Ελλοχεύουν δηλαδή σ’ αυτή την άκαιρη και επικίνδυνη συζήτηση στοιχεία πολιτικής σκοπιμότητας, προσωπικών φιλοδοξιών, κομματικής επιβίωσης και προπαγανδιστικής επιβολής ή συγκάλυψης – ως γνωστόν ο Γκέμπελς έλεγε πως η κοινή γνώμη πιστεύει ευκολότερα ένα μεγάλο ψέμα από ένα μικρό ψέμα.
Και βέβαια μας ενδιαφέρει το παρελθόν.
Και βέβαια πρέπει να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους φθάσαμε ως εδώ.
Αλλά επ’ αυτού, σημασία έχει το πότε και το πώς.
Ως προς το «πότε»: Είναι αυτή η ώρα για να ανοίξουν τέτοια θέματα; Η ώρα δηλαδή που συνεχίζουμε να αγωνιούμε για την επόμενη δόση, άνευ της οποίας η χώρα θα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία;
Ως προς το «πώς»: Είναι δυνατόν οι ευθύνες να αποδίδονται μέσω κραυγών και αφορισμών ή δια της γνωστής «προπαγάνδας των αριθμών» - όπου ο καθένας χρησιμοποιεί τα στοιχεία καταπώς τον βολεύει ή απλώς με την παράθεσή τους, χωρίς καμιά άλλη αιτιολογία;
Το προπαγανδιστικό αποτέλεσμα είναι γνωστό και έχει συγκεκριμένη στόχευση:
Να βρεθούν οι δύο εναπομείναντες στην κυβέρνηση εταίροι σε εμπόλεμη κατάσταση, να καταρρεύσει (καλοκαιριάτικα και πριν από τις γερμανικές εκλογές) η παρούσα κυβέρνηση συνεργασίας, να οδηγηθούμε σε νέα εκλογική αναμέτρηση, να αποκρυβούν οι πραγματικές προθέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για στάση πληρωμών (και επομένως ανθρωπιστική καταστροφή) και τέλος (μετά την κατάρρευση που θα έχει προκληθεί λόγω ενδεχόμενης επικράτησης των δυνάμεων που επιζητούν την ανατροπή κρύβοντας όσα θα συμβούν μετά) η εμφάνιση νέων σωτήρων, που μέσα στην καταστροφή, ευκολότερα θα επιβάλουν τις περί σοκ και δέους αντιδημοκρατικές απόψεις τους.
Αν δεν ισχύουν όλα αυτά, τότε τι νόημα έχει αυτή η επίμονη – και από διαφορετικές πλευρές και με διαφορετικούς τρόπους – μονομερής και αποσπασματική επίκληση του παρελθόντος;
Την προηγούμενη εβδομάδα, ξεκινώντας από την ομιλία του στην Πάτρα (Πέμπτη, 4 Ιουλίου) και καταλήγοντας στη χθεσινή συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ (και των συνιστωσών που δεν αυτοδιαλύονται) κ. Αλέξης Τσίπρας έπεσε σε μια τρομερή αντίφαση, που κάποιοι φρόντισαν να περάσει απαρατήρητη – μιλώντας για το παρελθόν, ενώ αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας αφορούν το μέλλον.
Στην Πάτρα, ο κ. Τσίπρας ισχυρίστηκε πως σχεδόν όλα τα χρήματα που μας δίνουν από το πακέτο βοήθειας δεν πηγαίνουν στην ελληνική οικονομία, αλλά στην αποπληρωμή παλαιότερων υποχρεώσεων και σε τόκους.
Όπως είπε, «εμείς δεν πρόκειται να παίρνουμε δόσεις για να πληρώνουμε τους τοκογλύφους».
Διότι, «πήραμε 219 δις. Από αυτά μόνο τα 7,8 έχουν πάει στο δημόσιο προϋπολογισμό. Όλα τα άλλα πήγαν για να πληρώνουμε τους πιστωτές. Δηλαδή δάνεια για να ξεπληρώνουμε τα παλιά δάνεια».
Και πρόσθεσε πως «μόνο οι τόκοι που έχουμε να πληρώνουμε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια υπερβαίνουν τα 25 δις ευρώ».
Επομένως, αφού τα χρήματα που μας δίνουν είναι για να πληρώνουμε παλαιές υποχρεώσεις, εμείς πρέπει να τα αρνηθούμε, να σταματήσουμε να πληρώνουμε τις παλαιές υποχρεώσεις, να κάνουμε στάση πληρωμών δηλαδή και να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις ώστε να επιτύχουμε διευθέτηση ανάλογη με εκείνη της Γερμανίας το 1953, όταν διεγράφη το 60% του χρέους της χώρας.
