Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Στρατηγός Κωνσταντίνος Κόρκας: «Το Αιγαίο είναι η καρδιά της Ελλάδος και αυτή ούτε κόβεται, ούτε και διχοτομείται» - Η κόρη του Ελένη μιλά στον Ε.Τ. για τον μεγάλο Έλληνα

 Στρατηγός Κωνσταντίνος Κόρκας: «Το Αιγαίο είναι η καρδιά της Ελλάδος και αυτή ούτε κόβεται, ούτε και διχοτομείται» - Η κόρη του Ελένη μιλά στον Ε.Τ. για τον μεγάλο Έλληνα 

«Αυτά που τον χαρακτήριζαν ήταν η αξιοπρέπεια, η βαθιά πίστη σε κάποιες αρχές και η απέραντη αγάπη προς την πατρίδα. Ηταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για τα πιστεύω του. Αγαπούσε τη μόρφωση. Θυμάμαι, μου έλεγε: “Μην πιστέψεις ποτέ σε πλούτη. Η περιουσία όλη είναι ό,τι θα βάζεις στο κεφάλι σου. Αυτά θα κουβαλάς, αυτά θα αξιοποιείς και αυτά θα είναι τα βέλη στη φαρέτρα σου, τίποτε άλλο!”».

Στιγμές δίπλα στον πατέρα της, τον «θρύλο» των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Κωνσταντίνο Κόρκα, που έφυγε την περασμένη εβδομάδα από τη ζωή σε ηλικία 101 ετών, μοιράζεται στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η κόρη του Ελένη Κόρκα, καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ. Η ζωή -βγαλμένη σαν από μυθιστόρημα- του τελευταίου ιερολοχίτη είχε τα πάντα: δράση, ήθος, αφοσίωση, αυταπάρνηση και επαγγελματισμό. Σε αυτό στέκονται όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. «Στην όλη του πορεία ποτέ δεν έβαζε μπροστά τον εαυτό του. Ηταν πάντοτε υπέρμαχος της ελευθερίας για την οποία και αγωνίστηκε με όλη του την ψυχή», λένε χαρακτηριστικά.

«Το Αιγαίο πέλαγος είναι η καρδιά της Ελλάδος. Και η καρδιά αυτή ούτε κόβεται ούτε και διχοτομείται. Οταν πρόκειται για ελληνικό έδαφος, η λέξη “μακριά” δεν υπάρχει», είχε πει κάποτε ο στρατηγός Κόρκας σε μια εκδήλωση για τον εορτασμό της επετείου των 75 ετών από τη συγκρότηση του Ιερού Λόχου στη Μέση Ανατολή, το 1942. Ο Κόρκας, παρά το μεγάλο της ηλικίας του, είχε μνήμη δυνατή, δεν ξεχνούσε τους συντρόφους του. Την περασμένη Δευτέρα τούς τίμησε στο Καβούρι. Κατέθεσε στεφάνι στο ηρώο των ΛΟΚ όπου τελέστηκε το ετήσιο μνημόσυνο των πεσόντων ιερολοχιτών και καταδρομέων, και λίγη ώρα μετά διακομίστηκε στο νοσοκομείο με ενοχλήσεις, αφήνοντας την τελευταία του πνοή.

Ηταν εκείνος που φρόντισε για την επιστροφή των οστών του παλιού αρχηγού του, του διοικητή του Ιερού Λόχου συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, από την Αγγλία στην Ελλάδα, στο μνημείο των ιερολοχιτών, στην ανέγερση του οποίου επίσης πρωτοστάτησε. Πολύ τον θαύμαζαν και τον σέβονταν οι παλιοί. Με τους νεότερους να τον έχουν «μέντορά τους» και «πυξίδα», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος, με την είδηση του θανάτου του.

«Συνεπής στις αξίες του»

Για τη μονάκριβή του κόρη, ο Κόρκας ήταν ένας άνθρωπος «συνεπής στις αρχές του. Δεν ήταν της σοφιστείας άνθρωπος. Ηταν πολύ σταράτος, πολύ κοφτός, θα μπορούσε να πει οτιδήποτε εφόσον το πίστευε. Δεν θα δείλιαζε να πει τη γνώμη του ανοιχτά, ενώπιον οποιουδήποτε. Αυτή η πίστη τού έδωσε τόση τόλμη και έτσι όταν πίστευε σε κάτι και το έβαζε στο μυαλό του, μπορούσε να ακολουθήσει και το σώμα του, αν και 101 ετών. Δεν θα απέφευγε ποτέ μια πρόκληση υπεράσπισης των αρχών στις οποίες πίστευε. Νομίζω ότι για αυτό αλλά και για πολλά άλλα ήταν το πρότυπό μου», λέει η κ. Ελένη Κόρκα.

Ο θρύλος του Ελληνικού Στρατού λάτρευε την πολιτιστική μας κληρονομιά. «Δεν υπήρχε μουσείο, αρχαιολογικός χώρος που να μην με πήγε μικρό κοριτσάκι. Νομίζω ότι και αυτό με επηρέασε στην επιλογή μου από παιδί να γίνω αρχαιολόγος, μαζί με άλλα γεγονότα. Σίγουρα σε κάθε μέρος που πηγαίναμε, οπωσδήποτε θα επισκεπτόμασταν τα μνημεία, ήταν κάτι που με άγγιζε. Πέρναγε καμιά φορά μέσα από ένα μουσείο λίγο γρήγορα, χωρίς να κάτσει τρεις ώρες μπροστά σε κάποιο έκθεμα. Ηταν της γρηγοράδας, της σπιρτάδας, σχεδόν λες και επιθεωρούσε τα αγάλματα».

Οπως λέει η κ. Κόρκα, ο πατέρας της «είχε μια δυναμική σε όλα. Ηθελε να κάνει τα πάντα όσο πιο καλά μπορούσε, να αγγίξει, εάν γίνεται, το άριστο και προπάντων σε όλα του τα χρόνια -αλλά κυρίως στα τελευταία- ήταν να εμπνεύσει, να μεταδώσει κάθε τι που είχε μάθει, να ενθαρρύνει τους νέους ανθρώπους. Για αυτό νομίζω ότι αγαπήθηκε τόσο πολύ, γιατί τον ένοιαζε ο κάθε ένας να προοδεύει».

Λάτρευε «μέχρι την τελευταία του στιγμή» τη σύζυγό του. «Η οικογένειά μας ήταν δεμένη. Σε κάθε μέρος όπου πήγαινε ήμασταν μαζί, κάτι το οποίο μου προσέφερε εμπειρίες στη ζωή μου, απίστευτα πράγματα, που δεν τα ζει κανείς εύκολα. Εάν καμιά φορά δείλιαζα λίγο, έλεγε: Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να κάνεις! Και έτσι με παρακίνησε στο να προσπαθώ και εγώ να ξεπεράσω τις δυσκολίες μου, τις αδυναμίες μου και να μπορώ να πηγαίνω όσο μπορώ πιο πάνω».

«Αφηνε το στίγμα του»

Προσωπικότητα που εντυπωσίαζε, αγαπήθηκε από παλιούς και νέους στις Ενοπλες Δυνάμεις. «Ακουγα τόσες πολλές ιστορίες, όχι τόσο πολύ από τον ίδιο, αλλά από άλλους, μπορεί να ήταν από έναν απλό φαντάρο σε κάποια μονάδα που υπηρέτησε. Μας σταματούσαν στον δρόμο παλιοί στρατιώτες του, συνάδελφοί του και μιλούσαν για το πώς ήταν ο πατέρας μου, πώς φερόταν. Αφηνε ένα στίγμα, είτε συμφωνούσες είτε διαφωνούσες μαζί του, σε όλα, πιστεύω τον σεβόσουν. Ο πατέρας μου πρώτα θα απαιτούσε από τον εαυτό του και μετά από κάποιον άλλον. Ηταν πατέρας αυστηρός. Θα μπορούσε βέβαια, αν γνώριζε ότι είχα ένα διαγώνισμα, παραδείγματος χάριν στα μαθηματικά, και είχαμε μείνει με τη μητέρα μου στη Λάρισα, να κατέβει το απόγευμα από την Καβάλα, την Ξάνθη, να κάνουμε δυο ώρες μάθημα και να ξαναγυρίσει πίσω».

Πάντα στην πρώτη γραμμή

Πατρίδα του ήταν το χωριό Πουλλίτσα Κορινθίας. Εκεί γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1921. Σπουδαστής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1940), πολέμησε (άνοιξη 1941) στην Κρήτη τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Φτάνοντας στη Χάιφα του Ισραήλ, εντάσσεται στο 5ο Τάγμα της 2ης Ελληνικής Ταξιαρχίας που βρισκόταν στην περιοχή. Οταν εκδίδεται η διαταγή για την εθελοντική συγκρότηση ενός Λόχου Επιλέκτων, θα είναι από τους πρώτους που θα σπεύσουν να ενταχθούν σε αυτόν.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 θα συναντήσει τον συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και θα τον ακολουθήσει στον πόλεμο ως μέλος του Ιερού Λόχου της Μέσης Ανατολής.

Με την αποφασιστικότητα και τη διορατικότητα που τον διακατείχαν, κατόρθωσε «σπουδαία πράγματα». Συνολικά συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις σε Κρήτη (1941), Β. Αφρική (1942-43), Αιγαίο (1943-45) και τέλος στις επιχειρήσεις του Εμφυλίου (1947-49), όπου τραυματίστηκε δύο φορές.

 Σε υψηλές θέσεις

Κατά τη θητεία του και σύμφωνα με το βιογραφικό του, υπηρέτησε ως αξιωματικός σε στρατηγεία του ΝΑΤΟ, ως ακόλουθος Ενόπλων Δυνάμεων Βουκουρεστίου-Βουδαπέστης (1968-70), ως Α’ υπαρχηγός ΓΕΣ (1977).

Υπήρξε γενικός επιθεωρητής Στρατού ενώ εντυπωσιακές ήταν και οι σπουδές του στις σχολές και στα κέντρα εκπαιδεύσεως του «Οπλου του Πεζικού», στην «Αλεξιπτωτιστών Μέσης Ανατολής», αλλά και στις σχολές Πεζικού Αγγλίας και ΗΠΑ. Επίσης, στη Σχολή Διοικήσεως και Επιτελών ΗΠΑ, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και στην Εθνικής Αμύνης.

Επειτα από αμέτρητες πράξεις ηρωισμού και τέσσερις δεκαετίες υπηρεσίας στις Ενοπλες Δυνάμεις, πολεμώντας εντός και εκτός ελληνικού εδάφους, αποστρατεύθηκε το 1980 με τον βαθμό του αντιστράτηγου και με τον τίτλο του «Επίτιμου Διοικητού της 1ης Στρατιάς». Για την προσφορά του τιμήθηκε από την Πολιτεία.

eleftherostypos.gr