Γράφει ο Δρ. Απόστολος Παπαφωτίου
Πελοποννήσιος δε τον Ισθμόν διετείχιζον, κοινή δε παρά πάσης φυλακή της Ελλάδος επ’ασφαλεία της χώρας εγίνετο.
Ζώσιμος 1.29
Το Εξαμίλιο Τείχος ήταν μια αμυντική οχύρωση στον Ισθμό της Κορίνθου μεταξύ των δύο κόλπων του Κορινθιακού και του Σαρωνικού. Έχει μήκος 6 μίλια, περίπου 7.500μ., με το βόρειο άκρο του, στον Κορινθιακό, να βρίσκεται στο ανατολικό όριο της Νέας Κορίνθου και με κατεύθυνση νοτιοανατολικά κατέληγε σε άγνωστη θέση στον Σαρωνικό, θέση η οποία επιχώθηκε από τους χωματισμούς της διώρυγας κατά την εκσκαφή της, στο τέλος του 19ου αιώνα και δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα.
Η κατασκευή του τείχους θεωρείται ότι έγινε περίπου το 420 μ.Χ. μαζί με άλλες οχυρώσεις στη Διοίκηση του Ιλλυρικού ενώ κατασκευή των χερσαίων τειχών στην Κωνσταντινούπολη έγινε στο διάστημα 405-413 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β'.
Η διάρκεια της κατασκευής δεν είναι γνωστή. Αντίστοιχος χρόνος 10 ετών χρειάστηκε για να ολοκληρωθούν τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως.
Η χρηματοδότηση της κατασκευής του, δύναται να αποδοθεί στην κεντρική εξουσία της Αυτοκρατορίας. Ίσως βοήθησαν οικονομικά και ιδιώτες ή το τοπικό Συμβούλιο της Κορίνθου, η εφαρμογή της «Αγγαρείας», δηλαδή η υποχρέωση των κατοίκων να βοηθήσουν με προσωπική εργασία στη κατασκευή, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Η απόδοση της κατασκευής στον Ιουστινιανό έχει να κάνει με την επισκευή του τείχους, την υπερύψωση των τοίχων και την κατασκευή του φρουρίου, εργασίες που είχαν ολοκληρωθεί περίπου το 553-560 μ.Χ. μετά από τους καταστρεπτικούς σεισμούς που είχαν πλήξει την Κόρινθο το 525 ή το 543 μ.Χ. (περίπου). Ακόμη και με τις δύο μαρμάρινες επιγραφές που αναγράφονται τα ονόματα του Ιουστινιανού και του Βικτωρίνου, ο οποίος ήταν μάλλον διοικητής (Prefectus Praetoris) της Υπαρχίας του Ιλλυρικού, χωρίς να αποκλείεται να ήταν ο μηχανικός των πολλών οχυρώσεων που κατασκευάστηκαν την εποχή αυτή στο Ιλλυρικό, όπως στη Δαρδανία, στη Βύλλιδα και αλλού. Πάντως ο Ιουστινιανός, στο πλαίσιο της πολιτικής της προστασίας των περιοχών της επικράτειας, έκτισε τείχη ισχυρά σε πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως στις Θερμοπύλες, στην Σάκκο, στην Υπάτη, στην Ούνο, στις Βαλέες, στα Κοράκια και στο Λεοντάρι. (Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, IV,ii,16))
Πριν την κατασκευή του Εξαμιλίου τείχους είχαν κατασκευασθεί δύο φορές στην περιοχή του Ισθμού αντίστοιχα τείχη, αγνώστων μηκών. Το Κλασικό τείχος το 480 π.Χ. αμέσως μετά την μάχη των Θερμοπυλών, του οποίου οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι του 479 π.Χ. όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (8.71) και το Ελληνιστικό τείχος περίπου το 245 π.Χ., το οποίο κατασκευάστηκε από τους Μακεδόνες του Αντίγονου του Γονατά, που βρίσκονταν στην Κόρινθο για την προστασία από την εισβολή των Γαλατών. Δεν είναι γνωστό αν οι οχυρώσεις κατέληγαν στους δύο κόλπους ή ήσαν τμηματικές οχυρώσεις. Η άποψη για ύπαρξη Μυκηναϊκής οχύρωσης τείνει πλέον να απορριφθεί, τα δε λείψανα τοίχων που βρέθηκαν και απεδόθησαν αρχικά ως τείχη ερμηνεύονται πλέον ως τμήματα τοίχων αντιστηρίξεως για τη συγκράτηση οδού.
