Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η ''μάχη '' του επιτοκίου:Η επικείμενη απόφαση του Αρείου Πάγου που κρίνει το μέλλον χιλιάδων δανειοληπτών!

 


Στις 28 Φεβρουαρίου 2025 συζητήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου το κρίσιμο ερώτημα για το εάν το επιτόκιο των δόσεων που επιβλήθηκαν για την διάσωση της κύριας κατοικίας των οφειλετών του νόμου Κατσέλη πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού άληκτου κεφαλαίου της οφειλής ή επί του ποσού της εκάστοτε μηνιαίας δόσης. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει τεράστια σημασία για χιλιάδες οικογένειες, καθώς εάν κριθεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται επί ολόκληρου του χρέους, οι δόσεις θα εκτοξευτούν σε δυσθεώρητα ύψη, με αποτέλεσμα την περιέλευση των οφειλετών σε ένα νέο οικονομικό αδιέξοδο. Και αυτό σε μία χρονική συγκυρία, όπου η χώρα δοκιμάζεται από την ακρίβεια, την πρότερη εκτίναξη των τραπεζικών επιτοκίων, οι συνέπειες της οποίας παραμένουν μέχρι και σήμερα ορατές, την κλιμακούμενη επιθετικότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων και μία πρωτοφανή αδιαφάνεια στο χώρο της αγοράς των κόκκινων δανείων.

Θα πρέπει να καταστεί αντιληπτό ότι η μόνη ορθή νομική εκδοχή είναι η υιοθέτηση του υπολογισμού του επιτοκίου επί του ποσού της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, όπως ακριβώς προβλέπει το πνεύμα του Νόμου Κατσέλη. Συνοπτικά, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι όταν τίθεται θέμα ερμηνείας μίας οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, το δικαστήριο καλείται να άρει την δημιουργούμενη αμφιβολία και να αποκαταστήσει το αληθινό νόημα της απόφασης, βασιζόμενο στην βούληση των δικαστών που την εξέδωσαν και αναγόμενο στα στοιχεία της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, η βούληση αυτή είναι σαφής. Ο νόμος Κατσέλη θεσπίστηκε προκειμένου να δώσει την δυνατότητα στους ανθρώπους που περιήλθαν σε μόνιμη και ανυπαίτια αδυναμία πληρωμής να αναδιαρθρώσουν δικαστικά τις οφειλές τους, να απαλλαγούν από χρέη που εν τέλει απέβησαν δυσβάστακτα και κυρίως να διασώσουν την κύρια κατοικία τους. Εξ αυτού του λόγου εξάλλου ο νομοθέτης όρισε ρητώς ότι ο οφειλέτης του νόμου Κατσέλη υποχρεούται να καταβάλει για την διάσωση της κύριας κατοικίας του το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, με αποτέλεσμα η δόση που ορίστηκε από το δικαστήριο για την διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, είτε υπολογίστηκε με βάση το 80% της αντικειμενικής αξίας αυτής, είτε με βάση την εμπορική της αξία, αφαιρουμένων των εξόδων του πλειστηριασμού σε όσες αιτήσεις κατατέθηκαν μετά την 01-01-2016 να αποτελεί την οροφή και όχι την βάση του υπολογισμού. Κατά συνέπεια και προκειμένου να πραγματωθεί η βούληση τόσο του νομοθέτη όσο και των δικαστών, που δίκασαν τις αιτήσεις του νόμου Κατσέλη διαρκούσης της σοβαρότερης οικονομικής κρίσης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, θα πρέπει το επιτόκιο να εφαρμόζεται επί του ποσού της εκάστοτε δόσης, άλλως ο ίδιος ο νόμος κινδυνεύει να μετατραπεί σε νεκρό γράμμα και διακυβεύεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των οφειλετών στην αξιοπρεπή διαβίωση και στην στέγη.

