Πολιτική κρίση δίχως προηγούμενο ζει η Γαλλία με την κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Οι διαπραγματεύσεις των κομμάτων για το σχέδιο προϋπολογισμού δεν οδήγησαν σε κάποιον συμβιβασμό, με την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ να βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια πρόταση δυσπιστίας, την οποία κόμματα της αντιπολίτευσης δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν.
Η επιλογή λίγο νωρίτερα το μεσημέρι Μπαρνιέ να επικαλεστεί το άρθρο 49.3 του Συντάγματος, παρακάμπτοντας την Εθνοσυνέλευση για το τμήμα του προϋπολογισμού που αφορά στην κοινωνική ασφάλιση, οδήγησε, όπως αναμενόταν από την κίνηση αυτή της κυβέρνησης, στην πρόταση δυσπιστίας.
Η επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του αριστερού LFI, η Ματίλντ Πανό, ανακοίνωσε ότι κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός (RN), ανακοίνωσε ότι θα ψηφίσει υπέρ πρότασης μομφής μετά την κίνηση Μπαρνιέ.
Λίγο νωρίτερα το μεσημέρι είχε φανεί μια άρση του αδιεξόδου στις συνομιλίες με την κυβέρνηση να προχωρεί σε παραχωρήσεις που ζητούσε το κόμμα της Μαρίν Λεπέν. Ωστόσο λίγο μετά, ο Μπαρνιέ ανακοίνωσε την πρόθεση του να προσφύγει στο άρθρο του Συντάγματος. «Είμαστε μπροστά στη στιγμή της αλήθειας», είπε ο Μπαρνιέ μιλώντας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
«Από εδώ και πέρα, κυρίες και κύριοι βουλευτές, όλοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και εγώ τις δικές μου», δήλωσε κλείνοντας την ομιλία του για τον προϋπολογισμό ο πρωθυπουργός της Γαλλίας.
Η Λε Πεν μάλιστα δήλωσε ότι όχι μόνο θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής της Αριστεράς αλλά θα καταθέσει και δική του πρόταση μομφής.
Την ανακοίνωση έκανε η ίδια η Λε Πεν
Η Γαλλία ζει σε ένα κλίμα πολιτικής κρίσης εδώ και έξι μήνες και οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές δεν οδήγησαν σε μια κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Η υπερψήφιση μιας πρότασης μομφής θα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο μετά την πτώση της κυβέρνησης του Ζορζ Πομπιντού το 1962. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση η πιο σύντομη στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας.
Η Γαλλία σε παρακμή
Η Γαλλία «βρίσκεται σε παρακμή» για σχεδόν 9 στους 10 Γάλλους (87%, 18 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σύγκριση με τις προεδρικές εκλογές το 2017, σύμφωνα με μια ετήσια έρευνα των Ipsos-Sopra Steria που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Οι Γάλλοι είναι τρομαγμένοι, ακόμα και τρομοκρατημένοι από τα γεγονότα ακραίας βίας των οποίων είναι μάρτυρες, απευθείας ή μέσω των ΜΜΕ», εξηγεί ο Μπρις Ταϊντουριέ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ipsos.
Όμως, το 53% εξ αυτών θεωρεί ότι αυτό «δεν είναι μη αναστρέψιμο», σύμφωνα με αυτήν τη δημοσκόπηση που διεξήχθη για λογαριασμό της Le Monde, του Centre de recherches politiques de Sciences Po (Cevipof), του Ιδρύματος Jean-Jaurès και του Ινστιτούτου Montaigne.
Και μονάχα το 3% των Γάλλων δηλώνει «ικανοποιημένο ή ήρεμο» όταν ερωτάται σχετικά με το αίσθημά του να ανήκει σε μία χώρα «οργισμένη και γεμάτη αμφισβήτηση».
Στις απαντήσεις που δόθηκαν, σχεδόν το ένα τρίτο των Γάλλων (31%) επιθυμεί μια νέα διάλυση της εθνοσυνέλευσης έπειτα από εκείνη που αποφασίστηκε τον περασμένο Ιούνιο, την ώρα που το 52% τάσσεται υπέρ της παραίτησης του Εμανουέλ Μακρόν.
Η αγοραστική δύναμη παραμένει, την ίδια ώρα, η πρωταρχική ανησυχία των Γάλλων σε μια χώρα που κρίνουν μαζικά πως βρίσκεται «σε παρακμή», σύμφωνα με αυτήν την ετήσια έρευνα.
Ερωτηθέντες σχετικά με τα διακυβεύματα που τους ανησυχούν περισσότερο «σε προσωπικό επίπεδο», οι Γάλλοι προτάσσουν «τις δυσκολίες αναφορικά με την αγοραστική δύναμη» (38%), μπροστά από «την προστασία του περιβάλλοντος» (23%) και «το επίπεδο της εγκληματικότητας» (22%).
Το διακύβευμα της αγοραστικής δύναμης κρίνεται κυρίαρχο μεταξύ των υποστηρικτών του δεξιού κόμματος Οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι ανησυχούν επίσης για το «επίπεδο της εγκληματικότητας» (34%).
Μεταξύ των υποστηρικτών του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού, προτεραιότητα δίνεται στο «επίπεδο της μετανάστευσης» (50%).
Η έρευνα διεξήχθη διαδικτυακά το διάστημα 14-21 Νοεμβρίου, σε ένα δείγμα 3.000 ανθρώπων ηλικίας άνω των 18 ετών.