Το ύψος του Εξαμιλίου τείχους ήταν 6,00 μ., το πάχος τους 2,50-3,00 μ. και οι πύργοι έφθαναν σε ύψος 11,50 μ. σε ορθογώνια κάτοψη ποικίλλων διαστάσεων με συνήθεις 5,70x4,50 μ. Διέθετε και τάφρο πλάτους 4,50 μ. στην εξωτερική πλευρά. Οι πύργοι σε απόσταση μεταξύ τους 40,00-50,00 μ. υπολογίζονται, μαζί με του φρουρίου, σε 180 περίπου.
Ο τρόπος κατασκευής που εφαρμόστηκε ήταν ο τύπος του «έμπλεκτον», όρος που αναφέρεται και στον Βιτρούβιο, δηλαδή οι δύο όψεις εσωτερική και εξωτερική είχαν κατασκευαστεί κατά μήκος από επεξεργασμένους δόμους ορθογωνικής μορφής, των οποίων το μεταξύ τους κενό, ο πυρήνας του τείχους, συμπληρώνονταν από πέτρες, σπασμένα υλικά και κονίαμα. Πολλοί από τους δόμους των όψεων ήσαν σε δεύτερη χρήση (spolia) από γειτονικά κτίρια και ναούς.Ο ναός του Ποσειδώνα στα Ίσθμια και ο ναός της Ακραίας Ήρας στο Ηραίο Περαχώρας ήσαν θέσεις από όπου ελήφθη αντίστοιχο υλικό.
Και στις δύο όψεις του τείχους έγινε χρήση κονιάματος, που είχε παρασκευαστεί από αδρανή-ποταμίσια χαλίκια μικρού και μεσαίου μεγέθους, σπασμένα και κοπανισμένα κεραμίδια με υδραυλικές ιδιότητες, ασβέστη και νερό. Στους προμαχώνες εφαρμόστηκε ο τρόπος δομής του «opus mixtum», όπως στα Θεοδοσιανά τείχη στην Κωνσταντινούπολη, στη Νικόπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη βασιλική του Αγίου Λεωνίδη και αλλού. Κατά τον τρόπο αυτόν οι τοίχοι κτιζόντουσαν από αργολιθοδομές με πλούσιο κονίαμα, ύψους περίπου 1,00 μ., διακοπτόμενοι από τρείς σειρές από οριζόντιες στρώσεις με πλακαρά κεραμίδια συνολικού ύψους 0,25 μ. σε συνεχή κατά το ύψος επανάληψη. Ιδιαίτερη σημασία έχει η βόρεια κατάληξη του τείχους στο Κορινθιακό κόλπο που αποτελείται από ισχυρό και ψηλό προπύργιο-προμαχώνα διαστάσεων περίπου 10,00x10,00 μ.
Από τον Ιουστινιανό κατασκευάστηκε και το εσωτερικό φρούριο-οχυρό επιφανείας περίπου 27 στρεμμάτων στη σημερινή θέση του ναού του Τιμίου Προδρόμου και του κοιμητηρίου της Κυράς Βρύσης, σε επαφή με το τείχος στην εσωτερική πλευρά. Το φρούριο που έφερε δική του οχύρωση και πύργους μπορούσε να φιλοξενήσει 2000 στρατιώτες. Εδώ βρισκόταν και η κεντρική είσοδος της οχύρωσης με υψηλούς προμαχώνες και προπύργιο-πυλώνα ημικυκλικής κάτοψης, σύνολο που δημιουργούσε μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα.