Άρθρο του Χρήστου Α. Κατσαρού (Chris Sintiki)*
Εδώ και ένα τρίμηνο, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να εξυγιάνει την τριτοβάθμια εκπαίδευση εκπονώντας το σχέδιο «Αθηνά», υπήρξε μία πληθώρα αντιδράσεων από την Πανεπιστημιακή κοινότητα, τόσο από καθηγητές όσο και από φοιτητές που αντιδρούν, και ίσως όχι άδικα, στο κλείσιμο σχολών και στη συγχώνευση τμημάτων. Αν και χαρακτηρίστηκε προκρούστεια κλίνη, αποτελεί ωστόσο μια πρώτη πρόσέγγιση του θέματος που σαφώς χρειάζεται βελτιώσεις, αλλά δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί με κλειστά τα μάτια.
Ας δούμε όμως τα βασικά σημεία τριβής ανάμεσα στο Υπουργείο και την εκπαιδευτική κοινότητα. Πρώτα από όλα αυτό που διατείνεται ότι θέλει το εν λόγω νομοσχέδιο είναι να αποτραπεί ο κατακερματισμός και η διασπορά συγγενών τμημάτων. Από την άλλη, οι φοιτητές θεωρούν πως στην προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων προς χάριν του εθνικού χρέους θα συγχωνευθούν αυτοτελή τμήματα που όσο κι αν με την πρώτη ματιά θεωρούνται παρεμφερή, ωστόσο τα αντικείμενά τους είναι τελείως διαφορετικά αν και εμπλεκόμενα μεταξύ τους. Έτσι υπάρχει φόβος η δημιουργία απλά και μόνο κατευθύνσεων μέσα στο ίδιο τμήμα να μην επιτρέψει την κατάκτηση της απαιτούμενης γνώσης όπως αυτή παρείχετο στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου τμήματος τετραετούς φοίτησης. Βαδίζουμε επομένως κατ’ αυτόν τον τρόπο στο μονοπάτι όχι πλέον της γνώσης και της παιδείας, αλλά σε αυτό της μηχανοποιημένης εκπαίδευσης και της εξειδίκευσης.
Το σχέδιο Αθηνά επιπλέον αποσκοπεί, όπως αναφέρεται, στην βελτίωση των συνθηκών ακαδημαϊκής ανέλιξης και καταξίωσης. Με μία καλοπροαίρετη ματιά, οι προθέσεις, δίχως αμφιβολία, είναι αγαθές, ωστόσο η κατάργηση τμημάτων δημιουργεί πρακτικά ένα ανάχωμα στην εξεύρεση εργασίας και στην αξιοπιστία των πτυχίων τους για τους αποφοίτους αυτών των Σχολών, τουλάχιστον στην ελεύθερη αγορά εργασίας και με δεδομένη την βούληση για μείωση του Δημόσιου Τομέα, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο στενεύουν τα περιθώρια. Επιπλέον, αντίστοιχα για τους καθηγητές που θα είναι υποχρεωμένοι να μεταφερθούν σε ένα άλλο μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αυτοί θα βρουν ήδη μία παγιωμένη κατάσταση από τους εκεί συναδέλφους τους που ελάχιστα θα τους επιτρέψει να βελτιώσουν την ακαδημαϊκή τους θέση, ανεξαρτήτως τυπικών και ουσιαστικών προσόντων. Με δεδομένη δε την αρχή ότι μέχρι την θέση του επίκουρου καθηγητή δεν υφίσταται μονιμότητα, η οποιαδήποτε στασιμότητα ισοδυναμεί σχεδόν με απώλεια θέσης και μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ένας άλλος παράγοντας που φαίνεται να έχει αγνοηθεί είναι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τόσο για τους φοιτητές και τις οικογένειές τους, όσο και για τις τοπικές κοινωνίες, όπου είχαν την έδρα τους τα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πράγματι, η εξακτίνωση των ΑΕΙ και ΤΕΙ ανά την επικράτεια ήταν ουσιαστικά οικονομικός και αναπτυξιακός πνεύμονας για τις πόλεις που τα φιλοξενούσαν αφού η εισροή κεφαλαίων λόγω της ενοικίασης οικημάτων από τους φοιτητές και τους καθηγητές και η κατανάλωση αγαθών, αλλά και η διοργάνωση συνεδρίων έδινε ώθηση στη ρευστότητα και στην αγορά.
Τέλος, σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και κάτω από συνθήκες δυσχερούς επιβίωσης δεν μπορεί να αγνοηθεί η προσπάθεια της ελληνικής οικογένειας να μορφώσει τα παιδιά της ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν το κόστος είτε κρατώντας τους φοιτητές στην πόλη τους, είτε με την εισαγωγή τους σε περιφερειακά Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. , όπου το κόστος ζωής είναι σαφώς μικρότερο από τις μεγαλουπόλης όπου θα εδρεύουν τα ομοσπονδιακά ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Χωρίς λοιπόν να παραγνωρίζει κανείς την θετική πλευρά του σχεδίου που σαφώς είναι η εξυγίανση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συγχωνεύοντας τμήματα που δημιουργήθηκαν χωρίς λόγο και αιτία, έχουν χαμηλά στάνταρτς πρόσβασης και δεν προσφέρουν ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας ή την έρευνα, υπάρχουν σημεία που θα έπρεπε να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής και κοινωνικής ευαισθησίας, ώστε να μην ταλαιπωρηθεί η σκληρά δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία ούτε να χαθούν μέσα στη χοάνη των μεταρρυθμίσεων παραγωγικά και καταξιωμένα τμήματα ή εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως αυτά του ΤΕΙ Σερρών όπου υπάρχουν αξιόλογοι καθηγητές και ιδιαίτερα ανεβασμένο επίπεδο σπουδών που δίνει τη δυνατότητα για μεταπτυχιακές σπουδές ακόμα και στην αγγλική γλώσσα γεγονός που το καθιστά πρακτικά άμεσα αξιοποιήσιμο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και πόλο έλξης για ξένους φοιτητές. Ελπίζουμε λοιπόν σε μια καλύτερη αντιμετώπιση των πραγμάτων ώστε να δοθεί ώθηση τόσο στην παιδεία, την επιστήμη,την έρευνα και τις τεχνολογικές εφαρμογές όσο και στην ανάπτυξη πόρων για τις κοινωνίες και τα Πανεπιστημιακά και Τεχνολογικά Ιδρύματα που δεν θα νιώθουν ότι απειλούνται ή ότι στραγγαλίζονται μέσα στα στενά όρια της υπό όρους χρηματοδότησης και ύπαρξής τους.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σερραϊκόν Θάρρος, Καθημερινή Εφημερίδα του Ν. Σερρών, Παρασκευή 05 Απριλίου 2013