Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα: Η ηρωική Ιστορία του Συμβουλίου της Επικρατείας

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
 
Ήταν 28 Μαΐου του 1968, όταν η δικτατορία των συνταγματαρχών απέλυσε από το δικαστικό σώμα τριάντα δικαστές, εκδίδοντας την πρωτοφανή και διαβόητη πλέον ΚΔ΄ Συντακτική Πράξη «Περί Εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης».
Με αυτήν, η χούντα έφθασε στο σημείο να αναστείλει το άρθρο 88 του Συντάγματος του 1952 περί ισοβιότητος και μονιμότητος των λειτουργών της Τακτικής Δικαιοσύνης.
Και όχι μόνο ανέστειλε το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά η αναστολή του αναφερόταν ρητώς στην περίφημη Συντακτική Πράξη.
Σ’ αυτήν αναφέρονταν και οι προϋποθέσεις της αναστολής, όπως για παράδειγμα ότι οι δικαστές απολύονται «αν δεν εμφορούνται υπό υγιών κοινωνικών αρχών»!

Αναφερόταν επίσης ότι επί των συγκεκριμένων απολύσεων «δεν χωρεί προσφυγή ή αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ουδ’ αγωγή επί αποζημιώσει ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων».
Άλλωστε, ήδη από την 24η Μαΐου 1967, είχε εκδοθεί η Δ΄ Συντακτική Πράξη, με την οποία απαγορευόταν η άσκηση ενώπιον του ΣτΕ προσφυγών κατά κάθε πράξης της Διοίκησης.
Οι τριάντα δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, απολύθηκαν εντός τριών ημερών.
Παρά τα απαγορευτικά της χούντας, υπέβαλαν τις προσφυγές τους, ζητώντας να ακυρωθούν οι απολύσεις τους.
Οι προσφυγές έφθασαν προς συζήτηση στο ΣτΕ τον Ιούνιο του 1969. Πρόεδρος ήταν ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μιχαήλ Στασινόπουλος.
Την 21η Ιουνίου 1969, την ώρα που το ΣτΕ βρισκόταν σε διάσκεψη, ο Παττακός τηλεφώνησε απαιτώντας την διακοπή της συνεδρίασης, ώστε να μεταβούν στο γραφείο του δύο εκ των συμβούλων.
Μετά από μια αρχική άρνηση – και καθώς ο Παττακός τηλεφωνούσε και ξανατηλεφωνούσε – βρήκαν μια αφορμή να διακόψουν και οι δύο σύμβουλοι (Μαραγγόπουλος και Αγγελίδης), βρέθηκαν στο γραφείο του Παττακού.
Και αυτός τους εξήγησε πως… επιβάλλεται το ΣτΕ, σε δίκες που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση «να συνεργάζεται μετ’ αυτής κατά την έκδοσιν των αποφάσεων»!
Οι κληθέντες σύμβουλοι του απάντησαν πως αυτά είναι πρωτοφανή πράγματα και του εξήγησαν πως θα παρέβαιναν τον όρκο τους αν αυτοί που είχαν αναλάβει τον έλεγχο πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, δέχονταν εντολές ακριβώς από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας.
Τότε ήταν που ο Παττάκος τους είπε πως το καθεστώς το οποίο εκπροσωπεί είναι «Επανάστασις» και «κόβει κεφάλια»!
Αμέσως μετά, το ΣτΕ επανήλθε στη συνεδρίασή του και την ίδια ημέρα ακύρωσε τις απολύσεις των δικαστικών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η χούντα εκδίωξε τον Στασινόπουλο, εξύβρισε ολόκληρο το ΣτΕ και πολλοί σύμβουλοι, αφού τους αφαιρέθηκαν τα διαβατήρια, εκτοπίστηκαν σε απομακρυσμένα χωριά.
Εκείνες οι ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ αποτέλεσαν μια από τις γενναιότερες αντιδικτατορικές πράξεις αντίστασης, μνημεία υπεράσπισης της Δημοκρατίας και των αξιών της και έμειναν στην Ιστορία του αντιδικτατορικού αγώνα.
Με αυτές, οι γενναίοι σύμβουλοι της Επικρατείας, έδωσαν τη μάχη για το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στην υπεράσπιση.
Αργότερα, μετά τη δικτατορία, ο αείμνηστος Στασινόπουλος, έγραψε: «Πιστεύω ότι οι αποφάσεις θα μείνουν στην Ιστορία, όχι μόνο για το θάρρος που μαρτυρούν, αλλά και για το επιστημονικό και ανθρώπινο περιεχόμενό τους. Διακηρύσσουν αυτολεξεί ότι το δικαίωμα της υπερασπίσεως είναι θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, που πρέπει να μένει σεβαστό σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Ίσως μάλιστα αυτή η τελευταία φράση ερέθισε τους δικτάτορας, που την ησθάνθησαν σαν μπάτσο στο πρόσωπο της αυθαιρεσίας».
