός ορίζοντας σκεπαζόταν από τους καπνούς φρικιαστικών πολέμων και απειλών. Σε μια εποχή, δηλαδή, που το διεθνές περιβάλλον γινόταν ολοένα και πιο ασταθές, ευμετάβλητο και αδύναμο. Και η Ευρώπη, η γειτονιά μας κι ακόμη περισσότερο η χώρα μας είχαν ως βασικά ζητούμενα τη σταθερότητα και την ασφάλεια.
Κάτω από αυτό το διεθνές και εσωτερικό κλίμα, άρχισαν να εκτοξεύονται σε απαγορευτικά ύψη τα επιτόκια δανεισμού της χώρας και να καταρρέει το χρηματιστήριο Αθηνών. Φάνηκε, έτσι, ακόμη πιο καθαρά, πόσο εύκολα μπορεί να χαθούν τα όσα δύσκολα κατακτήθηκαν. Και πόσο η χώρα εξακολουθεί να έχει ανάγκη τους εταίρους της για κάθε επόμενο βήμα στο δρόμο που της απέμεινε ώσπου να βγει, μια και καλή, από την κρίση. Οτι, παρά τα μεγάλα βήματα που έγιναν έως τώρα, τίποτε δεν έχει κριθεί οριστικά. Ούτε για την οικονομία, ούτε για την προεδρική εκλογή, ούτε για τις εκλογές και το πολιτικό σύστημα. Οτι οι εξελίξεις παραμένουν παντελώς απρόβλεπτες. Και, όπως λέει μια παροιμία, όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Στις δύσκολες ώρες, που περνά ο τόπος, χρειάζεται, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση, τόλμη και παρρησία. Δεν διεκδίκησε βέβαια και δεν διεκδικεί η κυβέρνηση το αλάθητο. Ομολόγησε -και καλά έκανε- λάθη και αδικίες, αργοπορίες και βιασύνες. Εάν, ωστόσο, η αντιπολίτευση ισχυρίζεται πως η κυβέρνηση καλλιέργησε υπερβολικές προσδοκίες, οφείλει να πει κάτι ακόμη: Τι άραγε μπορεί να γίνει όταν η ίδια καλλιεργεί πολλαπλασίως περισσότερες, υπόσχεται τσαμπουκάδες προς τα έξω και μοιράζει υποσχέσεις προς τα έσω; Βέβαιο, πάντως, είναι πως οι ισχυρισμοί που τώρα επικαλείται, αντιπαλεύουν έμπρακτα το κύμα ψευδαισθήσεων που στήριξε για να στηρίζεται. Και υπενθυμίζουν πως η έσχατη πλάνη μπορεί να είναι χειρότερη της πρώτης.