Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Προς συμφωνία ανάγκης χωρίς οικονομική προοπτική

Γράφει ο
Γιώργος Κύρτσος
 
Ύστερα από ένα διπλωματικό θρίλερ διάρκειας μηνών φαίνεται ότι ανοίγει ο δρόμος για μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής που καλύπτει βασικές ανάγκες της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων. Ο τρόπος που φτάσαμε σε αυτή τη συμφωνία και το περιεχόμενό της, όπως τουλάχιστον προκύπτει από συγκλίνουσες ενδείξεις και πληροφορίες, δεν δημιουργεί την αναγκαία οικονομική δυναμική, απλώς προετοιμάζει το έδαφος για νέες διαπραγματεύσεις και αντιπαραθέσεις.

Πλεόνασμα γιοκ…

Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και η διαχειριστική χαλάρωση οδήγησαν στην εξαφάνιση του πρωτογενούς πλεονάσματος που με τόσους κόπους είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση της Ν.Δ. αξιοποιώντας τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Ο αρχικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 ήταν 3% του ΑΕΠ και η κυβέρνηση θεώρησε σωστό να διεκδικήσει τη μείωσή του στο 1%-1,5% του ΑΕΠ. Είναι τόσο αρνητική η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών ώστε πλέον η συζήτηση γίνεται για πλεόνασμα της τάξης του 1%, όπως προτείνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, ή μόλις 0,75%, όπως υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει πλέον πλεόνασμα, απλώς οι Ευρωπαίοι εταίροι χρειάζονται να συντηρήσουν, για ένα διάστημα, το μύθο του πλεονάσματος ώστε να ελέγξουν τις πολιτικές αντιδράσεις που θα εκδηλωθούν στη χώρα τους για την επικείμενη συμφωνία.
Η εξαφάνιση του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Ανοίγει το δρόμο σε μια νέα κρίση υπερχρέωσης, εφόσον συνεχίζεται η εκρηκτική αύξηση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Προετοιμάζει ένα νέο γύρο μέτρων που θα ακολουθήσουν, με διαφορά μερικών μηνών, αυτά που θα ανακοινωθούν, μόλις διαπιστωθεί ότι η δημοσιονομική πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που περιγράφουν η ελληνική κυβέρνηση και οι άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης.
Από δημοσιονομική άποψη, η επικείμενη συμφωνία δεν θα εξασφαλίσει την αναγκαία σταθεροποίηση, αλλά θα ανοίξει ένα νέο γύρο δημοσιονομικής αστάθειας.

Υπερφορολόγηση
Η αδυναμία της κυβέρνησης να προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η αρνητική εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών προετοιμάζουν το έδαφος για νέα μεγάλη αύξηση της φορολογίας. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός οικονομικός αναλυτής, ο οποίος να πιστεύει ότι η αύξηση της φορολογίας μπορεί, στις συνθήκες ύφεσης που έχουν δημιουργηθεί ξανά, να συμβάλει στην έξοδο της οικονομίας από τη στασιμότητα ή έστω στην αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται τη συμφωνία για να αποτρέψει τη στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου και την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας στο άμεσο μέλλον, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές προωθούν την συμφωνία για να διατηρηθεί μία εικόνα οικονομικής ομαλότητας και να αποτραπεί ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Η Αθήνα υπογράφει χαρτιά γνωρίζοντας ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει δεν οδηγούν πουθενά και οι Ευρωπαίοι εταίροι επεξεργάζονται μία συμφωνία που θα τους εξασφαλίσει μερικούς ακόμη μήνες για να δουν πώς ακριβώς θα διαχειριστούν το ελληνικό πρόβλημα.
Η θεωρία Γιούνκερ, σύμφωνα με την οποία η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ θα εξασφαλίσει πρόσθετα ετήσια έσοδα 1,8 δισ. ευρώ -ποσό που αναλογεί στο 1% του ΑΕΠ-, δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα. Η υπερφορολόγηση, έτσι όπως περιγράφεται από κυβερνητικά στελέχη, θα μεγαλώσει το πρόβλημα ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, και θα υπονομεύσει το συγκριτικό πλεονέκτημα εξαιρετικά ανταγωνιστικών κλάδων, όπως ο τουρισμός.
Το χειρότερο είναι ότι μόλις διαπιστωθεί ότι τα νέα φορολογικά μέτρα δεν αποδίδουν τα προσδοκώμενα θα αρχίσουν η αναζήτηση διορθωτικών ισοδύναμων μέτρων και η σχετική πολιτική αντιπαράθεση.

