Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ευαγγελιστής Ματθαίος Απόστολος και θαυματουργός.

 

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος δέκτηκε το  κάλεσμα του Χριστού και η ζωή του άλλαξε εντελώς. Ήταν τελώνης της εποχής και εισέπραττε τους φόρους από τον λαό για τους Ρωμαίους. Τους φόρους τους προπλήρωνε και μετά με κάθε τρόπο τους συγκέντρωνε από τους φορολογούμενους. Οι τελώνες θεωρούνταν άδικοι και κακοί, την εποχή του Χριστού. Ο κόσμος απέφευγε  κάθε επαφή μαζί τους.

Ο καρδιογνώστης Κύριος βλέποντάς τον να κάθεται στο τελωνείο, του απηύθυνε την κλήση

«ακολούθει  μοι». Αυτό ήταν. Ο Ματθαίος τα εγκαταλείπει όλα: εργασία, πλούτη, οικογένεια, κοινωνική αναγνώριση και ακολουθεί τον Κύριο, χωρίς να πει λόγο. Από την μεγάλη του χαρά καλεί στο σπίτι τον Κύριο σε τραπέζι μαζί με φίλους, συγγενείς και γνωστούς. Πολλοί από αυτούς πίστεψαν στον Κύριο.

Οι γραμματείς και Φαρισαίοι, οι υποκριτές, κατηγορούν τον Χριστό ότι συντρώγει και συζητά με τελώνες. Έλαβαν την απάντηση από τον Χριστό «ελεημοσύνη θέλω και όχι θυσία .Δεν ήλθα να καλέσω  δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθαίου, θ' 13).

Από την ημέρα εκείνη ο Ματθαίος ακολούθησε τον Χριστό σε όλη την επίγεια πορεία του. Κύριο χαρακτηριστικό η μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Δεν αναφέρεται το όνομά του στην Αγία Γραφή. Παντού παρών και αθόρυβος.

Μετά την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ( Πεντηκοστή ), φωτισθείς  ο Ματθαίος, όπως και οι άλλοι Απόστολοι, άρχισε το ιεραποστολικό έργο. Άρχισε το κήρυγμα από τους εβραίους και για αυτούς έγραψε το Ευαγγέλιό του στην εβραϊκή γλώσσα. Για να κατανοήσουν οι Εβραίοι ότι ο Χριστός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Το ευαγγέλιό του γράφτηκε περί το 64 μ.Χ. και μεταφράστηκε από τον ίδιο στην Ελληνική. Ο Απόστολος γνώριζε την εβραϊκή, ελληνική και αραμαϊκή γλώσσα.

Ευρισκόμενος στους Πάρθους ανέβηκε σε ένα βουνό. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα παρουσιάστηκε ο Χριστός με μορφή παιδιού. Του δίνει μια ράβδο και του λέγει: «Λάβε ταύτην, και καταβς από το βουνν και πηγαίνοντας εις την πόλιν Μυρμήνην, φύτευσον την ράβδον ταύτην εις το κατώφλιον του εκείσε  αγίου οίκου. Η Οποία ριζωθείσα και υψωθείσα από την εδικήν μου δεξιν χείρα, θέλει γένει δένδρον ηδε τας ρίζας του, θέλει αναβλύσει πηγή ύδατος, απ την οποίαν λουόμενοι οι θηριογνώμονες άνδρες της πόλεως και απ τον  γλυκασμν του δένδρου μεταλαμβάνοντες, θέλουν γλυκανθούν κατ τας αισθήσεις και θέλουν παύσουν απ το να πράττουν παρανομίας».

Ο Ευαγγελιστής αμέσως υπάκουσε στην δοθείσα εντολή. Στον δρόμο του συνάντησε την σύζυγο του βασιλιά Πάρθων Φουλβάνα το όνομα, τον υιό της και την νύφη της έχοντες όλοι πνεύμα διαβολικό. Οι δαίμονες άρχισαν να διαμαρτύρονται για την παρουσία του λέγοντες « ποιος σε ανάγκασε να έλθεις εδώ και εις τους  εδικούς μας τόπους; ή ποιος είναι εκείνος οπού έδωκεν εις εσένα την ράβδον ταύτην δια εδικήν μας απώλειαν;. Με πραεία φωνή ο Απόστολος επιτίμησε τους δαίμονες και θεράπευσε τους πάσχοντες, οι οποίοι τον ακολούθησαν ήσυχα και φρόνιμα.

Ο Επίσκοπος της πόλεως Πλάτων πληροφορήθηκε το γεγονός και βγήκε έξω της πόλεως με τον κλήρο για να υποδεχτεί τον Απόστολο. Όλοι μαζί πήγαν μέσα στην πόλη όπου ο Χριστός διέταξε. Τότε ο Ευαγγελιστής αφού δόξασε τον Θεό φύτευσε  την ράβδο και όλα έγιναν, όπως προείπε ο Χριστός. Πολλά πλήθη πληροφορηθέντα τα γεγονότα έτρεχαν στο σημείο και έβλεπαν και διαπίστωναν τα θαυμαστά γεγονότα οι καρδιές τους μαλάκωναν και γίνονταν πιο μακάριοι.

Ο βασιλιάς παρακινήθηκε από τον αρχέκακο και αποφάσισε να κάψει τον Απόστολο, ο οποίος πληροφορήθηκε από τον Χριστό: «Αν και ο βασιλιάς ετοιμάζει βάσανα για σένα, μην φοβάσαι, θα έχεις εμένα βοηθό σου». Όσους στρατιώτες και αν έστειλε ο βασιλιάς γύριζαν τυφλοί και χωρίς αποτέλεσμα. Αποφάσισε, τότε, να πάει ο ίδιος. Πλησιάζοντας τον Ευαγγελιστή τυφλώθηκε και αυτός και αναφώνησε: «Ματθαίε, συγχώρεσε την άγνοιά μου και φώτισε ξανά τους οφθαλμούς μου». 

Ο Απόστολος τον λυπήθηκε και του έδωσε πάλι το φως. Όμως,  η καρδιά του βασιλιά δεν μαλάκωσε. Διέταξε τους στρατιώτες να πιάσουν τον Άγιο, να τον καρφώσουν και να τον κάψουν. Οι στρατιώτες υπάκουσαν, αλλά η φωτιά δρόσιζε το σώμα του Αγίου. Οι παριστάμενοι ειδωλολάτρες βλέποντας το θαύμα πίστευσαν στον Κύριο. Ο  σκληρός βασιλιάς διατάζει τώρα επάνω στο σώμα του Ευαγγελιστού να βάλουν τα ομοιώματα των ψεύτικων θεών. Προσεύχεται ο βασιλιάς στα είδωλα και ο Απόστολος στον Χριστό. Η φωτιά καίει τα είδωλα και στρέφεται προς το μέρος του σκληρόκαρδου βασιλιά. Αυτός φοβήθηκε και κατευθύνθηκε προς τον Άγιο και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Με την προσευχή του Ευαγγελιστή η φωτιά κατευθύνθηκε προς τον Άγιο και ακούστηκε να λέγει ο Απόστολος Ματθαίος: «Κύριε, στα χέρια σου παραδίδω την ψυχή μου».

Ο βασιλιάς παρά τα θαυμαστά που είδε και έζησε αμφέβαλλε για την αγιότητα του Αποστόλου και για την ύπαρξη του αληθινού Θεού. Αφού μετέφεραν το τίμιο σώμα στα ανάκτορα διέταξε να το τοποθετήσουν σε κιβώτιο και να το ρίξουν στην θάλασσα. Ύστερα είπε: « Εάν ο Θεός του Ματθαίου είναι αληθινός, όπως τον έσωσε από τη φωτιά, έτσι και τώρα θα προστατέψει το σώμα του από τη θάλασσα που θα το ρίξουμε. Τότε και εμείς με τη σειρά μας θα πρέπει να πιστέψουμε στο Θεό του Ματθαίου».

Το βράδυ που ρίψανε το κιβώτιο με το λείψανο στη θάλασσα ο Ευαγγελιστής παρουσιάστηκε στον ύπνο του επισκόπου Πλάτωνα και του υπέδειξε το σημείο στο οποίο θα βρει την λάρνακα με το σκήνωμα. Πράγματι, την άλλη ημέρα ο Πλάτων βρήκε την λάρνακα . Ο βασιλιάς τότε πείστηκε και ζήτησε να βαπτιστεί. Ο επίσκοπος βλέποντας την ειλικρίνεια του βασιλιά τον βάπτισε. Την ώρα ης βαπτίσεως ακούστηκε φωνή από τον ουρανό: « Μην ονομάσεις αυτόν Φλουβιανό αλλά Ματθαίο».

Μετά από την βάπτιση ο βασιλιάς άλλαξε ριζικά. Κατέστρεψε τα αγάλματα και επέτρεψε σε όσους ήθελαν να λατρεύουν τον Χριστό.

Ύστερα από αυτά ο Απόστολος Ματθαίος φανερώθηκε πάλι στον Επίσκοπο και του είπε: « Να χειροτονήσεις το βασιλιά Ματθαίο επίσκοπο και τον γιό του διάκονο. Μετά από τρία χρόνια θα έρθεις και εσύ προς τον Κύριο».

Έτσι ακριβώς έγιναν τα γεγονότα , κατά την επαγγελία του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Αγία μας Εκκλησία κάθε έτος την 16η Νοεμβρίου.

Μυργιώτης Παναγιώτης

Μαθηματικός