Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Κυρίαρχος ο Μητσοτάκης δύο χρόνια μετά την εκλογή του – Τι δείχνουν τα γκάλοπ

 Κυριάκος Μητοτάκης 

Στο δεύτερο μισό της θητείας της μπαίνει η κυβέρνηση με τη συμπλήρωση 2 χρόνων από τη μεγάλη νίκη της 7ης Ιουλίου 2019, οπού Κ. Μητσοτάκης και Ν.Δ. να παραμένουν κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνίου.

Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με πληροφορίες, εννοεί απολύτως ότι θα εξαντλήσει την τετραετία, πιστεύοντας ότι το μεταρρυθμιστικό έργο που έχει γίνει ήδη και το αναπτυξιακό έργο των επόμενων δύο χρόνων θα μεγαλώσει την καθαρή πολιτική υπεροχή που έχει και θα καταστήσει εύκολη την απάντηση στο επόμενο εκλογικό δίλημμα: «Θέλετε να συνεχίσουμε ή να επιστρέψουμε στην υπανάπτυξη και τον διχασμό;».

Παρά τον ασύμμετρο πόλεμο του Εβρου, την περσινή άκρως προκλητική και επικίνδυνη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο και -κυρίως- την πανδημία, η κυβέρνηση κατάφερε να αλλάξει το πολιτικό κλίμα, αλλά και να αφήσει πίσω της τη 10ετή κρίση των Μνημονίων. Υπάρχει πολιτική σταθερότητα, υπάρχει ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας, αλλά και σαφής βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας και των διπλωματικών συμμαχιών της. Εχει ενισχυθεί η θεσμικότητα κι έχουν υποχωρήσει η τοξικότητα και ο διχασμός. Ενώ στη διάρκεια της πανδημίας εμφανίστηκε το πιο ισχυρό κοινωνικό κράτος που υπήρξε ποτέ στη χώρα, γεγονός που αναγνωρίστηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.

Δημοσκοπήσεις

Αυτά έχουν καταγραφεί και σε όλες τις δημοσκοπήσεις αυτής της διετίας. