Οι τιμές πώλησης χειμερινών εξοχικών φέτος έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό συγκριτικά με τις τιμές στην αρχή της κρίσης (2008), σύμφωνα με τη Geoaxis. Χιλιάδες σπίτια παραμένουν αδιάθετα, ενώ η ζήτηση εξακολουθεί και καταγράφεται έως εξαιρετικά ήπια.
Συγκεκριμένα, το 2024 προκύπτει πολύ μεγάλη και οριζόντια μείωση τιμών πώλησης των χειμερινών εξοχικών, συνολικά σε ένα μέσο όρο της τάξης του 55%, σε σχέση με τα υψηλά του 2008, και για τις τέσσερις περιοχές μελέτης (Αράχωβα Βοιωτίας, Άγιος Αθανάσιος Πέλλας, Καρπενήσι Ευρυτανίας και Τρίκαλα Κορινθίας).
Την μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζει ο Άγιος Αθανάσιος, όπου από 3.301 ευρώ / τ.μ. το 2008, η αξία κυμαίνεται σήμερα στα 1.063 ευρώ / τ.μ. (-68%) και ακολουθούν, το Καρπενήσι από 2.308 ευρώ / τ.μ. το 2008 σήμερα στα 1.023 ευρώ / τ.μ. (-56%), τα Τρίκαλα Κορινθίας από 2.250 ευρώ / τ.μ. το 2008 σήμερα στα 1.106 ευρώ / τ.μ. (-51%) και τέλος η Αράχωβα από 3.000 ευρώ / τ.μ. το 2008 σήμερα στα 1.626 ευρώ / τ.μ. (-46%).
Σε σύγκριση με το 2023, το 2024 καταγράφεται ελάχιστη θετική μεταβολή των ζητούμενων τιμών πώλησης χειμερινών εξοχικών κατοικιών για την Αράχωβα και το Καρπενήσι της τάξεως του 2,01% και 1,49%, αντίστοιχα. Σταθερές παραμένουν οι τιμές πώλησης στον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας και τα Τρίκαλα Κορινθίας, σύμφωνα με τη Geoaxis.
Αναλυτικότερα, η ζητούμενη τιμή πώλησης χειμερινών εξοχικών κατοικιών κυμαίνεται από 1.594 ευρώ / τ.μ. το 2023 στα 1.626 ευρώ / τ.μ. (2,01%) σήμερα στην Αράχωβα, στον Άγιο Αθανάσιο από 1.053 ευρώ / τ.μ. το 2023 στα 1.063 ευρώ / τ.μ.(0,95%), στο Καρπενήσι από 1.008 ευρώ / τ.μ. το 2023 στα 1.023 ευρώ / τ.μ. (1,49%) και στα Τρίκαλα Κορινθίας από 1.097 ευρώ / τ.μ. το 2023 στα 1.106 ευρώ / τ.μ. (0,82%).
Παρά την πρόσκαιρη μικρή αύξηση στις τιμές τα τελευταία χρόνια (2018 – 2019), αρκετοί κατασκευαστές που επένδυσαν δανειζόμενοι στην ανέγερση πολυτελών κατοικιών με συνολικό κόστος κατασκευής και αγοράς γης πάνω από 1.500 ευρώ / τ.μ. εξακολουθούν να βρίσκονται πλήρως εγκλωβισμένοι αφού ούτε η πώληση κάτω από το κόστος δείχνει να ενεργοποιεί την ζήτηση.
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα στο Λιβάδι της Αράχωβας όπου μετά το κατασκευαστικό «αμόκ» -σε σημείο που μεζονέτες κτίστηκαν σχεδόν και μέσα στην λίμνη- δεκάδες συγκροτήματα παραμένουν ολοκληρωμένα δίχως καμία προοπτική άμεσης διάθεσης.
Η διάμεση συνολική επιφάνεια εξοχικής κατοικίας μαζί με τους βοηθητικούς χώρους, που διατίθεται μέσω αγγελιών διαμορφώνεται σήμερα στα 144 τ.μ. Είναι εξαιρετικά μεγάλη και αποτυπώνει την τάση για υπερβολή. Οι μεγαλύτερες επιφάνειες καταγράφονται στην Αράχωβα στα 160 τ.μ, λόγω της πληθώρας νέων μεζονετών στο Λιβάδι και οι μικρότερες στα Τρίκαλα Κορινθίας στα 130 τ.μ, λόγω των παλαιότερων και πιο τυπικών κτισμάτων που προσφέρονται.
Η διάμεση ηλικία εξοχικής κατοικίας που διατίθεται μέσω αγγελιών διαμορφώνεται σήμερα στα 22,5 χρόνια. Η μεγαλύτερη ηλικία κατασκευών καταγράφεται στο Καρπενήσι με 37 χρόνια και η μικρότερη στην Αράχωβα και στον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας με 17 έτη.
Χαρακτηριστικά Αγοράς Εξοχικών Κατοικιών
Μέχρι και πριν την πανδημία, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό κατοικιών εισήλθε σε πλατφόρμες βραχυπρόθεσμης ενοικίασης. Από τον Μάρτιο 2019 και μετά η τάση επιβραδύνθηκε, και το 2022 – 2023 φάνηκαν νέα σημάδια αύξησης της προσφοράς.
Λόγω αδυναμίας ανανέωσης τυπικών μισθώσεων με τη σεζόν και γενικότερης τάσης για ενοικίαση παρά για αγορά, η προσφορά θα βαίνει αυξανόμενη στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η Αράχωβα έχει δημιουργήσει μια ιδιαίτερη κατηγορία, η οποία διαφοροποιείται απόλυτα από τις υπόλοιπες περιοχές. Παρόλα αυτά, η δυναμική της περιοχής φαίνεται καθηλωμένη.
Η ζήτηση έχει υποχωρήσει σε ανησυχητικά επίπεδα κυρίως στο Καρπενήσι και στον Άγιο Αθανάσιο, καθώς η πλειοψηφία των αγοραστών προέρχεται από την Ελλάδα. Τα Τρίκαλα Κορινθίας, λόγω της μικρής απόστασης από την Αθήνα, φαίνεται να αντιστέκονται στη μεγάλη μείωση των αξιών.
Μακροπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει σημαντικά τις κατοικίες σε περιοχές που εξαρτώνται από χιονοδρομικά κέντρα, εφόσον τα τελευταία μειώνουν συνεχώς τις ημέρες λειτουργίας τους λόγω ανυπαρξίας χιονιού. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει εύκολη χρηματοδότηση στην Ευρώπη για χιονοδρομικά κέντρα χαμηλότερα των 2.500 μ, ενώ η αύξηση του κόστους ενέργειας για την λειτουργία τους θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο ρίσκο στις τοπικές αγορές.