Ο Υπεύθυνος του Τομέα Εξωτερικών της Νέας
Δημοκρατίας κ. Γιώργος Κουμουτσάκος,
μετά το πέρας της σημερινής συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής
Πολιτικής (ΕΣΕΠ), έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Με
μεγάλη καθυστέρηση συζητήσαμε σήμερα στο πλαίσιο του ΕΣΕΠ για μείζονος σημασίας
ζητήματα που αφορούν στη Βαλκανική πολιτική της χώρας.
Επανειλημμένα
αιτήματά μας για να γίνει έγκαιρα η ανταλλαγή απόψεων της κυβέρνησης με τις
άλλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής των
Ελλήνων, έχουν μείνει επί μήνες αναπάντητα.
Δεν
είναι ο ρόλος του ΕΣΕΠ ούτε να αντιπολιτεύεται εκ των
υστέρων, ούτε βέβαια να επικυρώνει κατόπιν εορτής.
Το ΕΣΕΠ επιτελεί το ρόλο και την αποστολή του όταν η κυβέρνηση δίνει τη δυνατότητα στις πολιτικές δυνάμεις να
εκφέρουν γνώμη και απόψεις κατά το στάδιο της επεξεργασίας και της διαμόρφωσης
της Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας. Βεβαίως είναι η κυβέρνηση που λαμβάνει τις
αποφάσεις και έχει πάντα τον τελικό λόγο, την τελική ευθύνη των επιλογών της.
Άλλα είναι πάντα χρήσιμο να ακούει στο σωστό χρόνο και τις απόψεις των άλλων
κομμάτων ώστε ενδεχομένως να αποφεύγει σφάλματα ή να προβαίνει σε
αποτελεσματικότερες επιλογές.
Αυτό είναι σήμερα ακόμα πιο επιτακτικό και απαραίτητο, καθώς η
κυβέρνηση, σε μείζονα θέματα της χώρας έχει ανάγκη την κοινοβουλευτική στήριξη της
αντιπολίτευσης. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν στα κρίσιμα ζητήματα της Εξωτερικής
Πολιτικής. Περιμένουμε να γίνει το ταχύτερο πράξη.
Αυτά ως προς το γενικό πλαίσιο διαμόρφωσης και εφαρμογής της
Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας.
Στα ειδικότερα ζητήματα:
Στρατηγική επιδίωξη της Ελλάδας στα Βαλκάνια πρέπει να είναι μια
περιοχή σταθερότητας, ειρήνης, και συνεργασίας αμοιβαίου οφέλους. Θεμελιώδης προϋπόθεση ο σεβασμός των σχέσεων
καλής γειτονίας. Μόνον έτσι διασφαλίζεται η Ευρωπαϊκή προοπτική όλης της
περιοχής και ειδικότερα των Δυτικών Βαλκανίων. Για την Ελλάδα αυτό είναι
απαράβατη σταθερή πεποίθηση. Αναίτιες προκλήσεις και εμμονές σε ένα παρελθόν
εθνικιστικών αντιλήψεων υποσκάπτουν το στρατηγικό όφελος όλης της περιοχής.
Με αυτό το πνεύμα εκφράσαμε τον έντονο προβληματισμό για ορισμένες
πρόσφατες κινήσεις του Υπουργείου των Εξωτερικών στις σχέσεις με τα Σκόπια.
Ζητήσαμε επαναβεβαίωση της στρατηγικής και της λογικής του
Βουκουρεστίου. Ότι δηλαδή η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και η ενταξιακή τους
διαδικασία με την ΕΕ είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την επίλυση του ζητήματος
της ονομασίας με τρόπο αμοιβαία αποδεκτό.
Ανατροπή σταθερών σχέσεων της χώρας δεν μπορεί να γίνει με όρους
σπουδής.
Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική μας στις σχέσεις με την
Αλβανία. Τις επιθυμούμε φιλικές, παραγωγικές, ειλικρινείς και πλήρως
απαλλαγμένες από εθνικιστικές αναγνώσεις που περιορίζουν το εύρος, το βάθος και
τις δυνατότητες της συνεργασίας μας. Τα μηνύματα που εκπέμπονται τον τελευταίο
καιρό από τα Τίρανα είναι αντιπαραγωγικά, επιδρώντας σε όλο το φάσμα των
σχέσεων με την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξής μας στην ευρωπαϊκή
τους πορεία.
Τέλος όσον αφορά στο Κόσσοβο τονίσαμε ότι η λειτουργική διεύρυνση
των σχέσεων και της συνεργασίας μας μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αλλοιώνει την σταθερά
εξόχως προσεκτική μας στάση στο ζήτημα της de jure αναγνώρισής του.
Δυο ακόμα θέματα εκτός ημερήσιας διάταξης:
Έθεσα μετ’ επιτάσεως στον κ. Υπουργό το θέμα της ελλειμματικής
συνεργασίας της Τουρκίας στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών
από τουρκικό έδαφος προς τη χώρα μας. Η Τουρκία δεν εφαρμόζει αποτελεσματικά,
το αντίθετο μάλιστα, το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει υποχρέωση της Άγκυρας για
αποτελεσματική συνεργασία, τόσο διμερώς με την Ελλάδα, όσο και με την ΕΕ, καθώς
και με την Frontex.
Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εγείρεται σε όλες τις συναντήσεις του
κ. Υπουργού με την τουρκική ηγεσία.
Τέλος, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών σχετικά με τις προθέσεις
της Κυβέρνησης ως προς τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης δημιουργούν
προβληματισμό και πιστεύουμε ότι δεν βοηθούν την αποτελεσματική άσκηση δημόσιας
διπλωματίας της χώρας, την στιγμή που η διεθνής εικόνα της Ελλάδας έχει πληγεί
σοβαρά».