Η μόνη διαφορά είναι πως στο κοινοβούλιο καταβάλλεται προσπάθεια να εφαρμόζεται – κάπως – ένας Κανονισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε ακριβώς για να περιορίζει όλους εκείνους τους «πολιτικούς»… ναρκισσο-εισαγγελείς, που ηδονίζονται να ακούνε τη φωνή τους καταχρώμενοι του κοινοβουλευτικού χρόνου, τσιρίζουν, χοροπηδούν σαν αρκούδια, καταγγέλλουν (χωρίς ποτέ να κοιτούν την καμπούρα τους), παραφέρονται και σπάνε τα χέρια τους, επιτίθενται σε προσωπικό επίπεδο, βρίζουν τις οικογένειες των συναδέλφων τους, προσβάλλουν μνήμη νεκρών και συλλαβίζουν κείμενα που τους έχουν γράψει οι επιστημονικοί τους συνεργάτες (τους οποίους μετά επιπλήττουν στους διαδρόμους επειδή δεν ήξεραν – οι επιστημονικοί συνεργάτες! – τη διαδικασία και τους έγραψαν μεγαλύτερα κείμενα και πώς να τα κόψουν αυτοί – οι άσχετοι)!
Στην επιτροπή πάλι, υποτίθεται ότι οι συνθήκες είναι διαφορετικές, αφού διαφορετική (εισαγγελική) είναι και η αποστολή της.
Πρέπει να γίνονται ερωτήσεις, πρέπει να γίνεται ανάκριση, πρέπει να αναζητείται η αλήθεια.
Στην πράξη, όμως, τι γίνεται;
Αυτό που βλέπουμε είναι μια καθαρά ψυχοπαθητική κατάσταση, μια κακεντρεχής αμετροέπεια, ένα εισαγγελικό «ψώνισμα».
Ερωτήσεις που στα πρακτικά καταλαμβάνουν (η κάθε μία) δεκαπέντε σελίδες, δεκάδες ερωτήσεις στη σειρά που ουδείς μπορεί να παρακολουθήσει, ερωτήσεις-τοποθετήσεις που (η κάθε μία) μπορεί να κρατά και σαράντα λεπτά, εξοντωτικά πολύωρες συνεδριάσεις, όπου όλοι πρέπει να παραμένουν στις θέσεις τους μέχρι… τελικής πτώσεως, κατά παράβαση των βιολογικών αντοχών του ανθρώπου.
Οι σύγχρονοι Θεοφιλογιαννάκοι
Και κυρίως: Επανάληψη της ίδιας ερώτησης ξανά και ξανά, με τον ανακρινόμενο ή τον καταθέτοντα να επαναλαμβάνει πάντα την ίδια απάντηση!
Ως γνωστόν, ο ανακριτής, ο εισαγγελέας, ο δικαστής υποβάλλει την ερώτησή του μία φορά και παίρνει μία απάντηση.
Αν θέλει να βεβαιωθεί, άντε να την επαναλάβει άλλη μία.
Αν και πάλι πάρει την ίδια απάντηση, απλώς την αξιολογεί στην τελική του κρίση και με βάση το σύνολο της δικογραφίας.
Δεν υποβάλλει τον ανακρινόμενο σε βασανιστήρια, δεν του βγάζει τα νύχια και τα δόντια έως ότου λάβει την απάντηση που ο ίδιος (ο ανακριτής) θεωρεί σωστή.
(Απ’ όσο ξέρω, ο Θεοφιλογιαννάκος δεν μετέχει στην επιτροπή της Βουλής για τη Λίστα Λαγκάρντ – μια εμφάνιση στην κηδεία του Ντερτιλή έκανε)!
Μπορεί να βγει καμιά άκρη με αυτήν την κατάσταση;
Προφανώς όχι!
Άλλωστε, καμιά εξεταστική επιτροπή δεν έβγαλε άκρη στο παρελθόν – απλώς τότε ήταν λιγότερες οι ψυχοπαθητικές εκδηλώσεις.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο πρόεδρος της επιτροπής Χρήστος Μαρκογιαννάκης, ο οποίος διαθέτει τεράστια δικαστική εμπειρία, σήκωσε τα χέρια ψηλά.
Προκειμένου να παραδοθεί στα βασανιστήρια των Θεοφιλογιαννάκηδων που έστειλε στη Βουλή ο ελληνικός λαός, ζήτησε δημόσιες συνεδριάσεις.
Η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να αλλάξει την κατάσταση.
Δημόσιες είναι και οι συνεδριάσεις της Ολομέλειας, αλλά ακριβώς γι’ αυτό, για το σόου, για να λένε στους ψηφοφόρους τους «είδες τι ωραία που τους τα είπα;», κάνουν ό,τι μπορούν για να τραβήξουν το ενδιαφέρον (και τις κάμερες) πάνω τους.
Στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Βουλής, ο κ. Μαρκογιαννάκης υποστηρίζει πως δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει η εικόνα – προφανώς των καταστάσεων αυτών επιλαμβάνονται οι ψυχίατροι.
Η πρότασή του περί δημοσίων συνεδριάσεων αποσκοπεί σε ενδεχόμενη αλλαγή της εικόνας επειδή προφανώς πιστεύει πως ίσως επικρατήσει το αίσθημα της ντροπής – όταν σε βλέπουν είσαι πιο προσεκτικός.
Αυτό, όμως, ισχύει για ανθρώπους που διαθέτουν ντροπή και αυτοσεβασμό, που έχουν μάθει από το σπίτι τους να αυτοπεριορίζονται, που ενδιαφέρονται για τη δημόσια εικόνα τους, που δεν θυσιάζουν την αξιοπρέπειά τους στον βωμό της αυτοπροβολής.
(Υπενθυμίζω πως το στοιχείο που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα είναι η ντροπή).
Ποια είναι η λύση;
Ας υποθέσουμε ότι ο κ. Μαρκογιαννάκης παραιτείται από τη θέση του προέδρου της επιτροπής.
Είναι βέβαιο ότι το ίδιο θα γίνει και με τον επόμενο και τον μεθεπόμενο – άσε που δεν πρόκειται να δεχθεί κανείς να πέσει στα χέρια του Θεοφιλογιαννάκου.
Να δώσουν εξετάσεις
Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πάντως – μια κατάσταση που δεν πρόκειται να οδηγήσει σε κανένα αποτέλεσμα – υπάρχει μια ριζοσπαστική (ου μην αλλά και ντροπιαστική) λύση:
Να διακόψει η επιτροπή τις εργασίες της και να υποχρεωθούν οι ψηφοφόροι αυτών των ανθρώπων να διαβάσουν και να αποστηθίσουν τις τοποθετήσεις (γιατί ερωτήσεις δεν είναι) των εκπροσώπων τους!
Και μετά να εξεταστούν επί της συγκεκριμένης «ύλης».
Αν δεν περάσουν τις εξετάσεις, τότε να τους αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου.
Εδώ τίθεται και ένα άλλο ζήτημα: Τι είχαν στο μυαλό τους οι ψηφοφόροι όταν επέλεγαν τα συγκεκριμένα κόμματα και τους συγκεκριμένους ανθρώπους μέσα στα συγκεκριμένα κόμματα;
Αν σκοπός τους ήταν να τιμωρήσουν τους υπόλοιπους (κόμματα και πολιτικούς), που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό χάλι, τότε το έχουν πετύχει – οι εκπρόσωποι που επέλεξαν είναι αρκούντως άσχετοι και ανάγωγοι, ικανοί μόνο για να τα κάνουν όλα μπάχαλο.
Αν σκοπός τους ήταν να στείλουν στη Βουλή εκπροσώπους που δεν θα κάνουν άλλο από το να μεταφέρουν την οργή των πολιτών στο κοινοβούλιο χωρίς καμιά παραγωγική σκέψη και ικανότητα, προκειμένου να βγούμε από την κρίση, τότε και πάλι το πέτυχαν.
(Αν και μερικοί «οργισμένοι» της Βουλής, δεν έχουν κανένα λόγο να είναι οργισμένοι, καθώς είτε έχουν γίνει πλούσιοι πατώντας πάνω στην οργή των άλλων, είτε αυτή τη στιγμή που μιλάμε η οικογένειά τους λαμβάνει τουλάχιστον δύο μισθούς από το μνημόνιο).
Αν πάλι σκοπός των ψηφοφόρων ήταν να ανανεώσουν το πολιτικό προσωπικό στέλνοντας στη Βουλή νέους και αδιάφθορους, τότε έχασαν.
Διότι απλώς έριξαν το «κουκί» τους σε κάποιο δήθεν αντισυστημικό κόμμα και εμπιστεύτηκαν τον σταυρό τους στον πρώτο που έβλεπαν στην τηλεόραση να δίνει φιλολαϊκές παραστάσεις.
Σε όλες τις περιπτώσεις, χαμένοι είναι οι ψηφοφόροι, οι οποίοι, όπως είπε και ο Μεϊμαράκης, ευθύνονται για τις επιλογές τους – και πρέπει, για το Κοινό Καλό (ου μην αλλά και για το ατομικό), να τις διορθώνουν.
Για όσους παραμένουν αμετανόητοι, δεν υπάρχει άλλη λύση από την… μελέτη και εξέτασή τους επί των πρακτικών της επιτροπής.
elzoni.gr