Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Ο Πρόεδρος της Βουλής κήρυξε την έναρξη του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου «Από τις Σέβρες στη Λωζάννη»

 

Δύο παράμετροι-διδάγματα από την περίοδο που μεσολάβησε από τη Συνθήκη των Σεβρών έως τη Συνθήκη της Λωζάννης εξακολουθούν να είναι σήμερα όροι απαράβατοι κάθε ελληνικής επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής, η οικονομική και στρατιωτική μας ισχύς και οι διεθνείς μας σχέσεις, παρατήρησε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, κηρύσσοντας χθες, στην Αίθουσα Γερουσίας του Κοινοβουλίου, την έναρξη του 4ήμερου διεθνούς επιστημονικού Συνεδρίου με θέμα «Από τις Σέβρες στη Λωζάννη». Το Συνέδριο συνδιοργανώνουν, με αφορμή τη συμπλήρωση

100 χρόνων από το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκη της Λωζάννης, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (Χανιά), των οποίων προεδρεύει ο Πρόεδρος της Βουλής.

Ο κ. Τασούλας, μιλώντας για την εποχή εκείνη, ανέφερε ότι επρόκειτο για «μια συγκλονιστική περίοδο, πυκνή σε γεγονότα, πυκνή σε λεπτές ισορροπίες, η οποία μας οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα: ότι ό,τι και να συμβεί, όσο ποικίλες και πολύπλοκες να είναι οι διεθνείς μας σχέσεις, η επιτυχία μας σε αυτές εξαρτάται από δύο απαράβατους όρους. Ο ένας είναι να είμαστε εμείς ισχυροί, οικονομικά και στρατιωτικά, να είμαστε εμείς οι ίδιοι που να πατάμε γερά στα πόδια μας και ο άλλος έχει να κάνει με τις διεθνείς μας σχέσεις. Εμείς όντας ισχυροί, οικονομικά και στρατιωτικά, να επιλέγουμε τη σωστή πλευρά της ιστορίας, ώστε τα συμφέροντά μας να μπορούν να υλοποιηθούν συμβαδίζοντας με τα συμφέροντα εκείνων οι οποίοι μπορούν ευρύτερα να τα επιβάλουν». Και υπογράμμισε: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτές οι δύο παράμετροι, εξακολουθούν να είναι σήμερα όροι απαράβατοι κάθε ελληνικής επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής». 

 

Εναρκτήρια ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων

κ. Κωνσταντίνου Τασούλα

στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Από τις Σέβρες στη Λωζάννη»

Αίθουσα Γερουσίας της Βουλής, 14 Δεκεμβρίου 2022

 

Κυρία Πρόεδρε του Συμβουλίου της Επικρατείας,

αξιότιμοι κύριοι πρέσβεις,

κύριοι καθηγητές,

κ. Ειδικέ Γραμματέα της Βουλής,

κ. Παπαδάκη, Γενικέ Διευθυντά του Ιδρύματος Βενιζέλος,

κυρίες και κύριοι,

Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία μετέχει της επετείου των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι μια ευκαιρία, όπως έγινε και πέρσι για τα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία, να ανακινηθεί εκ νέου το θέμα αυτής της δεινής δοκιμασίας του ελληνισμού, η οποία έθεσε τέρμα εθνολογικό εις την μικρασιατική μας εκδοχή, την προαιώνιο. Και μέσα στο πλαίσιο αυτής της ανακινήσεως του θέματος και του αναστοχασμού, όπως λένε με τα μοντέρνα ελληνικά, το Ίδρυμα της Βουλής πραγματοποιεί εκδηλώσεις όπως η σημερινή, η οποία είναι από σήμερα έως τις 17 του μηνός, με διακεκριμένους ομιλητές, αλλά και άλλες εκδηλώσεις που φανερώνουν άλλες πτυχές της καταστροφής, όπως είναι η επίδραση η πολιτιστική των προσφύγων πέραν της εθνολογικής, με εκδόσεις, με συνέδρια, με εκθέσεις. Είμεθα δηλαδή εις την υπηρεσία της Ιστορίας.

Οι Σέβρες απέχουν από τη Λωζάννη τριάντα μήνες. Οι Σέβρες είναι η κορύφωση, Αύγουστος του 1920, η Λωζάννη είναι Ιανουάριος του 1923. Αυτοί οι τριάντα μήνες έχουν χαρακτηριστεί ως τριάντα φθίνοντα αποσιωπητικά των τριάντα αιώνων της παρουσίας του ελληνισμού εις την Μικράν Ασία. Δεν ξεκίνησαν όλα ξαφνικά στις 10 Αυγούστου του ’20 με τη Συνθήκη των Σεβρών, που αποτελεί –ως κείμενο– το απόγειο των εθνικών μας βλέψεων. Προηγήθηκαν πολλά γεγονότα και εάν για κάτι αξίζει αυτή η περιήγηση εις την ιστορία εκείνης της περιόδου είναι για να αντιληφθούμε σε τι δοκιμασία, σε τι ευθύνες δεινές, σε τι ιστορικά καλέσματα, σε τι αντισφαίριση σφαλμάτων είχαν επιδοθεί οι τότε πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες εκλήθησαν να χειριστούν ένα εθνικό όραμα, το οποίο δεν ξεκίνησε καν από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1844, στην Εθνοσυνέλευση, όταν για πρώτη φορά άρθρωσε τις δύο λέξεις μαζί, της «μεγάλης ταύτης ιδέας». «Στόχος είναι να φροντίζουμε», είπε, «ως Εθνοσυνέλευση όχι μόνο για τους Έλληνες του κράτους, αλλά και για την ελληνική φυλή» και αυτό χαρακτήρισε ο Κωλέττης ως «μεγάλη ιδέα». Δεν γεννήθηκε καν όμως αυτή η μεγάλη ιδέα εις την Εθνοσυνέλευση του 1844. Προανακρούσματά της  ακούστηκαν για πρώτη φορά από τον Θεόδωρο Λάσκαρη στο Λόγο του Θρόνου όταν ανέλαβε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, όπου είπε μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το περίφημο «και των πατρίδων αύθις λαβόμεθα, ων λανθάνοντες απεσφαιρίσθημεν». Το προανάκρουσμα λοιπόν της Μεγάλης Ιδέας βρίσκεται πολύ βαθιά. Δεν αποτελεί ούτε εθνικιστικό παραλήρημα, ούτε επινόηση προκειμένου να διαβουκοληθεί ο λαός, αλλά ήταν κάτι το οποίο είχε συνάρτηση με την παρουσία του ελληνισμού στις δύο πλευρές του Αιγαίου: στην ευρωπαϊκή και στη μικρασιατική, και αυτή η παρουσία ξεπερνάει χρονικά και το Βυζάντιο και τις ελληνιστικές ηγεμονίες και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και πάει στα βάθη του χρόνου.

Και εδώ αξίζει, κυρίες και κύριοι, να σκεφθεί κανείς πόσο η επιρροή του μικρασιατικού ελληνισμού ακόμη μας περιβάλλει στοργικά, τρυφερά. Η έκφραση «ο ήλιος βασιλεύει» προέρχεται από το γεγονός ότι το χρώμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων ήταν το πορφυρούν, άρα ο ήλιος όταν βασιλεύει και είναι πορφυρός, είναι αυτό το οποίο μας θυμίζει το χρώμα το πορφυρούν των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ακόμη και αυτή η συνηθισμένη καθημερινή έκφραση προέρχεται από εκείνη την περιοχή του ελληνισμού, η οποία εθνολογικώς σήμερα δεν έχει προφανώς τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε προ του 1922. Τα φθίνοντα λοιπόν αποσιωπητικά των τριάντα αιώνων της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, είναι οι τριάντα μήνες από τις Σέβρες στη Λωζάννη, που όλοι εσείς, σήμερα, αύριο, μέχρι και το Σάββατο, θα αναλύσετε, θα εξετάσετε σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος και είμαι βέβαιος ότι οι ομιλίες από τους λαμπρούς εισηγητές θα συμβάλουν ακριβώς εις την περαιτέρω κατανόηση και στην εμβάθυνση της σχέσεώς μας με αυτό που λέμε μικρασιατικό τραύμα. Δεν ήταν όμως μόνο τραύμα. Ήταν και μια αφορμή να συνδυαστεί αυτή η περιπέτεια, αυτή η απίστευτη δοκιμασία, με την ενίσχυση την εθνολογική της τότε Ελλάδος, των τότε συνόρων της Ελλάδος, τα οποία χάρις στους βαλκανικούς πολέμους είχαν μεγαλώσει επίσης εντυπωσιακά.

