Με λαμπρότητα και εκκλησιαστική τάξη πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Κόρινθο η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Κορινθίας Σεβασμιωτάτου κ.κ. Παύλου. Η τελετή έλαβε χώρα στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό, παρουσία πλήθους πιστών, καθώς και εκπροσώπων των τοπικών αρχών, της πολιτείας και του κλήρου.
ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ κ. ΠΑΥΛΟΥ
«Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2,2)
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Σεπτὲ Προκαθήμενε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. κυριέ μοι Ἰερώνυμε,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Λαοδικείας κ. Θεοδώρητε, ἐκπρόσωπε τῆς αὐτοῦ θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Γουινέας κ. Γεώργιε, ἐκπρόσωπε τῆς αὐτοῦ θειοτάτης Μακαριότητος τοῦ Πάπα καὶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεοδώρου.
Σεβασμιώτατε ἅγιε Καλαβρύτων, Τοποτηρητὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορίνθου, κ. Ἱερώνυμε
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πανοσιολογιώτατοι Καθηγούμενοι, σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἱερολογιώτατοι Διάκονοι, εὐλαβέστατοι μοναχοὶ καὶ μοναχαί,
Ἀξιότιμε Ὑπουργέ Ὑποδομῶν καὶ Μεταφορῶν, ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως κ. Δήμα,
κ. Ὑπουργοί,
Ἀξιότιμοι κ. Βουλευτές,
Ἀξιότιμε κ. Περιφερειάρχα Πελοποννήσου,
Ἀξιότιμοι Ἀντιπεριφερειάρχες,
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε Κορινθίων,
Ἀξιότιμοι κ. Δήμαρχοι, Λουτρακίου, Περαχώρας, Αγίων Θεοδώρων, Σικυωνίων, Βέλου-Βόχας, Νεμέας, Ξυλοκάστρου -Εὐρωστίνης, Καβάλας, Νέστου καὶ Θάσου,
Ἐντιμώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Πολιτικῶν καὶ τῶν Δικαστικῶν Ἀρχῶν,
Γενναιότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Στρατιωτικῶν καὶ Ἀστυνομικῶν Ἀρχῶν καὶ τῶν λοιπῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας,
Ἐλλογιμώτατοι Κοσμήτορες τῆς Σχολῆς τοῦ Π. Πελοπονήσου και τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ἈΠΘ πρωτοπρεσβύτερε Ἀθανάσιε Γκίκα,
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγητὲς,
Ἀγαπητοί, νέοι, νέες καὶ παιδιά,
Λαὲ τοῦ Θεοῦ ἠγαπημένε, εὐλογημένοι ἄνθρωποι τῆς Κορίνθου,
«χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ»[1].
Μέ βαθεῖα ταπείνωση καὶ συντριβὴ καρδίας, ὑποκλίνομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ Δημιουργοῦ πάντων, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Ὁποῖος μέ τὴν ἄπειρη σοφίαν Του καὶ τὴν ἀνεξιχνίαστη πρόνοιάν Του «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε .., ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[2], ὥρισε τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς διακονίας μου σέ αὐτὴν τὴν ἱερὰ καὶ ἱστορικὴ Μητρόπολη.
Κάθε σκέψη μου, κάθε καρδιακὸς παλμὸς συνδέονται μὲ τὸ αἴνιγμα τῆς θείας Του βουλῆς, ἡ ὁποία μὲ καλεῖ νὰ ὑπηρετήσω μὲ ταπείνωση, πίστη καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη « ὡς Θεοῦ διάκονος»[3].
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως»[4].
Τὸν δοξάζω καὶ Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὴν δύναμη ποὺ μοῦ παρέχει καὶ γιὰ τὴν ἀκατάπαυστη καθοδήγηση ποὺ αἰσθάνομαι νὰ ῥέῃ ὡς ποταμὸς ἐντὸς τῆς ψυχῆς μου.
