Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Στουρνάρας: Η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ μας κόστισε 86 δισ. ευρώ

 
Πυρά κατά της διαπραγματευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου.
«(…) Ειλικρινά λυπάμαι πολύ που η ομιλία του Νίκου Θεοχαράκη πριν από τη δική μου ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα κομματικοποιημένης πολιτικής, αφού χρημάτισα κι εγώ υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση την οποία χαρακτήρισε σχεδόν αποικιοκρατική στην κομματικοποιημένη ομιλία του.

Ωστόσο, δεν μπόρεσε να παραδεχθεί ότι οι «γενναίες διαπραγματεύσεις» που διεξήγαγε μαζί με τον Γιάνη Βαρουφάκη, οι οποίες οδήγησαν στην αλλαγή του ονόματος από τρόικα σε θεσμούς, και μετακίνησε την τρόικα από τα υπουργεία στο Χίλτον είχαν επίσης ένα κόστος. Αν υποθέσουμε ότι αυτό που περιέγραψε ήταν τα οφέλη, το κόστος βεβαίως ανήλθε σε 86 δισ. ευρώ:
Αυτό ήταν το τρίτο μνημόνιο και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που επιβλήθηκαν μετά από εκροές καταθέσεων ύψους 45 δισεκ. ευρώ. Και αυτοί οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν για να διαφυλάξουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υστέρα από τις «γενναίες διαπραγματεύσεις» του κ. Θεοχαράκη και του κ. Βαρουφάκη.
Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά είχα την υποχρέωση να πω τα πράγματα με το όνομά τους» ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή στην ομιλία του κ. Στουρνάρα.
«Γενικώς, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα είναι απρόθυμες να δεχθούν εξωτερική τεχνογνωσία και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τη διαθέσιμη προσφορά. Αυτή η στάση οφείλεται στην έντονη κομματικοποίηση της ελληνικής πολιτικής.
Το πολιτικό σύστημα βασίζεται στην αντιπαράθεση που υποθάλπει έντονη δυσπιστία απέναντι στους «άλλους», με αποτέλεσμα να μην αφήνουν χώρο για ανεξάρτητες φωνές. Ο όρος «τεχνοκράτης» φέρνει στο νου αρνητικούς συνειρμούς και θεωρείται σαφώς υποδεέστερος από τον όρο «πολιτικός».
Οι ανεξάρτητες προτάσεις ή/και τεχνογνωσία δεν κρίνονται με βάση την αξία τους, αλλά με βάση την εκτιμώμενη πολιτική τους τοποθέτηση. Η προτίμηση σε «πολιτικές» αποφάσεις, σε αντιδιαστολή προς τις «τεχνοκρατικές», επικρατεί στην ελληνική πολιτική και αντανακλά ένα ιδεολογικό σύστημα που προτάσσει το «πολιτικό» σε σχέση με οτιδήποτε άλλο» σημείωσε μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ, και συνέχισε:
«Αυτό φαίνεται σαφώς από το πώς οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της εξωτερικής γνώσης και πώς τη χρησιμοποιούν στο σχεδιασμό της πολιτικής τους. Ένας τρόπος είναι η πρόσληψη μεμονωμένων εμπειρογνωμόνων ως συμβούλων των υπουργών. Πάντως, το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως αποχωρούν μαζί με την κυβέρνηση που τους προσέλαβε, αποκαλύπτει ένα βασικό πρόβλημα.
(…) Εν κατακλείδι, η δυσπιστία απέναντι στην εξωτερική γνώση οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, το προβάδισμα του «πολιτικού» έναντι του «τεχνοκρατικού». Δεύτερον, η κομματικοποίηση του ελληνικού πολιτικού βίου που οδηγεί σε πόλωση, ελαχιστοποιεί τον ενδιάμεσο χώρο, αποκλείει τη συναίνεση και υποβαθμίζει την τεχνογνωσία στο βαθμό που δεν είναι κομματικοποιημένη. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν αυτές οι συμπεριφορές, η εξωτερική γνώση θα διαδραματίζει περιθωριακό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων πολιτικής».
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε την πεποίθηση ότι «ακόμη και οι βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις μπορούν να αλλάξουν υπό την πίεση έκτακτων συνθηκών και ότι η τραυματική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών θα συμβάλει στη μεταστροφή των αντιλήψεων του παρελθόντος.
Ήδη βιώνουμε τη σταδιακή σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων ως προς τις αναγκαίες πολιτικές, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση και να εκλείψουν οι στείρες αντιπαραθέσεις μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Ως εκ τούτου, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι, στο μέλλον, οι πολιτικές θα βασίζονται όλο και περισσότερο σε στοιχεία και γνώσεις και λιγότερο σε προκαταλήψεις και ιδέες».
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ κατά την περίοδο της κρίσης μάς άφησαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη: η ανάλυση των γεγονότων, η τεχνογνωσία και οι ακριβείς προβλέψεις είναι απολύτως αναγκαίες και δεν μπορούν να υποκατασταθούν από την πολιτική βούληση.
Ευελπιστώ ότι αυτό το παράδειγμα δεν θα ξεχαστεί και ότι οι κυβερνήσεις στο μέλλον θα διακρίνουν πιο καθαρά την αναγκαιότητα και τα πλεονεκτήματα της ανεξάρτητης, εξωτερικής γνώσης και τεχνογνωσίας», κατέληξε.