Υπάρχει μία έκθεση που έστειλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος προς τον Κωνσταντίνο την περίοδο που βρισκόμαστε ακόμη στο λυκαυγές πραγματώσεως της Μεγάλης Ιδέας, την περίοδο δηλαδή που η χώρα μας αποφάσιζε ή της εζητείτο ή και τα δύο μαζί, να λάβει μέρος στον μεγάλο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Αγγλο-γάλλων, μία δύσκολη περίοδος η οποία ξεκίνησε με αμφιβολίες. Είναι περίεργο ότι στην αρχή οι Αγγλο-γάλλοι και η Ρωσία δεν επιθυμούσαν τόσο τη συμμετοχή της Ελλάδας, γιατί ήθελαν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα της Τουρκίας. Ο Βενιζέλος όμως, διορατικός, πίεζε ακόμη και πριν οι σύμμαχοι, πριν οι Αγγλο-γάλλοι αποφασίσουν να ζητήσουν τη συμμετοχή της Ελλάδας, από το 1914. Και ήταν το θέμα της Σερβίας, ήταν η ανάγκη να βοηθηθεί η Σερβία, εκείνο το οποίο δρομολόγησε και ενεργοποίησε τη συμμετοχή της Ελλάδος και ήταν το αντάλλαγμα των εδαφών της Μ. Ασίας που τότε η Αγγλία προσέφερε στην Ελλάδα για τη σύναρσή της προς τη Σερβία, το οποίο πυράκτωσε τη φαντασία του Βενιζέλου, τη βάσιμη φαντασία και άρχισε να αχνοφέγγει η περίπτωση της πραγματώσεως της Μεγάλης Ιδέας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε τρία υπομνήματα προς τον Κωνσταντίνο συνεπαρμένος από το όραμα το βάσιμο που άστραψε μπροστά στα μάτια του και του γράφει: «Ἔχω τό αἴσθημα ὅτι αἱ παραχωρήσεις ἐν Μικρᾷ Ασίᾳ, ὧν εἰσηγητής ἐγένετο ὁ σέρ Ἔδουαρδ Γκρέϋ, δύνανται, ἄν μάλιστα ὑποβληθῶμεν εἰς θυσίας πρός τήν Βουλγαρίαν, νά λάβωσι ἔκτασιν τοιαύτην ὥστε εἰς τήν ἐκ τῶν νικηφόρων πολέμων προελθοῦσαν διπλῆν ῾Ε­­λλάδα νά προστεθῇ ἄλλη μία ἐξ ἴσου μεγάλη καί ὄχι βέβαια ὀλιγώτερον πλουσία ῾Ελλάς. Πιστεύω ὅτι ἂν ἐζητοῦμεν τό μέρος τό κείμενον δυτικῶς γραμμῆς ἤτοι, ἀρχομένη ἀπό τοῦ ἀκρωτηρίου Φινέκα πρός Νότον, φθάνει διά τῶν ὀρέων "Αἰα-Δάγ, Κιτσέλ-Δάγ, Καρλή-Δάγ, ᾿Αναμᾶς-Δάγ εἰς τό Σουλτάν Δάγ καί ἐκεῖθεν διά τοῦ Κισέρ-Δάγ, Τουρμάν-Δάγ, Γκισίς-Δάγ, Δουμανίτσα-Δάγ, Μυσικοῦ ᾿ολύμπου θά κατέληγεν εἰς Κάξ-Δάγ ἐν τῷ ᾿αδραμυ τικῷ κόλπῳ — ἐφ᾽ ὅσον δέν θά ἐπετρέπετο ἔξοδος ἡμῶν εἰς τήν Προποντίδα - θά ὑπῆρχε πολλή πιθανότης ὅπως ἡ αἴτησις ἡμῶν αὕτη γίνῃ ἀποδεκτή». Ο υπολογισμός του Βενιζέλου ήταν ότι αν αυτό το σχέδιο ευοδώνονταν, στα 132.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα θα προσετίθεντο άλλα 125.000. Μιλάμε για μία μικράν weltpolitik της Ελλάδος, για μία μικρή αυτοκρατορία στις δύο πλευρές του Αιγαίου. «Πιστεύω ότι αν εζητούμεν το μέρος το κείμενον δυτικώς γραμμής ήτοι, -ακούστε εδώ τώρα παράξενα ονόματα τα οποία όμως απηχούν ένα ασύλληπτο όραμα, το όραμα της Ιωνίας. Ακούστε λοιπόν- αυτή τη γραμμή αρχόμενη από του Ακρωτηρίου Φινέκα προς Νότον, είναι το ακρωτήριο Φινέκα προς Νότον, περίπου απέναντι στη Ρόδο, φθάνει διά των ορέων Ακ-Δαγ, Κιτσέλ-Δαγ, Καρλή-Δαγ, Αναμάς-Δαγ εις το Σουλτάν-Δαγ και εκείθεν διά του Κεσίρ-Δαγ, Τουρμάν-Δαγ, Γκεσίλ-Δαγ, Δουμανίτσα-Δαγ, Μουσικού Ολύμπου, θα κατέληγεν εις Καξ-Δαγ εν τω Αδραμυτικώ κόλπω, περίπου απέναντι στη Λέσβο, εφόσον δεν θα επετρέπετο έξοδος ημών εις την Προποντίδα -θα υπήρχε πολλή πιθανότης, όπως η  αίτησις ημών αύτη γίνη αποδεκτή». Αυτές οι παράξενες λέξεις συνοψίζουν ένα όνειρο αιώνων και συνοψίζουν το πάθος ενός σημαντικού πολιτικού, μιας προσωπικότητος, αυτό το όνειρο προσκολλώντας το σε επιδιώξεις πανίσχυρων δυνάμεων να πραγματοποιηθεί. Δεν είναι εύκολο σήμερα να μεταφερθούμε από την πραγματικότητα και από την Ιστορία στην ιστόρηση. Άλλο η Ιστορία όταν εξελίσσεται και άλλο η ιστόρησή της, αυτό που κάνουμε εμείς σήμερα. Είναι μια απίστευτη μετάβαση, συγκλονιστική από τον χώρο της προστακτικής εις τον χώρο του παρωχημένου. Όταν εξελίσσοντο αυτά τα πράγματα, ήμασταν εις τον χώρο της προστακτικής, γιατί μιλάμε για ηγέτες, οι ηγέτες πρόσταζαν, αποφάσιζαν. Σήμερα είμαστε στον χώρο του παρωχημένου, στο χώρο του αναπόδραστου, στο χώρο των τετελεσμένων γεγονότων και δεν μπορούμε να πούμε ότι τότε η ηγεσία της χώρας είχε μια ανεπίκαιρη φροντίδα για βλέψεις, οι οποίες ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένες. Δεν έκανε ο Βενιζέλος τον αντιμακεδονικό μάταιο αγώνα που έκανε ο Δημοσθένης, ούτε ο Κικέρων τριακόσια χρόνια αργότερα, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το μεγαλείο της Ρώμης, την ποιότητα του ρωμαϊκού πολιτεύματος. Αυτά είχαν ένα στοιχείο που τους έδινε γοητεία, την επιδίωξη μιας γοητευτικής ματαιότητος. Δεν ήταν ματαιότητα η επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας, την εποχή εκείνη. Ήταν ένα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο σχέδιο. Και αυτοί οι τριάντα μήνες που ξεκίνησαν έναν έκπαγλο Σεπτέμβριο στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου όλος ο ελληνισμός, δήμαρχοι, κοινοτάρχες, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας, η πολιτική ηγεσία της χώρας, ο Στρατός πανηγύριζαν για τη Συνθήκη των Σεβρών, ταυτόχρονα οι μυλόπετρες της Ιστορίας γύριζαν και οδήγησαν εκεί που όλοι ξέρουμε. Τα γεγονότα ήταν πολύ ευνοϊκά. Ας τα δούμε χονδρικά: η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ήττα της Βουλγαρίας, η επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία, η έλευση του ελληνικού στρατού τον Μάιο του ’19 στη Σμύρνη. Όλα αυτά δημιούργησαν τελικά μια παραπλανητική σαγήνη, η οποία οδήγησε στη θανάσιμη περίπτυξη λίγα χρόνια μετά. Αλλά προς Θεού δεν μπορούμε σήμερα με την άνεση ενός συνεδρίου, μιας ημερίδας, μια τριημερίδας, με την άνεση που μας παρέχει η εκ των υστέρων γνώση της Ιστορίας, να κρίνουμε με ευκολία και αυστηρότητα και αδυσώπητους χαρακτηρισμούς τους πρωταγωνιστές εκείνης της δραματικής περιόδου, που εκλήθησαν να υλοποιήσουν οράματα και ψυχικές τάσεις του ελληνισμού, του ευρύτερου ελληνισμού, που ξεκινούσαν από τα βάθη των αιώνων. Ήταν πολύ δύσκολη αυτή η αποστολή, δεν πέτυχε τελικά, αλλά πέτυχε παράδοξα διά της καταστροφής να δυναμώσει εθνολογικά την Ελλάδα. Και μετά από την περιπέτεια της αποκαταστάσεως των προσφύγων να επιτευχθεί η ενοποίηση επιτέλους του ελληνισμού και στη θέση της Μεγάλης Ιδέας, της εδαφικής, να χτιστεί από τον ίδιο ηγέτη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μια άλλη μεγάλη ιδέα που έχει να κάνει με την προκοπή, την ανάπτυξη, την νοικοκυροσύνη, τον εκσυγχρονισμό ή με ό,τι άλλες λέξεις σήμερα προσπαθούμε να γοητεύσουμε το ακροατήριό μας. Είναι, συνεπώς, μια συγκλονιστική περίοδος, πυκνή σε γεγονότα, πυκνή σε λεπτές ισορροπίες, η οποία επιτρέψτε μου να κλείσω λέγοντας ότι μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: ότι ό,τι και να συμβεί, όσο ποικίλες, ρευστές και πολύπλοκες να είναι οι διεθνείς μας σχέσεις, η επιτυχία μας σε αυτές εξαρτάται από δύο απαράβατους όρους. Ο ένας είναι να είμαστε εμείς ισχυροί, οικονομικά και στρατιωτικά, να είμαστε εμείς οι ίδιοι που να πατάμε γερά στα πόδια μας και ο άλλος έχει  να κάνει με τις διεθνείς μας σχέσεις. Εμείς όντας ισχυροί, οικονομικά και στρατιωτικά, να επιλέγουμε αυτό που σήμερα λέγεται τη σωστή πλευρά της ιστορίας, ώστε τα συμφέροντά μας να μπορούν να υλοποιηθούν συμβαδίζοντας με τα συμφέροντα εκείνων οι οποίοι μπορούν ευρύτερα να τα επιβάλουν, προκαλώντας και τη δική τους ευόδωση και την ευόδωση των δικών τους συμφερόντων. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι αυτές οι δύο παράμετροι εξακολουθούν να είναι σήμερα όροι απαράβατοι κάθε ελληνικής επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής.

Και πάλι, κύριε Χατζηβασιλείου, επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ για την επιλογή αυτού του συγκλονιστικού θέματος, που -είμαι βέβαιος- θα αποσυναρμολογηθεί από όλους τους ομιλητές. Να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος, να κηρύξω έτσι, μετά χαράς και τιμής, την έναρξη αυτών των εργασιών και είμαι βέβαιος ότι με αυτόν τον τρόπο η Βουλή των Ελλήνων θα έχει συμβάλει σε αυτόν τον περίφημο αναστοχασμό και στην περίφημη ανάγκη να γίνουμε ακόμη πιο ρεαλιστές, ακόμη πιο προσγειωμένοι εις τους χειρισμούς μας στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.