Σήμερα, αὐτή ἡ ἁγία καὶ ἱστορικὴ γῆ τῆς Κορίνθου γίνεται δι’ ἐμέ τόπος προσωπικῆς Πεντηκοστῆς. Ἐδῶ, ὅπου ἀντήχησε τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὅπου ἐπὶ τοῦ βήματος τοῦ Γαλλίωνος[5] «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, καὶ ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα»[6], στέκομαι μὲ δέος, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐλπίδα, πίστη καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ συνεχίσω τὸ αὐτὸ ἀποστολικὸ ἔργο του καὶ ὅπως «χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον»[7], μετὰ τὴν εὐλογημένη διετή διακονία μου ὡς βοηθὸς ἐπίσκοπος τοῦ Μακαριωτάτου ἔρχομαι ἐξ Ἀθηνῶν εἰς Κόρινθον.
«Τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγε πρὸς ὑμᾶς, (πεφιλημένοι) Κορίνθιοι, ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται·»[8]
Ὁ λόγος τοῦ οὐρανοβάμονος Ἀποστόλου, ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Κορινθίους, ἀντηχεῖ σήμερα μέσα μου σὰν ὑπόσχεση καὶ ὅρκος:
«οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον»[9].
Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς διακονίας μου. Ὁ Χριστὸς Ἐσταυρωμένος — ὄχι ὡς σύμβολο παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ζωντανὴ πραγματικότητα ποὺ δίνει νόημα, ἐλπίδα καὶ σωτηρία στὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς.
Α. Πρῶτα ὅμως στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία μου πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἰερώνυμο, τὸν θεήλατο οἰακοστρόφο καὶ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μὲ τὴν πατρικὴ του ἀγάπη καὶ τὴ σοφὴ του κρίση εὐδόκησε νὰ μὲ προτείνει γιὰ αὐτὴν τὴν ἱερὰν διακονίαν.
Εὐχαριστῶ ἐπίσης τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ μὲ τὴν τιμία τους ψῆφο μὲ ἀνέδειξαν Μητροπολίτη αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐπαρχίας.
Εὐχαριστῶ τὸν σεβαστὸ μοι Τοποτηρητή, τὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καλαβρύτων κ. Ἰερώνυμο, ἀλλὰ καὶ τὸν βοηθὸ Ἐπίσκοπο τῆς μητροπόλεώς μας κ. Ἀγάπιο, διὰ τὴ μέχρι τοῦδε φροντίδα καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν λαὸ τῆς Κορίνθου.
Μέ ταπείνωση εὐχαριστῶ τὸν ἱερὸ κλῆρο, τὶς μοναχικὲς ἀδελφότητες, τοὺς λαϊκοὺς συνεργάτες καὶ τὸν πιστὸ λαό, ποὺ μὲ ὑποδέχεσθε σήμερα ὡς πατέρα, ποιμένα καὶ ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ. Ὅλοι μαζί, ἑνωμένοι στὸ Σῶμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, θὰ προχωρήσουμε «ἐν ἑνὶ πνεύματι, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου»[10].
Ἐνθυμοῦμαι σήμερα μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δακρυρροοῦσα καρδία καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Φιλίππων κυρὸ Προκόπιο, τὸν ἐκ Κορίνθου ἀνατείλαντα, πνευματικὸ μου πατέρα, ποὺ μὲ ἐδίδαξε ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη.
Β. Καλούμαι τώρα νὰ διακονήσω μιὰ πόλη σύμβολο. Ἡ Κόρινθος δὲν εἶναι ἀπλῶς μία πόλη· εἶναι σταυροδρόμι ἱστορίας καὶ πνεύματος, κέντρο πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ κοιτίδα πίστεως.
Ἀπὸ τοὺς μύθους τοῦ Βελλερεφόντη καὶ τοῦ Ἠρακλῆ, ἕως τὰ μαρμάρινα στολίδια τοῦ ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, κι ἀπὸ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς ἕως τὸν ταπεινὸ οἶκο ποὺ φιλοξένησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἡ Κόρινθος πάντοτε ἀναζητοῦσε τὸ φῶς — ἄλλοτε τὸ φῶς τῆς σοφίας, καὶ τώρα τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ἐδῶ, στὸν ἀρχαῖο λιμένα τῶν Κεγχρεῶν, ἐν μέσῳ ἐμπόρων καὶ στοῶν, ἤχησε ἡ φωνὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: ἡ φωνὴ ποὺ ἔσχισε τὸν ἀέρα καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου, ἡ φωνὴ ποὺ ἔφερε στὴν ἀμαρτωλὴ πόλη τὸν λόγο τῆς σωτηρίας.
Στοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς πόλεως περπάτησε ὁ Παῦλος, ἐκήρυξε τὸν Ἐσταυρωμένο, ἐβάπτισε πιστούς, ἴδρυσε τὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ ἔγραψε τὶς ἐπιστολὲς του ποὺ ἤλλαξαν τὸν ῥοῦ τῆς θεολογίας καὶ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκίνησε ἡ ἀποστολὴ ποὺ ἕνωσε Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἱστορία καὶ αἰωνιότητα.
Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ βυζαντινὴ Κόρινθος, μὲ τὰ πολυάριθμα μοναστήρια της· καὶ ἡ Κόρινθος τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς Ἐπαναστάσεως, μὲ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς νεομάρτυρες, μὲ τὰ ἡρωικὰ Δερβενάκια, ἀλλὰ καὶ ἡ Κόρινθος τῆς σύγχρονης Ἑλλάδος, μιὰ πόλη ζῶσα ποὺ παλεύει μὲ πίστη καὶ δημιουργία νὰ διατηρήσει τὴν ὑψηλὴ θέση της στὴ συνείδηση τοῦ νεοέλληνα.
Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν, ὡς ψηφῖδες, ἕναν τόπο ἱερό, τόπο σταυρικὸ ἀλλὰ καὶ ἀναστάσιμο. Αὐτὴν τὴν πόλη καλοῦμαι νὰ διακονήσω. Δὲν δειλιῶ, γιατί δὲν εἶμαι μόνος, «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»[11]
Ἔχω καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων ὡς προστασία κραταιὰ καὶ διαρκή.
Γ. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Κόρινθός μας εὐλογήθηκε μὲ τὴν παρουσία πλήθους Ἁγίων, ποὺ ἔγιναν ἀστέρες φωτεινοὶ στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ της.
Μέ πρῶτον τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του, Σίλα καὶ Τιμόθεο, τὸν Ἀκύλλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα, τὴ διακόνισσα τῶν Κεγχρεῶν Φοίβη, τή Χλόη καὶ τόν Κρίσπο, τὸν Παῦλο τὸν νέο. Τὸν Ὅσιο Πατάπιο, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο καὶ τὸν Μακάριο τὸν Νοταρᾶ, τοὺς ὑμνητὲς τῆς Φιλοκαλίας καὶ τοῦ πόθου γιὰ τὴ μυστικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Τὸν Ἅγιο Λεωνίδη, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλικὴ στὸ Λέχαιο προσμένει ἔτι περισσότερο τὴ φροντίδα μας καὶ τὴν ἀνάδειξή της.
Οἱ Ἅγιοί μας ἀποτελοῦν τὴ ζωντανὴ μας θεολογία, τὴν ὀρθοπραξία τῆς ἀγάπης. Καὶ κάθε προσκύνημα, κάθε λείψανο, κάθε ἑορτή τους εἶναι ἕνα ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ζήσουμε «ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τὸν Χριστόν».
Δ. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἀναφέρω ὅμως τούτῃ τὴν ἱερᾷ στιγμῇ μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ τοὺς προκατόχους μου:
τὸν ἀγέρωχο Δαμασκηνό, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ ἀντιβασιλέα, τὸν ἱεράρχη ποὺ ἀναδημιούργησε τὴν πόλη μετὰ τὸν καταστροφικὸ σεισμό·
τὸν θεολόγο Μιχαήλ, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς, ποὺ ἔδωσε τὴν ψυχὴ του γιὰ τὸ ποίμνιον του κατὰ τὰ δίσεκτα χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς·
τὸν πραΰ Προκόπιο, ποὺ θεία προνοίᾳ συνέδεσε τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴν προετοιμασία μου νὰ ἀγαπήσω ἐκ νεότητός μου τὴν Κόρινθο·
τὸν μέγα Παντελεήμονα, τὸν σοφὸ καὶ ἀδέκαστο, τὸν ἥρωα καὶ ἀγωνιστή·
καὶ τὸν ἄμεσο προκάτοχό μου Διονύσιο, ποὺ ἡ ἀσθένεια ἄωρα ἔκοψε τοὺς ὁραματισμοὺς του καὶ τὰ ἔργα του.