Αυτό λέει με λίγα λόγια ο κ. Τσίπρας – και στα αυτιά της κοινής γνώμης, που όπως είπαμε πιστεύει ευκολότερα το μεγάλο ψέμα, ακούγεται λογικό και δίκαιο.
Πέραν, όμως, του γεγονότος ότι το 2013 δεν είναι 1953 – δηλαδή δεν έχει μεσολαβήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος και δεν έχει ξεκινήσει ο Ψυχρός Πόλεμος, στο επίκεντρο του οποίου είχε βρεθεί η διαιρεμένη τότε Γερμανία), ο συλλογισμός αυτός πάσχει σοβαρά:
Αφού τα χρήματα μας τα δίνουν για να πληρώνουμε τόκους (όπως πράγματι συμβαίνει, αλλά όχι για τους λόγους στους οποίους αναφέρεται ο κ. Τσίπρας, δηλαδή «για να πάρουν τα λεφτά τους οι τοκογλύφοι», αλλά για να μην «σκάσει» η Ελλάδα), αυτά τα 25 δις που ο κ. Τσίπρας λέει ότι θα πληρώσουμε σε τόκους τα προσεχή τέσσερα χρόνια, απλώς δεν θα υπάρχουν, διότι δεν θα μας τα δίνουν πια.
Επομένως, τα 25 δις («να, λοιπόν, τα λεφτά για την ανόρθωση» είπε επί λέξει)απλώς ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ.
Και επομένως, υπόσχεται χρήματα τα οποία, μετά τη στάση πληρωμών, δεν θα υπάρχουν!
Στη συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» και στον Σπύρο Κάραλη, και στην ερώτηση από πού θα αντλήσει τους πόρους για να εφαρμόσει το πρόγραμμα των… εκατό πρώτων ωρών(!) που έχει εξαγγείλει, ο κ. Τσίπρας είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» - ενώ αποφεύγει να επαναλάβει τα περί εκατό πρώτων ωρών και επανέρχεται στο παλιό παπανδρεϊκό των «εκατό πρώτων ημερών»:
«Όταν καταστρέφεται η χώρα, είναι πολύ δύσκολο να ανασυγκροτήσεις τα χαλάσματα από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτό η κοινωνία το γνωρίζει πολύ καλά. Και περιμένει από εμάς όχι να εξαλείψουμε τις επιπτώσεις μιας καταστροφικής πολιτικής τριών χρόνων μέσα σε 100 μέρες, αλλά να δεσμευτούμε πάνω σε έναν οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση.
Υπάρχουν, όμως, πράγματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν από την πρώτη στιγμή. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού. Η επαναφορά της νομοθεσίας που προστατεύει τις εργασιακές σχέσεις. Τα μέτρα ανακούφισης για ανθρώπους και νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Όλα αυτά είναι πράγματα που πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως, πάντα στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εξόδου από την κρίση και κοινωνικής ανασυγκρότησης».
Δηλαδή, στην πρώτη παράγραφο δεν υπόσχεται τίποτε και στη δεύτερη παραθέτει μια σειρά από «πρέπει», χωρίς πάντως να απαντά στο ερώτημα σχετικά με την προέλευση των χρημάτων.
Και βέβαια, επανέρχεται στα περί ικανοποίησης παλαιοτέρων υποχρεώσεων και αποπληρωμής τόκων, επιμένοντας ότι θα βρει κάποιους να καθίσουν απέναντί του να επαναδιαπραγματευτούν και ότι θα τελικά θα κατέληγε σε μια συμφωνία μαζί τους, οπότε, όπως λέει, «μια τέτοια συμφωνία θα μας απάλλασσε, τουλάχιστον για την επόμενη τετραετία, από την υποχρέωση καταβολής τόκων ύψους πάνω από 25 δις ευρώ. Δηλαδή θα απελευθερώναμε πόρους με τους οποίους θα μπορούσαμε και να αντιμετωπίσουμε την ανθρωπιστική κρίση και να χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη».
Επιμένει δηλαδή ο κ. Τσίπρας ότι θα περίσσευαν τα 25 (ανύπαρκτα σε περίπτωση στάσης πληρωμών) δις, ποσό, όπως λέει, που θα «απελευθερωνόταν» για να διατεθεί στην ανάπτυξη.
