«Δεν είναι λίγο να είσαι απολύτως ψεύτης. Αν δεν λες ποτέ την αλήθεια, εν δυνάμει, είσαι εξίσου ασφαλής με τον τίμιο άνθρωπο που δεν τολμάει ποτέ να πει ψέματα. Όταν σε πληροφορούν πως σήμερα ορκίζεσαι για το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό που ομολόγησες χθες, απαντάς: «Εγώ δεν το είπα ποτέ αυτό». Κι' αν μάλιστα έχουν καταγραφεί τα λεγόμενά σου, δηλώνεις ότι πρόκειται για χονδροειδή παρανόηση»:
Η περιγραφή του… τέλειου ψεύτη ανήκει στον Νόρμαν Μέιλερ («Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο;», Εκδόσεις Ωκεανίδα, μετάφραση Τ. Θεοδωρόπουλος), και βρίσκει την δικαίωσή της στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή.
Με βάση αυτή την περιγραφή, που παραπέμπει σε... εγχειρίδιο του τέλειου ψεύτη, η αντιπολίτευση και οι αρχηγοί της μπορούν με την ίδια άνεση να διακηρύσσουν πως ο πρωθυπουργός είναι συγχρόνως σκευωρός σε βάρος της Χ.Α και απηνής διώκτης της, αλλά και «επικεφαλής ακροδεξιάς δράκας» που συνομιλεί μαζί της.
Με την ίδια επίσης άνεση μπορούν να καθυβρίζουν Ευρωπαίους αξιωματούχους όπως ο επικεφαλής της Eurostat, Ραντερμάχερ, ο επικεφαλής του Eurogroup, Ντάισελμπλουμ, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Ντράγκι ή ο (νεοφιλελεύθερος, βεβαίως) πρώην πρόεδρος του Eurogroup και υποψήφιος πρόεδρος της Κομισιόν Γιουνκέρ και συγχρόνως να τους εξυμνούν όταν (λογικά φερόμενοι και χωρίς να λένε τίποτε το διαφορετικό και περίεργο), υποστηρίζουν πως η έξοδος στις αγορές είναι το πρώτο βήμα, δεν έχουν ακόμη λυθεί τα προβλήματα των Ελλήνων και η Ελλάδα έχει ακόμη μπροστά της πολύ δρόμο να διανύσει.
Και με την ίδια άνεση, μπορεί ο κ. Τσίπρας να λέει (στην ομιλία του στο Παρίσι) και ότι η ψήφος στη Λεπέν δεν αποτελεί αντισυστημική επιλογή και ότι «στις δημοτικές εκλογές ο γαλλικός λαός έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι στον Φρανσουά Ολάντ, που ακούστηκε έως την Ελλάδα»! (Ενώ είναι σαφές πως για να λάβει το «χαστούκι» ο Ολάντ, θριάμβευσε η Λεπέν).
Το πρόβλημα είναι πως μέχρι την ημέρα που βγήκαμε στις αγορές είχαμε ακούσει τα πάντα: Ότι δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ, ότι η έξοδός μας είναι «στημένη», ότι δεν έπρεπε καν να βγούμε, αλλά να παραμείνουμε στη… προστατευτική αγκαλιά του μηχανισμού στήριξης (παίζεται τώρα δηλαδή το έργο… τι καλά που είμαστε στο μνημόνιο), ότι οι αγορές… έλαβαν μέρος στην ελληνική προεκλογική εκστρατεία και, βέβαια, ότι η Γερμανίδα καγκελάριος ήλθε στην Αθήνα για να στηρίξει την κυβέρνηση ενόψει εκλογών.
Διότι, όπως είπε ο κ. Τσίπρας στο Παρίσι, όπου βρέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς, «η κ. Μέρκελ το έχει καταλάβει, γι’ αυτό ανησυχεί. Τρέμει στην ιδέα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα ανοίξει το δρόμο για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη». Σωστά. Διότι, ως γνωστόν, «στο φως του λυχναριού, βλέπει ο ποντικός στον τοίχο τη σκιά του και θαρρεί πως είναι λιοντάρι».
