Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Η Ελλάδα που ξεχάσαμε. Και πρέπει να ξαναβρούμε…

Nikos-Galis-Ethniki-Omada
Twitter@EmOikonomidis
Το συναίσθημα προηγείται της λογικής. Το συμπέρασμα είναι διαχρονικό και πολλάκις επιβεβαιωμένο, ανεξαρτήτως του αν το συγκεκριμένο ισοζύγιο σχέσης βγαίνει πάντα, ή έστω τις περισσότερες φορές, σε καλό. Γι’ αυτό και κάθε μεγάλη “επανάσταση”, κάθε ανατροπή, ρήξη με το κατεστημένο, φυγή από το σήμερα που είναι χθες χωρίς να το συνειδητοποιούμε πλήρως, “εντυπώνεται” στο συναίσθημα. Τον ψυχισμό. Την καρδιά. Και από εκεί, στη μνήμη.
Κάπως έτσι, η Ιστορία των λαών, που είναι η Ιστορία των κοινωνιών και των γενεών τους, είναι έμπλεη από tipping points. Σημεία αναφοράς δηλαδή, κομβικής αξίας και χρηστικότητας, που στάθηκαν σαν τον βράχο απέναντι στα κύμματα. Είναι εκεί. Είναι ακόμη εκεί. Για να φλερτάρουν με τη μνήμη, να την παροτρύνουν να ανοίξει εκείνο το παράθυρο σε όσα προηγήθηκαν, να δείξουν ότι το νήμα που κόπηκε είχε κάποτε μια αρχή.
Στις 14 Ιουνίου του 1987, η Ελλάδα ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου. Κλισέ η φράση, όχι όμως το ιστορικό περιστατικό, και πολύ περισσότερο η εκκωφαντική επίδρασή του στο μέλλον που άρχισε από τότε να τρέχει. Η μπασκετική Ελλάδα, του Νίκου Γκάλη και των υπολοίπων, στην Αθήνα την πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κέρδιζε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος τη Σοβιετική Ένωση, και επέτρεπε σε έναν λαό μαθημένο να άγεται από τον ψυχισμό του, να αφήνεται. Έτσι απλά. Και να βιώνει βαθιά μέσα του, ένα tipping point εθνικής επανεκκίνησης.
Γιατί, αυτό ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ, εκείνο το απέραντο ελληνικό καλοκαίρι του 1987, που εν μέρει επαναλήφτηκε το 2004 με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου: Η Ελλάδα ψήλωσε. Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε ότι η σκιά της ήταν πιο “βαριά” από όσο φαντάζονταν οι περισσότεροι.
Ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, προπονητής τότε της “αρκούδας”, είχε μιλήσει για “νίκη της Μαυριτανίας”, προσπαθώντας να υποτιμήσει το επίτευγμα, και να αποδομήσει τον εθνικό θρίαμβο. Χωρίς να το ξέρει, έγινε με αυτή τη φράση μέρος της Ιστορίας που ξεκίνησε με το χαμένο τρίποντο του Γιοβάισα. Γιατί η ανάγνωση ήταν ελαφρώς διαφορετική: Και η… Μαυριτανία μπορεί να νικήσει.
Ένας λαός μαθημένος να ψαχουλεύει μέσα του στιγμές περηφάνειας, προσωπικής και εθνικής, κατάλαβε ότι δεν υπάρχουν πληθυσμιακά και γεωγραφικά μικρά έθνη. Μόνο ιστορικά. Πολιτισμικά. Αξιακά και ηθικά. Και φυσικά, σε επίπεδο ηγεσίας, πολιτικής και πνευματικής. Και αυτή η συνειδητοποίηση, που έχει την οπτική υπογραφή του Νίκου Γκάλη με υψωμένες γροθιές, στα χέρια συν-Ελλήνων, ήταν μια στιγμή απελευθέρωσης. Που επέτρεψε στην Ελλάδα να κάνει ένα άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά που βίωνε. Και να γίνει μια Ελλάδα δημιουργική και πρωταγωνίστρια. Όχι μόνο στον αθλητισμό. Παντού.
Η Ελλάδα που “γεννήθηκε” το 1987, και έκανε… ανανέωση όρκων το 2004, ήταν μια Ελλάδα που άγγιξε σχεδόν τα όρια της ευδαιμονίας. Μια Ελλάδα βέβαια που έζησε πάνω από τις δυνατότητές της. Επειδή έχασε το μέτρο. Επειδή… παρα-ενθουσιάστηκε. Επειδή, τρέχοντας προς το μέλλον, σταμάτησε να κοντοστέκεται, να κοιτάζει πίσω, και κυρίως να μετράει το “βάρος” της σκιάς της. Και η σκιά αυτή γινόταν… φτερό στον άνεμο, αντί να είναι βαριά και ασήκωτη.
Τη συνέχεια, ή μάλλον τον επίλογο, τα ζούμε ως εθνική πραγματικότητα. Μια χώρα που πασχίζει με μάχες χαρακωμάτων να αφήσει πίσω τη ντουλάπα με τους σκελετούς της χρεοκοπίας, και να διαμορφώσει το πλαίσιο για την εθνική επανεκκίνηση.
Το έπος του 1987 ωστόσο, επανέρχεται στην εθνική μνήμη, για να μας ταρακουνήσει. Να θυμίσει ότι η αναζήτηση μιας τέτοιας εθνικής αφετηρίας οφείλει να είναι διαχρονική. Διαρκής και συνεπής. Με μια… μικρή διαφορά αυτή τη φορά. Όταν ξαναβρούμε το δικό μας “1987″, εμείς, η Γενιά που περιμένει τον καιρό της (ο οποίος δεν αργεί), να θυμόμαστε την κατάληξη εκείνης της διαδρομής: Την εθνική χρεοκοπία.
Για την οποία φυσικά δεν έφταιγε η “αρχή”. Αλλά η απώλεια της επαφής με την εθνική και προσωπική πραγματικότητα.  Και να φροντίσουμε ώστε να αποφύγουμε την επανάληψη των στρεβλώσεων που επιτάχυναν το… εξπρές προς τον τοίχο. Να μην ξεχνάμε να κοντοστεκόμαστε. Να κοιτάζουμε πίσω μας. Και κυρίως, τη σκιά μας. Για να παραμένει βαριά, αντί να μικραίνει.

υστερόγραφα