Χωρίς εφαρμογή
Η διαφαινόμενη συμφωνία έχει ένα βασικό αρνητικό χαρακτηριστικό, δεν πρόκειται να εφαρμοστεί. Η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση, ούτε τις διοικητικές δυνατότητες να εφαρμόσει μέτρα τα οποία θα περιορίσουν το κόστος του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος και την επιχορήγησή του από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και θα αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα από τον ΦΠΑ, τη φορολογία των επιχειρήσεων, την επιβολή νέων βαρών στα νοικοκυριά, την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Στη διοίκηση του ΙΚΑ τοποθετήθηκε ο 75χρονος Γιάννης Θεωνάς, πρώην στέλεχος και ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, ο οποίος προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ. Κανένας δεν αμφισβητεί την πολιτική σοβαρότητά του, σίγουρα όμως δεν είναι ο κατάλληλος διαχειριστής ενός συστήματος που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις και χρειάζεται δραστικό εκσυγχρονισμό και εξυγίανση.
Η συμβολή του Γ. Θεωνά θα περιοριστεί αναγκαστικά στη διευκόλυνση της εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ και στη χάραξη κόκκινων γραμμών για τη μη εφαρμογή της ασφαλιστικής, συνταξιοδοτικής πολιτικής που προτείνουν οι πιστωτές για να ελεγχθεί το διαρθρωτικό έλλειμμα και να αποκτήσει το Ελληνικό Δημόσιο ξανά τη δυνατότητα να εξυπηρετεί τις δανειακές υποχρεώσεις του.
Ανάλογη είναι η κατάσταση στο φορολογικό τομέα, όπου οι αποκλίσεις από τους στόχους μεγαλώνουν με ανησυχητική ταχύτητα. Οι αντικειμενικές οικονομικές δυσκολίες αλλά και το κλίμα αμφισβήτησης και απειθαρχίας στο οποίο επένδυσε πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγούν στη σταδιακή συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων.
Το πρόβλημα εφαρμογής της όποιας συμφωνίας θα αναδειχθεί σε διάρκεια λίγων μηνών. Μετά τα μπάνια του λαού, οι Ευρωπαίοι εταίροι θα διαπιστώσουν ότι η συμφωνία της τελευταίας ώρας που υπογράφηκε έχει μικρή έως ελάχιστη πρακτική σημασία.

Καμία εμπιστοσύνη
Από τη στιγμή που η συμφωνία που πρόκειται να υπογραφεί δεν δημιουργεί θετική οικονομική δυναμική, στηρίζεται σε εξωπραγματικούς στόχους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ήδη ξεπερασμένοι από τις εξελίξεις και δεν υπάρχει πολιτικό, διοικητικό σύστημα για την εφαρμογή της, μετατρέπεται από μέρος της λύσης σε μέρος του προβλήματος.
Οι προγραμματισμένες αστοχίες και οι δυσλειτουργίες που αναφέραμε θα συντηρήσουν την κρίση εμπιστοσύνης, η οποία δοκιμάζει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Όλοι γνωρίζουν ότι η διαφαινόμενη συμφωνία δεν θα είναι η λύση του προβλήματος, αλλά ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, με την έννοια ότι θα αποτρέψει την άμεση στάση πληρωμών του Δημοσίου και την κατάρρευση της οικονομίας.
Η επικοινωνιακού και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου διαπραγμάτευση της ελληνικής πλευράς οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα που θα έχουν τη μορφή μιας χρηματοδοτικής ανάσας και πρόσθετων θυσιών χωρίς θετική οικονομική προοπτική. Οι εταίροι και πιστωτές έχουν και αυτοί τα δικά τους προβλήματα, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της συμφωνίας. Δεν είναι σε θέση να συνεννοηθούν με την ελληνική πλευρά, η οποία απλώς σκηνοθετεί επικοινωνιακές και πολιτικές συγκρούσεις σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να κρύψει από τον ελληνικό λαό τη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνει η κυβέρνηση Τσίπρα με τα λάθη και τις παραλείψεις της.
Είναι επίσης υποχρεωμένοι να κρατάνε τις δικές τους πολιτικές ισορροπίες. Αμύνονται έναντι των δεξιών ευρωσκεπτικιστών και των αντιευρωπαίων που θεωρούν αδιέξοδη τη συνέχιση της στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Αντιμετωπίζουν σε αρκετές περιπτώσεις δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις που δεν τους επιτρέπουν να δουν τη γενική εικόνα της ελληνικής κρίσης και να επιχειρήσουν μια πιο δημιουργική προσέγγιση που θα στηρίζεται και στη δέσμευση σημαντικών αναπτυξιακών κονδυλίων υπέρ της Ελλάδας.
Τέλος, οι λεγόμενοι θεσμοί κινούνται μεταξύ απόλυτης οικονομικής ιδιοτέλειας, όπως το ΔΝΤ, και θεσμικών παρεμβάσεων με περιορισμένη απήχηση, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(Από τον «Ελεύθερο Τύπου»)