Γράφει ο Βασίλειος Μπαλάφας
Το τελευταίο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα πολλαπλασιάζονται ραγδαία οι φωνές που υποστηρίζουν διαπιστωτικά ότι διανύουμε μια μακρά περίοδο συνεχώς εντεινόμενης παρακμής και ενδεχόμενης Κυβερνητικής παραλυσίας, ενώ δεν είναι λίγοι και εκείνοι που δειλά, αλλά ξεκάθαρα εντοπίζουν πλέον φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης. Προσφάτως δε, αυτό το τελευταίο ακούστηκε
και από επίσημα χείλη επικεφαλής κορυφαίου φορέα Τοπικής Αυτοδιοίκησης της χώρας. Ο συνδυασμός των παραπάνω θέσεων με το αναμφισβήτητο γεγονός της παράλληλης κυρίευσης της καθημερινής ειδησεογραφίας από τις εξελίξεις πολύ σοβαρών Εθνικών ζητημάτων, αλλά και με τη συνεχιζόμενη – για όγδοη χρονιά – σφοδρή οικονομική κρίση, συνιστούν ένα ζοφερό, αν όχι απολύτως τοξικό, περιβάλλον μέσα στο οποίο η Ελληνική κοινωνία ανασυντάσσεται, αναδιαμορφώνεται και ζυμώνεται, προκειμένου να διατηρήσει ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο ή τουλάχιστον να επιβιώσει. Λένε επίσης πολλοί ότι η κρίση είναι συνήθως βαθύτερη και πιο ορατή στα μεγάλα αστικά κέντρα και αυτό είναι μια αλήθεια. Όμως στην Περιφέρεια, στην Επαρχία, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, εκτιμώ πως εντοπίζονται οι προπομποί των πιθανών μελλοντικών εξελίξεων.
Η Πρωτεύουσα φέρει βαθύτερα τραύματα, όμως διατηρώντας, έστω και ως βιτρίνα, τη λάμψη του κέντρου λήψης αποφάσεων, καθώς και κυρίως την, εκπεμπόμενη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εξωραϊσμένη εικόνα ενός τόπου διαμόρφωσης των κεντρικών πολιτικών και τέλεσης σημαντικών πολιτιστικών, αθλητικών, οικονομικών, κοινωνικών και άλλων γεγονότων, δεν αποτελεί ασφαλές πεδίο παρατήρησης. Είναι τέτοια η πολυπλοκότητα, η πολυεπίπεδη δραστηριότητα και η επικάλυψη συμβάντων σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο που δεν επιτρέπουν ορισμένες βαθύτερες εκτιμήσεις. Από αυτή ακριβώς τη δημιουργούμενη απόσταση μεταξύ Πρωτεύουσας και Επαρχίας, θεωρώ πως προκύπτει η θέση αρκετών αρθρογράφων και αναλυτών οι οποίοι υποστηρίζουν πως μια κυβερνητική αλλαγή, μια αναδιάταξη σε επίπεδο εξουσίας θα ήταν ικανή να ανατρέψει σύντομα το αίσθημα ανασφάλειας, να περιορίσει την κρίση, να αποτελέσει ανάσχεση για την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση και τη «λουμπενοποίηση» όπως έχει γραφτεί. Η παρατήρηση όμως της Επαρχίας, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έρχεται να καταστήσει μια τέτοια εκτίμηση εξαιρετικά αισιόδοξη, αν όχι επιδερμική. Στις τοπικές, μικρότερες κοινωνίες, με πολύ πιο εφικτή την αναγνώριση της ανθρωπογεωγραφίας και της πιο ευρείας γνώσης προσώπων και καταστάσεων, καθίσταται πιο εύκολη η σταχυολόγηση στάσεων και συμπεριφορών, πιο ευδιάκριτη η αναγνώριση δυναμικών και αναδιατάξεων. Η ταπεινή προσωπική μου άποψη, κατόπιν ανάλυσης περιπτώσεων και εξελίξεων, είναι πως τα αρνητικά φαινόμενα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ειδικά στην Επαρχία, δεν βρίσκονται σε φάση εκκίνησης, αλλά σε φάση εμπέδωσης.
Σε πολλές εκφάνσεις δραστηριότητας στην Ελληνική Περιφέρεια το «λούμπεν» έχει ήδη κυριαρχήσει και μάλιστα πλέον συχνά επικροτείται ακόμα και από πλειοψηφίες ανοιχτά, λαμβάνοντας ισχυρό μερίδιο εκτελεστικής εξουσίας σε διάφορους φορείς που αποτελούν κρίσιμους κρίκους της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση είναι ότι η περίοδος αναστάτωσης και πιο μακρά θα είναι, και πιο οριζόντια κομματικά, και πιο καταστροφική με την έννοια του παράγοντα οξείδωσης.
Η ευθύνη των κομμάτων για την εξέλιξη αυτή μετά το 2010 – κυρίως στο σκέλος της κονιορτοποίησης – είναι οριζόντια και δεν υπάρχουν πια διακρίσεις. Αυτή η θέση δεν προκύπτει από κάποια προσωπική ιδεολογική ή κομματική μου διαφοροποίηση, αλλά γιατί εκτιμώ ότι τα κόμματα, κυρίως στην Επαρχία, έχουν ήδη απονομιμοποιηθεί ως συγκροτημένοι, συντεταγμένοι σχηματισμοί με διακριτά χαρακτηριστικά, συνεπείς συμπεριφορές και δομές κανόνων, αρχών ή έστω σταθερών κανονιστικών πλαισίων δράσης και πολιτικής δραστηριοποίησης. Αντιθέτως, έχουν πλήρως μετατραπεί σε ευκαιριακούς θύλακες για ρεσάλτο στην εξουσία, αποτελώντας μάλιστα έκκεντρους φορείς άσκησης αυτής. Με αποκλειστικά δική τους ευθύνη τείνουν να απωλέσουν ολοκληρωτικά τη φυσιογνωμία τους, τα ιδιοχαρακτηριστικά τους, αλλά κυρίως τον ελάχιστο σεβασμό από πλευράς πολιτών.
Η επίγνωση μιας αξιοπρεπούς και όχι τυχοδιωκτικής διαδρομής έχει χαθεί καθώς και η αίσθηση του «ανήκειν», όχι με όρους υποταγής ή συμμόρφωσης, αλλά με όρους μετεξέλιξης και προαγωγής πολιτικού λόγου και δράσης. Ο πήχης έχει κατέβει πολύ χαμηλά, και οι συνεχείς μεταπηδήσεις αποτελούν μια συνηθισμένη πρακτική, ενώ η εντύπωση ότι δεν γίνεται πολυσυλλεκτική και ουσιαστική κουβέντα επί του πρακτέου είναι πια προφανής.
Για το λόγο αυτό σπάνια θα ακούσει κανείς για προσπάθεια εύρεσης κοινών τόπων πολιτικής και πρακτικής αντίληψης, αλλά συχνά και εύκολα αντιλαμβάνεται τη σχηματοποίηση στείρων ομάδων συμφερόντων, αποτελούμενων από καταφανώς ετερόκλητα άτομα στα ή πέρα από τα όρια της φαρσοκωμωδίας. Ο κίνδυνος μάλιστα να αποκοπούν από κάθε νομιμοποιημένη δομή εξουσίας ως οργανισμοί είναι ορατός, παραμένοντας ενδεχομένως ένα ισχνό κέλυφος, μια προκάλυψη, που θα αντέξει μέχρι να ξεφτίσει τελείως από τη συχνή κακοποίηση, κακομεταχείριση και παραποίηση. Εδώ ακριβώς έρχεται και το ενδεχόμενο μιας «Ελληνικής Άνοιξης», υποβόσκουσας εδώ και αρκετά χρόνια, ως αποτέλεσμα μιας «ριζοσπαστικοποίησης», που θα έχει όμως πιθανότατα τα ίδια χαρακτηριστικά έλλειψης πυξίδας τα οποία διατρέχουν κάθετα και οριζόντια το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.
Και αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ εύκολο να διολισθήσουμε στους «Χειμώνες» και τις «Νύχτες» που βίωσαν και βιώνουν πολλά από τα κράτη της κατ’ ευφημισμό «Αραβικής Άνοιξης». Όπως όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε, αν και η οικονομική κρίση εμπότισε και εξέθρεψε ακόμα περισσότερες στρεβλώσεις από εκείνες που τη δημιούργησαν, η Ελληνική κοινωνία δεν έχει απωλέσει την ευαισθησία της επί των Εθνικών ζητημάτων. Αυτό ας μην το θεωρήσουν παρακαλώ μερικοί, με ελαφρότητα ως αυτονοήτως «καλό» και «πατριωτικό». Και παλαιότερα είχαμε πολύ σοβαρές καμπές σε τέτοια ζητήματα που πέρασαν ακόμα και στα «ψιλά» των εφημερίδων. Σήμερα διαφαίνεται ότι οι πολίτες έχουν πια καταφύγει ψυχολογικά στον πυρήνα σύστασης και συγκρότησης ενός κράτους, στο τρίπτυχο ασφάλειας, επιβίωσης, διαβεβαίωσης και προστασίας της Εθνικής κυριαρχίας και εδάφους.
Αν κλονιστεί και αυτό το έσχατο καταφύγιο της κοινωνίας, αυτός ο πυρήνας που συγκρατεί τη συνοχή, τότε οι εξελίξεις θα είναι απροσδιόριστες, ανεξέλεγκτες και ενδεχομένως Εθνικά καταστροφικές. Σε τέτοιους καιρούς η Ιστορία διδάσκει ότι χρειάζονται συνετές και οριζόντια αποδεκτές, πολυσχιδώς καταρτισμένες, Ηγεσίες και ομάδες διοίκησης, με συγκρατημένες συμπεριφορές απέναντι στους τραυματισμένους πολίτες, όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως.
Συγκροτημένες προσωπικότητες που μπορούν να εμπνεύσουν και όχι απλώς να εντυπωσιάσουν, να παρασύρουν, να θέλξουν ή να βγάλουν ωραίες φωτογραφίες με υποκριτικά χαμόγελα, χτυπώντας πλάτες, κραυγάζοντας, λέγοντας αοριστολογίες ή φτιάχνοντας ένα «αφήγημα» για λίγους (άλλος ένας εξόχως προσβλητικός για την κοινωνία όρος που χρησιμοποιείται ευρέως και καταδεικνύει την παρακμή της Πολιτικής). Το ποιοι είναι και αν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι θα καθορίσει και την έκβαση των εξελίξεων. Όπως και το αν το πολιτικό σύστημα καταφέρει τελικά να λειτουργήσει ως φάρος ή αν «λουμπενοποιηθεί» πλήρως και το ίδιο.
* Βασίλειος Μπαλάφας υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Δόκιμος Ερευνητής του Κέντρου Διεθνούς & Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας & Διακυβέρνησης (ΚεΔΕΠΟΔ)
Πηγή: Το έκκεντρο Ελληνικό πολιτικό σύστημα και η πιθανότητα μιας «Ελληνικής Άνοιξης» http://hellasjournal.com/2018/03/to-ekkentro-elliniko-politiko-systima-ke-i-pithanotita-mias-ellinikis-anixis/