Ὅλοι τους ὑπήρξαν ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου, φρουροὶ τῆς πίστεως καὶ ποιμένες ἀληθινοί.
Ἡ δική μου παρουσία ὡς ἐπισκόπου δὲν ἔρχεται νὰ προσθέσει ἕνα νέο κεφάλαιο, ἀλλὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἴδιο ἔργο, μὲ ταπεινότητα καὶ πίστη.
Ε. Στρέφω τὸ βλέμμα μου στὰ μοναστήρια τῆς Κορινθίας, ποὺ ὡς ἄνθη πνευματικὰ «ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς»[12], εἶναι τὰ φρούρια τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδος μας, οἱ πνευματικὲς ὀάσεις στὴν ἐρημία τοῦ κόσμου, οἱ πνεύμονες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ μοναχοὶ καὶ αἱ μοναχαὶ μας εἶναι οἱ ἄγρυπνοι φύλακες τῆς πίστεως· ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ τους στηρίζουν τὸν κόσμο, ὅταν οἱ θόρυβοι τῆς ζωῆς πνίγουν τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ στηριγμὸς τοῦ ἐπισκόπου.
ΣΤ. Στὴν καρδιὰ κάθε Ἐκκλησίας, ὅμως, βρἰσκεται ὁ κλῆρός της. Ὅλοι οἱ Ἱερεῖς μας, ποὺ ἀγωνίζονται σιωπηλά, ποὺ τελοῦν τὴ Θεία Λειτουργία κάτω ἀπὸ οἱεσδήποτε συνθήκες, ποὺ διακονοῦν τὸν ἄνθρωπο νύκτα καὶ ἡμέρα, ποὺ γίνονται οἱ ἀναμμένες λαμπάδες στὶς ἐνορίες μας.
Καὶ ποὺ μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογημένες ἱερατικὲς οἰκογένειές τους προσμένουμε τοὺς νέους ἱερεῖς μας, τὰ παιδιά τους, ποὺ θὰ συνεχίσουν τὴν λευιτικὴ διακονία. «ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ»[13].
Προσεύχομαι στὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Κορίνθιο ὥστε ἡ Μητρόπολή μας νὰ γίνει κοιτίδα νέων ἱερατικῶν κλήσεων, νὰ ἀναθερμανθεῖ τὸ ἱερὸ φρόνημα τῶν νέων, ὥστε νὰ ὑπάρξουν συνεχισταὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, «ἐργάται τοῦ εὐαγγελίου Του», γιὰ νὰ διακονήσουν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπο ποὺ ἀσφυκτιᾷ στὴν ἀπρόσωπη κοινωνία τοῦ σήμερα.
ΙΒ. Σε μιὰ κοινωνία ρευστή, ὅπου τὰ πάντα σχετικοποιοῦνται, καὶ ὅπου ἡ Ἐκκλησία μένει ἡ μόνη σταθερὴ δύναμη, ὄχι γιατί ἀπλῶς ἀντιστέκεται, ἀλλὰ γιατί φωτίζει μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ τὸν κόσμο ὅλον. Διότι «εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾿ αὐτοῦ»[14].
Γιαυτό καὶ τὰ δόγματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες μας εἶναι οἱ ἄσβεστοι ὁδοδείκτες μας. Δὲν εἶναι δεσμά, ἀλλὰ ἡ μόνη ὁδὸς πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Ἡ πίστις μας δὲν φυλακίζει τὸν νοῦ· τὸν ἀπελευθερώνει, γιατί τὸν στρέφει πρὸς τὸ Φῶς ποὺ δὲν δύει, πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸν Σταυρὸ του μας ἐλευθέρωσε, διότι «οὗ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»[15].
ΙΓ. Ζοῦμε τὴν ἐποχή ὅπου ἡ ἀνθρωπινὴ ὕπαρξη ψηφιοποιεῖται, ὅπου ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ μετατραπεῖ σὲ ἀριθμό ἢ σὲ δεδομένο. Στὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα, τὸ πρόσωπο ἀπειλεῖται νὰ χαθεῖ πίσω ἀπὸ ὀθόνες καὶ ἀλγορίθμους. Ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὴ λογική, ποτέ ὅμως δὲν θὰ γνωρίσει τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης, γιατί μόνον ἡ ἀνθρώπινη καρδία καὶ οὐχὶ ὁ ἐπεξεργαστὴς δεδομένων, εἶναι ὁ «ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος»[16].
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, μὲ τὴ σοφία τῶν Πατέρων καὶ τὴ ζωντανὴ πνευματικὴ της παράδοση, φωτίζει τοὺς πιστοὺς, ἐνφυτεύει τὴν ἀλήθεια στὴν καρδία τους καὶ διδάσκει ὅτι ἡ ζωή μὲ τὸν Χριστόν ὑπερβαίνει κάθε ἐφήμερη γοητεία καὶ πειρασμό. Διδάσκει ότι «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπὸ τινος»[17].
Η. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἡ Κόρινθος δὲν εἶναι μόνο μιὰ πόλη ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ μιὰ κοινωνία ἀγωνιῶν καὶ ἐλπίδων. Ὁ νέος ποὺ ἀναζητᾷ νόημα, ὁ ἐργαζόμενος ποὺ παλεύει γιὰ ἀξιοπρέπεια, ὁ ἐπιστήμονας ποὺ ἐρευνᾶ, ὁ μετανάστης ποὺ νοσταλγεῖ τὴν πατρίδα, ὁ ἀσθενὴς ποὺ ποθεῖ παρηγοριά — ὅλοι εἴμαστε εἰκόνες τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, δυνητικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.
Θ. Ἐπιπλέον ἡ Κόρινθος ὑπήρξε πάντοτε τόπος ὅπου ἡ τέχνη συναντοῦσε τὸ θείο. Ὁ Κορινθιακὸς ρυθμός, ποὺ στόλισε τοὺς ἀρχαίους ναούς καὶ τὰ παλάτια, ξεδίπλωσε τὰ ἀνθοπέταλά του γιὰ νὰ στολίσει τοὺς χριστιανικοὺς ναούς καὶ ἐγένετο ἡ πέτρινη προσευχή αὐτῆς τῆς γῆς πρὸς τὸν Πατέρα μας τὸν ἐν Οὐρανοῖς.
Ἡ μουσική, ἡ ἀγιογραφία, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν μας, εἶναι ἡ ὁρατὴ μαρτυρία αὐτῆς τῆς πίστεως.
Ι. Ἡ παιδεία, ἀπό την ἄλλη, εἶναι ἡ δεύτερη μήτρα τοῦ ἀνθρώπου. Με αὐτήν διαμορφώνονται οἱ ψυχές, ἐκεῖ γεννιέται ἡ εὐθύνη, ἐκεῖ καρπίζει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν πατρίδα.
Προσεύχομαι στὸν ἅγιο Μακάριο ὥστε οἱ νέοι τῆς Κορινθου νὰ αἰσθάνονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοὺς στηρίζει, τοὺς κατανοεῖ, τοὺς ἐμπνέει.
Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τῆς Κορίνθου, ποὺ λειτούργησε γιὰ δεκαετίες ὡς πνευματικὸ καὶ μορφωτικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς, ὑπῆρξε φάρος γνώσεως καὶ ἁγιότητας. Ἐκεῖ μορφώθηκαν ἱερεῖς ποὺ, μὲ πίστι καὶ ἀφοσίωσιν, ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησία, τὶς ἐνορίες καὶ τὰ μοναστήρια, καὶ μετέδωσαν στους πιστούς τὴ σοφία τῶν Πατέρων καὶ τὴ ζωντανὴ παράδοση τῆς πίστεως. Ἡ μή λειτουργία της ὑπῆρξε πλήγμα γιὰ τὴν τοπικὴ πνευματικὴ ζωή, ἀφήνοντας κενά ποὺ καλούμαστε σήμερα νὰ ἀναπληρώσουμε μὲ ὄραμα καὶ ἀποφασιστικότητα.
ΙΑ. Οἱ ἱεροψάλτες, οἱ κατηχητὲς, οἱ ἐπίτροποι, οἱ ἐθελοντές, ὅλοι οἱ συνεργάτες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ σύγχρονοι συν-ἀπόστολοι, διότι «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ»[18]. Με τὴ φωνή τους, τὴ διακονία τους, τὴ σιωπή τους, οἰκοδομοῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή»[19].
Τοὺς εὐχαριστῶ ἐκ προοιμίου καὶ ζητῶ ἡ σχέση μας νὰ εἶναι σχέση προσευχῆς, ἐνότητας καὶ χαρᾶς.
Ζ. Με σεβασμὸ καὶ διάκριση θὰ συνεργαστοῦμε μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, τὴν Περιφέρεια, τούς Δήμους, τοὺς φορεῖς τῆς παιδείας, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, ὥστε ὁ κοινὸς μας στόχος — ἡ εὐημερία καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου — νὰ γίνη πράξη.
Ἐξάλλου ἡ ἀληθινὴ διοίκησις, ὅπως καὶ ἡ ἀληθινὴ ποιμαντική, εἶναι διακονία· ὑπηρετεῖ, δὲν ἐξουσιάζει.
ΙΔ. Ἐπίσης, «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δεδομένην ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Μακεδονίας»[20], καὶ δὲν ξεχνῶ τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων, ὅπου, ὥσπερ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βίωσα παιδιόθεν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ποὺ σήμερα αἰσθάνομαι νὰ ἐνῶνονται οἱ δύο αὐτὲς ἀποστολικὲς ἐστίες — Φίλιπποι καὶ Κόρινθος — ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παρουσία τῶν φιλιππίσιων ἀδελφῶν μας ἐδῶ, κλήρου καὶ λαοῦ, μὲ πρῶτον τὸν Μητροπολίτη Φιλίππων, κ. Στέφανο, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, τοὺς ὁποίους ἀπὸ καρδιάς εὐχαριστῶ.
ΙΕ. «Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοὶ καὶ ἐπιπόθητοι, χαρὰ καὶ στέφανός μου»[21], σήμερα δὲν ξεκινᾷ μιὰ νέα ἐποχή γιὰ τὴν Κόρινθο· συνεχίζεται ἡ ἴδια θεία ἱστορία ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ θὰ συνεχιστεῖ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἔρχομαι ὡς ταπεινὸς κρίκος σ’ αὐτὴν τὴν ἀλυσίδα.
Παραδίδω τὸν ἐαυτό μου στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ σ’ ὅλους ἐσᾶς. Προσεύχομαι κάθε λόγος, κάθε ἀπόφαση, κάθε ἔργο νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ καταλήγει στὴν Ἀνάσταση.
«Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ»[22].
«Λοιπὸν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν»[23].
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν»[24].
[1] Β Κορ. 1,2
[2] Α Κορ. 2,9
[3] Β Κορ. 6,6
[4] Β Κορ. 1,3
[5] «Γαλλίωνος δὲ ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀχαΐας κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸ βῆμα»Πρ. 18, 12
[6] Β Κορ. 5,17
[7] Πρ. 18,1
[8] Β Κορ. 6,11
[9] Α Κορ. 2,2
[10] Φιλιπ. 1,27
[11] Φιλιπ. 4,13
[12] Ἑβρ. 11,38
[13] Α Κορ. 15,58
[14] Α Κορ. 8,6
[15] Β Κορ. 3,17
[16] Α Κορ. 6,19
[17] Α Κορ. 6,12
[18] Α Κορ. 7,7
[19] Α Κορ. 3,9
[20] Β Κορ. 8,1
[21] Φιλιπ. 4,1
[22] Α Κορ. 6,20
[23] Β Κορ.13,11
[24] Β Κορ. 13,13