Πώς όμως θα «απελευθερωνόταν» ποσό που δεν θα υπήρχε;
Εδώ το «μπουρδουκλώνει» κάπως:
«Έχουμε τονίσει κατ' επανάληψη ότι εμείς δεν έχουμε στόχο να προβούμε σε μονομερείς ενέργειες, εκτός και αν μας αναγκάσουν να οδηγηθούμε σε αυτές. Και τότε ας το γνωρίζουν: Για εμάς προτεραιότητα έχουν οι ανάγκες του λαού μας και όχι οι απαιτήσεις της διεθνούς τοκογλυφίας».
Τι σημαίνει αυτό;
Προφανώς ότι θα πάνε στους δανειστές και θα ζητήσουν αναδιαπραγμάτευση με ταυτόχρονη συνέχιση της χρηματοδότησης, διότι δεν θα προβούν σε «μονομερείς ενέργειες».
Αν, όμως, αυτοί αρνηθούν, τότε θα μας έχουν εξαναγκάσει (οι πιστωτές) σε μονομερείς ενέργειες.
Οπότε, θα πάρουμε το καπελάκι μας και θα φύγουμε, θα προχωρήσουμε μονομερώς σε στάση πληρωμών, αυτοί (οι δανειστές) θα σταματήσουν την χρηματοδότηση, η χώρα θα οδηγηθεί αμέσως σε άτακτη χρεοκοπία, θα σταματήσουν εισαγωγές και θα μείνουμε αυτόματα χωρίς φάρμακα, πρώτες ύλες και καύσιμα.
Και αυτά που λέγονται περί σύναψης διακρατικών συμφωνιών, ώστε να έχουν εξασφαλιστεί τα ουσιώδη για την επιβίωσή μας αυτά βασικά αγαθά, είναι πομφόλυγες και στάχτη στα μάτια.
Αυτό είναι το «σχέδιο για τη χώρα».
Και αυτό το σχέδιο αποκρύπτεται σκόπιμα κάτω από αυτόν τον προπαγανδιστικό ορυμαγδό σχετικά με το παρελθόν.
Αντί δηλαδή να στρέφεται η προσοχή της κοινής γνώμης στα επερχόμενα, κάποιοι της γυρίζουν με προπαγανδιστικά βίαιο τρόπο το κεφάλι στο παρελθόν, πότε με αναφορές στον Α. Παπανδρέου, πότε με παραπλανητικά στοιχεία για την περίοδο των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή.
Ειδικά για το τελευταίο, οι απαντήσεις έχουν δοθεί ξανά και ξανά.
Στην περίοδο Καραμανλή (2004-2009) το χρέος αυξήθηκε κατά 80 δις ευρώ και από αυτά τα 70 δις περίπου πήγαν σε υποχρεώσεις παρελθόντων ετών – 50 δις για αποπληρωμή τόκων (10 δις ευρώ ετησίως), 10 δις για αποπληρωμή αμυντικών εξοπλισμών που είχαν παραγγελθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, 2,5 δις στα χρέη των νοσοκομείων και 7 δις στα ασφαλιστικά ταμεία.
Όσο για τα περί την διόγκωση του δημοσίου στοιχεία, οι κατά καιρούς απογραφές των δημοσίων υπαλλήλων αποδεικνύουν πως κάθε άλλο παρά έγιναν «865.132 γαλάζιες προσλήψεις με την υπογραφή του Προκόπη Παυλόπουλου, από τις 7 Μαρτίου του 2004 έως και τις 30 Ιουνίου του 2009».
Διότι το 2004 είχαμε 472.332 δημοσίους υπαλλήλους και το 2009 ο αριθμός τους ήταν 530.589, δηλαδή διαφορά 58.257 προσλήψεων – εκ των οποίων οι 33.500 ήσαν οι γνωστοί συμβασιούχοι που υποχρεωτικά προσελήφθησαν βάσει του Π.Δ. 164/2004.
Δηλαδή πρωτογενώς προσελήφθησαν, μέσω ΑΣΕΠ, μόνο 24.757, από τους οποίους οι 10.000 στην τοπική αυτοδιοίκηση (που συνεχώς κλαίγεται ότι δεν έχει προσωπικό).
Συμπέρασμα: Κάτω από την παρελθοντολογία και την προπαγάνδα των αριθμών κρύβεται το χάος της στάσης πληρωμών. Το οποίο με τη σειρά του κρύβεται κάτω από το κατά Γκέμπελς «μεγάλο ψέμα».
elzoni.gr