Πράγματι, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος εξοργίστηκε και την 26η Ιουνίου επετέθη στο ΣτΕ και κάλεσε τον Στασινόπουλο να παραιτηθεί.
Εκείνος αρνήθηκε να υποβάλει παραίτηση. Αρνήθηκε ακόμη και να προσέλθει στο γραφείο του Παττακού, ο οποίος απείλησε να τον συλλάβει.
Στις 27 Ιουνίου εκδόθηκε ΦΕΚ με το οποίο γινόταν αποδεκτή η παραίτηση που ο ίδιος ουδέποτε είχε υποβάλει!
Ο Στασινόπουλος ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό, του έκοψαν το τηλέφωνο και του απαγορεύθηκε η αλληλογραφία.
Και βέβαια, το στρατιωτικό καθεστώς αρνήθηκε να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Το θέμα των απολυμένων δικαστικών είχε και συνέχεια. Ένας από αυτούς, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Γ. Ξενάκης, υπέπεσε στην Κρήτη σε μια τροχαία παράβαση. Ήταν Οκτώβριος του 1970.
Η υπόθεση εισήχθη στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χανίων. Και ο Πρόεδρος εκείνου του δικαστηρίου χαρακτήρισε τον Ξενάκη ως εν ενεργεία εισαγγελέα. Και έκρινε πως αρμόδιο για να αποφασίσει ήταν το Τριμελές και όχι το Μονομελές.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σόλων Γρηγοριάδης (Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας), «εκείνος ο ταπεινός, άσημος, αλλά ατρόμητος δικαστής, διακήρυξε από τη σαρακοφαγωμένη έδρα ενός επαρχιακού δικαστηρίου ότι οι ακυρωθείσες αποφάσεις του ΣτΕ είναι πάντα έγκυρες».
Η υπόθεση έφθασε στον Άρειο Πάγο. Ο οποίος, στις 26 Νοεμβρίου 1970 αποφάνθηκε πως η απόλυση των δικαστικών ήταν νόμιμη.
Ο «πόλεμος» ανάμεσα στα δύο ανώτατα δικαστήρια συνεχίστηκε.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας συνέχισε την ηρωική του αντίσταση κατά της χούντας και με τη νέα του σύνθεση.
Στις 22 Απριλίου 1970, το ΣτΕ ακύρωσε απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών με την οποία δεν χορηγήθηκε διαβατήριο σε έναν καθηγητή Ανώτατης Σχολής, ως αναιτιολόγητη.
Την επομένη, ο Παττακός έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Διοίκησις εις τα πλαίσια του κοινού συμφέροντος οφείλει και υποχρεούται όπως λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα. Αι εις εφαρμογήν των μέτρων τούτων αποφάσεις της Διοικήσεως δέον να είναι σεβασταί από πάντα Έλληνα, συνεπώς και από τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας».
Και η αντίσταση του ΣτΕ συνεχίστηκε:
Στα τέλη του 1970, η Ολομέλεια του Συμβουλίου εξέδιδε απόφαση σύμφωνα με την οποία το ΣτΕ διατηρεί τη δικαιοδοσία να κρίνει και να ακυρώνει διοικητικές πράξεις που ενεργούνται βάσει συντακτικών πράξεων.
Και πάλι το δικτατορικό καθεστώς αγνόησε την απόφαση του ΣτΕ.

Και το ποίημα του Στασινόπουλου «Απολογία» έγινε ένα από τα σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα:

«Κύριε, είπε ο δικαστής,
Σου παραδίνω τη Δικαιοσύνη σου
Που μου την είχες εμπιστευθεί
Για να κρίνω τους ανθρώπους.

Κύριε, είπε ο Δάσκαλος,
Σου παραδίνω τη Διδαχή σου
Που μου την είχες εμπιστευθεί
Για να φτιάχνω ελεύθερους ανθρώπους.

Κύριε, είπε ο ιερέας,
Σου παραδίνω τον Λόγο σου
Που μου τον είχες εμπιστευθεί
Για να αναζητώ την ψυχή των ανθρώπων.

Κύριε, είπε ο Στρατιώτης,
Σου παραδίνω το ξίφος σου
Που μου το είχες εμπιστευθεί
Για να πολεμώ τους εχθρούς σου.

Κύριε, είπαν κι’ οι τέσσερις,
Συχώρεσέ μας,
Γιατί, όλοι μαζί
Τούτον τον καιρό
Σ’ έχουμε προδώσει»…

elzoni.gr