Το μοιρολόι για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές μεταφέρθηκε και εκτός Ελλάδας, υπό την μορφή δυσφήμησης και της πρόσφατης αυτής προσπάθειας της χώρας να στείλει μήνυμα αξιοπιστίας και σταθερότητας. Στην ομιλία του στο Παρίσι, ο κ. Τσίπρας ήταν σαφής: Η έξοδος στις αγορές ήταν μια τυχοδιωκτική, προεκλογική παράσταση, η Ελλάδα δανείστηκε από τις αγορές, χωρίς να έχει πρώτα αναδιαρθρώσει το χρέος της ώστε να πέσουν τα επιτόκιά της και δανείστηκε ακριβά.
Διότι, «οι αγορές δεν εξέφρασαν χθες την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική οικονομία. Απλώς κυνήγησαν και πέτυχαν μεγάλα και, κυρίως, εγγυημένα κέρδη».
Η επιχείρηση δυσφήμησης της χώρας συνεχίστηκε και με τη συνέντευξη Τσίπρα στο Τρίτο Πρόγραμμα της Δημόσιας Αυστριακής Τηλεόρασης.
Όπως είπε, «όταν η Ελλάδα έμπαινε στο Μνημόνιο το χρέος ανερχόταν στο 120% επί του ΑΕΠ, σήμερα βρίσκεται στο 175%, δηλαδή πολλαπλασιάστηκε, κάτι που ήταν η βασική αιτία που οι αγορές δεν της δάνειζαν και μπήκε στο Μνημόνιο και σήμερα βγαίνει στις αγορές, παρ' ότι έχει 175% χρέος, με παρόμοιο επιτόκιο με αυτό που ήταν απαγορευτικό όταν έμπαινε στο Μνημόνιο».
Κάνοντας ότι δεν αντιλαμβάνεται πως οι αγορές έκλεισαν όταν διαπιστώθηκε πως η χώρα συνέχιζε να παράγει ελλείμματα (οπότε δεν υπήρχε καμιά προοπτική να εξυπηρετεί το χρέος της), κάλεσε τις «αγορές» να μην μας ξαναδανείσουν.
Και βέβαια, αυτό που η αντιπολίτευση υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει μετά μανίας είναι πως η Μέρκελ επισκέφθηκε την Ελλάδα «για να υποστηρίξει τον αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα, τον κο Σαμαρά» (ομιλία Τσίπρα στο Παρίσι), διότι «το μόνο που αποκόμισε ο κ. Σαμαράς από την επίσκεψη της κ. Μέρκελ είναι τη δική της ψήφο εμπιστοσύνης πριν τις εκλογές, μια ψήφο για την ισοπέδωση της Ελλάδας και των ανθρώπων της. Την κέρδισε με την αξία του» (Ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ).
Συγγνώμη, αλλά με ποιον τρόπο η Μέρκελ στηρίζει την κυβέρνηση και τον Σαμαρά, όταν πρόκειται για ένα κάθε άλλο παρά δημοφιλές πρόσωπο στην Ελλάδα;
Αν επρόκειτο για την ανάγκη να στηριχθούν τα κόμματα της κυβέρνησης ενόψει αυτοδιοικητικών εκλογών και ευρωεκλογών, τότε η κυβέρνηση έπρεπε να παρακαλέσει την κ. Μέρκελ να αποφύγει την επίσκεψη, διότι, ως αντιδημοφιλής στη χώρα, θα έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Προφανώς, η σωστή ανάλυση είναι άλλη: Η κ. Μέρκελ ήλθε στην Ελλάδα για να στηρίξει την Ευρώπη ενόψει ευρωεκλογών και εξάπλωσης του ευρωσκεπτικισμού.
Για να δείξει στους άλλους Ευρωπαίους δανειστές ότι στην Ελλάδα η ΕΕ τα κατάφερε και να ανακόψει το κύμα των ακροδεξιών που ετοιμάζονται να εφορμήσουν στο ευρωκοινοβούλιο.
Αλλά για άλλη μια φορά, η ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετεί τις δικές του ανάγκες και όχι τη λογική…
elzoni.gr