Εξήντα έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από μια ακόμα μαύρη ημέρα για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, όταν μια αγέλη Τούρκων ατάκτων σκοτώνει, βιάζει, βεβηλώνει και τελικά ξεθεμελιώνει τα τελευταία απομεινάρια της ομογένειας στην, πρώην, βασιλεύουσα. Είμαστε στα λεγόμενα «Σεπτεμβριανά».
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα στην πλευρά των νικητών και την Τουρκία να προσπαθεί να βρει τη θέση της στο μεταπολεμικό περιβάλλον. Ο αυξημένος ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης στην περιοχή, που λειτουργεί ως «μπαμπούλας», καθώς και η δημιουργία του ΝΑΤΟ δημιουργούν ένα προσωρινό πλαίσιο ειρηνικής συμβίωσης, το οποίο είναι αρκετό στην ελληνική παροικία της Κωνσταντινούπολης ώστε να ακμάσει πολιτιστικά και οικονομικά.
Ολα αυτά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50, όπου η πίεση που αντιμετωπίζουν οι Βρετανοί από τον κυπριακό αγώνα για ανεξαρτησία οδηγεί στο να επαναφέρουν τους Τούρκους στο παιχνίδι της έντασης, με ευκολότερο στόχο τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Ενα χρόνο πριν από τα Σεπτεμβριανά, το αγγλικό προξενείο στην Αθήνα δείχνει να διαθέτει μαντικές ικανότητες, όταν σε τηλεγράφημα προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει: «Οι σχέσεις Τουρκίας και Ελλάδας είναι άριστες. Εάν όμως γίνει κάτι στην οικία του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, θαυμάσια μπορεί να γίνουν όλα άνω – κάτω». Τα αγγλικά σχέδια ταιριάζουν απόλυτα με τον μακρόπνοο τουρκικό σχεδιασμό περί οικοδόμησης εθνικού κράτους. Το 1953 δημιουργείται το τμήμα Ειδικού Πολέμου, ενώ τον επόμενο χρόνο ιδρύεται το σωματείο «Η Κύπρος είναι τουρκική» που αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίονα στην κλιμάκωση της έντασης.
Η τελική εφαρμογή του σχεδίου «Μια χώρα, ένας λαός, μια θρησκεία» ξεκινά τα ξημερώματα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, όταν η βόμβα που τοποθετεί μουσουλμάνος ελληνικής υπηκοότητας στο τουρκικό προξενείο Θεσσαλονίκης σπάει κάποια τζάμια στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ που βρίσκεται δίπλα. Η απροκάλυπτη προβοκάτσια ολοκληρώνεται όταν η τουρκική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφορεί την ίδια μέρα έχοντας ως πρωτοσέλιδο εξόφθαλμα αλλοιωμένη φωτογραφία, που δείχνει το σπίτι του Ατατούρκ διαλυμένο. Το ίδιο απόγευμα ένα ανομοιογενές πλήθος χιλιάδων ατόμων από όλες τις περιοχές της Τουρκίας συγκεντρώνεται «αυθόρμητα» σε πλατείες της Πόλης και εκτοξεύονται πύρινοι λόγοι κατά της ελληνικής κοινότητας. Το πλήθος κρατά τουρκικές σημαίες, ενώ είναι οπλισμένο με ρόπαλα, λοστούς, δυναμίτιδα και πέτρες που προμηθεύεται από καμιόνια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των εργαζόμενων στο εργοστάσιο Πασάμπαχτσε οι οποίοι μεταφέρονται στα επεισόδια, καταστρέφουν, λεηλατούν για ώρες και στη συνέχεια επιστρέφουν στον χώρο εργασίας τους.
Το οργισμένο πλήθος κατευθύνεται οργανωμένα στα ελληνικά σπίτια και καταστήματα. Δύο έως τρεις επικεφαλής, έχοντας καταλόγους των ελληνικών περιουσιών, καθοδηγούν ομάδες 20-30 ατόμων που επιτίθενται σε σημαδεμένα από τις προηγούμενες ημέρες κτίρια. Είναι εντυπωσιακό έως ανατριχιαστικό το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι της Πόλης γνωρίζουν τι θα επακολουθήσει αλλά το αποσιωπούν από τους χριστιανούς συντοπίτες τους. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου Ελληνες σώζονται με τη βοήθεια κάποιου Τούρκου φίλου που τους λέει ότι είναι καλό να λείψουν εκείνες τις ώρες είτε να σηκώσουν τουρκική σημαία στα μπαλκόνια τους, αλλά και περιπτώσεις που μουσουλμάνοι καταδίδουν στις αρχές χριστιανούς φίλους ή συνεργάτες τους. Πολλοί ομογενείς αναφέρουν περιπτώσεις Τούρκων που αφού διασώζουν Ρωμιούς φίλους τους, στη συνέχεια ενώνονται με τον όχλο που λεηλατεί σπίτια και περιουσίες άλλων χριστιανών…
Η εντολή που έχει δοθεί από το γραφείο Ειδικού Πολέμου που οργανώνει τα γεγονότα, μιλά για καταστροφές και τρομοκρατία των χριστιανών, αλλά όχι για δολοφονίες, φωτιές και πλιάτσικο. Στην πράξη όμως αποφεύγονται μόνο οι φωτιές, αφού ο οργανωμένος όχλος και όσοι στην πορεία ενώνονται μαζί του αφήνουν πίσω δεκάδες δολοφονημένους, βιασμένους και πλιάτσικο περιουσιών. Αντίστοιχα επεισόδια εξελίσσονται στα απομεινάρια του Ελληνισμού στη Σμύρνη, ενώ μικρότερης κλίμακας είναι αυτά που σημειώνονται σε Χάλκη, Πρίγκηπο και Αγκυρα. Οταν τα μεσάνυχτα κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος, δεν υπάρχει πλέον τίποτα να καταστραφεί.
Ελληνική αντίδραση για τα γεγονότα δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία. Εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα ουσιαστική διακυβέρνηση ασκούν οι Παύλος και Φρειδερίκη, οι οποίοι βρίσκονται για επίσκεψη στο Βελιγράδι, αφού ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος παραμένει για μεγάλο διάστημα άρρωστος και ένα μήνα μετά πεθαίνει. Εκτός της τυπικής «έκφραση λύπης» για τα γεγονότα, όχι μόνο δεν ζητείται συγνώμη από την Τουρκία, αλλά και όταν δίνονται κάποιες αποζημιώσεις για τις τεράστιες οικονομικές ζημιές, αυτές αντιστοιχούν μόνο στο 1/10 της πραγματικής αξίας.
Το έγκλημα των Σεπτεμβριανών δικαιώνεται με τη σταδιακή αποχώρηση των ομογενών της Κωνσταντινούπολης τα επόμενα χρόνια. Οι εικονικές ποινές από τα τουρκικά δικαστήρια τα επόμενα χρόνια αποτελούν περισσότερο εσωτερικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» παρά απονομή δικαιοσύνης.
Η φρίκη σε αριθμούς
Στις μεγάλες τραγωδίες όπως αυτή των Σεπτεμβριανών δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ τελικός απολογισμός, αφού πολλά περιστατικά δεν καταγράφονται, άλλα αποσιωπούνται και τα περισσότερα μεταφέρονται στα σώματα και τις ψυχές όσων τα έζησαν. Υπάρχουν όμως κάποια ενδεικτικά νούμερα και αναφορές ξένων επισήμων που δίνουν το περίγραμμα της φρίκης.
Τουλάχιστον 16 ομογενείς Ελληνες δολοφονούνται και 32 τραυματίζονται σοβαρά, ενώ εκατοντάδες γυναίκες όλων των ηλικιών βιάζονται, κάποιες φορές στη μέση του πλήθους. Πάνω από 2.500 καταστήματα λεηλατούνται, ενώ 1.000 σπίτια καταστρέφονται ολοσχερώς. Την ίδια τύχη έχουν η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Θεολογική Σχολή της Χάλκης και βιβλιοθήκες, ενώ τραγική είναι η τύχη ιερέων που κακοποιούνται και διαπομπεύονται. Η αναφορά της βοηθού προξένου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Μπέτι Καρπ προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στις 27 Σεπτεμβρίου 1955, δίνει ένα μικρό μόνο περίγραμμα της τραγωδίας:
«Εξήντα μία εκκλησίες από τις 98 πυρπολήθηκαν, καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν ολοσχερώς, 4 μονές -μεταξύ των οποίων το μετόχι του Σινά- λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Το μετόχι περιείχε ανεκτίμητα κειμήλια βυζαντινής τέχνης και θρησκευτικά λείψανα μεγάλης αξίας. Δύο σημαντικά νεκροταφεία της Ορθοδοξίας, του Βαλουκλή και του Σισλή, συλήθηκαν, ξεθάφτηκαν τα πτώματα και διαμελίστηκαν, οι δε πατριαρχικοί τάφοι στο Βαλουκλή συλήθηκαν και τα οστά των πατριαρχών διασκορπίστηκαν. Ενας υπέργηρος μοναχός στο Βαλουκλή, ο Χρύσανθος, δεν βρέθηκε ποτέ, διότι τον περιέλουσαν με βενζίνη και τον έκαψαν. Επτά μητροπολίτες και ιεράρχες προπηλακίσθηκαν, εξυβρίσθηκαν και χτυπήθηκαν. Επίσης 36 εκπαιδευτικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων η Μεγάλη του Γένους Σχολή και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Τρεις ημερήσιες εφημερίδες, η «Απογευματινή», ο «Ταχυδρόμος» και το «Εμπρός», και μια εβδομαδιαία, ο «Χρόνος», υπέστησαν βαρύτατες ζημιές. Με πρόχειρους υπολογισμούς οι καταστροφές που έγιναν υπολογίσθηκαν σε δεκάδες εκατομμύρια λίρες».