Στο επιχείρημα δε των Εταιρειών Διαχείρισης ότι σε όλα τα τραπεζικά προϊόντα ο τόκος υπολογίζεται επί του συνολικού ποσού της οφειλής, η απάντηση είναι καταφανής. Ποτέ στον νόμο Κατσέλη δεν ίσχυσαν οι διατάξεις του τραπεζικού δικαίου. Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφέρουμε ότι οι υποθέσεις αυτές ορίστηκε να εκδικάζονται με βάση την εκούσια δικαιοδοσία, η οποία απονέμει στον δικαστή ευρείες εξουσίες διερεύνησης και διάπλασης της υπόθεσης, ενώ σε  μία τακτική δίκη, όπου κρίνονται μεταξύ άλλων και οι εμπορικές διαφορές, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι διαφορές που απορρέουν από τραπεζικά προϊόντα, τα πάντα κρίνονται από τους ισχυρισμούς που θα προβληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον διάδικο, χωρίς ο δικαστής να έχει εξουσία αυτενέργειας και συλλογής αποδεικτικού υλικού, πέραν αυτού που εισφέρουν τα αντιμαχόμενα μέρη. Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τον ίδιο τον νόμο Κατσέλη, οι οφειλές που δεν εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια, δηλαδή με ενέχυρο, υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης σταματούν να εκτοκίζονται μετά την υπαγωγή τους στον νόμο αυτό, πράγμα που ουδεμία σχέση έχει με τα εν γένει τραπεζικώς ισχύοντα όπου ο εκτοκισμός δεν σταματά ποτέ. Τέλος, το σαθρό επιχείρημα του δημοσιονομικού κόστους που δήθεν θα επιφέρει η δικαίωση των δανειοληπτών από το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας, καταρρίπτεται εάν σκεφτούμε ότι ο υπερδιπλασιασμός του ποσού της μηνιαίας δόσης που θα επέλθει εάν ο τόκος υπολογιστεί εν τέλει στο συνολικό ποσό της οφειλής θα οδηγήσει σε συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών, σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης επί των κύριων κατοικιών των οφειλετών, σε υπερφόρτωση των πινακίων των δικαστηρίων με ανακοπές κατά της εκτέλεσης και σε εν γένει κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια και αποσταθεροποίηση. Μάλιστα, καθίσταται ευλόγως αντιληπτό ότι εάν ο Άρειος Πάγος καταλήξει εις βάρος των οφειλετών, χιλιάδες δικαστικές ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη θα καταστούν μη βιώσιμες και θα δημιουργηθεί ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων το οποίο θα εκθέσει εκ νέου το τραπεζικό μας σύστημα σε κίνδυνο επισφάλειας και θα θέσει υπό σοβαρή διακινδύνευση την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος «Ηρακλής». 

Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του διακυβεύματος ας δούμε την διαφορά με αριθμούς: Έστω ότι το συνολικό άληκτο κεφάλαιο της οφειλής του δανειολήπτη ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ, η δόση που ορίστηκε από το δικαστήριο είναι ποσού 350 ευρώ και το επιτόκιο είναι της τάξεως του 3,5%. Εάν το επιτόκιο υπολογιστεί επί του ποσού της δόσης, ο μηνιαίος τόκος θα ανέλθει στο ποσό των 12,25 ευρώ και ο δανειολήπτης θα κληθεί να καταβάλλει το ποσό των 362,25 ευρώ μηνιαίως. Εάν όμως ο τόκος υπολογιστεί επί του συνολικού κεφαλαίου της οφειλής, δηλαδή επί των 150.000 ευρώ ο μηνιαίος τόκος θα εκτοξευτεί στο ποσό των 437,50 ευρώ και η δόση θα ανέλθει εν τέλει στο ύψος των 787,00 ευρώ, δηλαδή θα καταλήξει να είναι παραπάνω από διπλάσια σε σχέση με την δόση των 350,00 ευρώ που ορίστηκε αρχικά από το δικαστήριο. Αυτή η διαφορά καθιστά εν τέλει αδύνατη την εξυπηρέτηση της ρύθμισης.

Η αναμονή για την οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου είναι τεράστια. Η ετυμηγορία δεν θα γράψει απλώς ιστορία στη νομική επιστήμη, αλλά θα καθορίσει άμεσα το οικονομικό μέλλον χιλιάδων Ελλήνων πολιτών. Στην πραγματικότητα, όλος ο νομικός κόσμος οφείλει να συσπειρωθεί προκειμένου να διασφαλίσουμε με κάθε τρόπο ότι η πρώτη κατοικία των δανειοληπτών και των οικογενειών τους θα παραμείνει προστατευμένη. Οφείλουμε να είμαστε εδώ για τους ευάλωτους συμπολίτες μας και να παλεύουμε για αυτούς με όσα νομικά μέσα διαθέτουμε.




Δέσποινα Θεοδώρου

Δικηγόρος, Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.

Λεωφόρος Κηφισίας 68, Αμπελόκηποι.

Τηλέφωνο: 6943853360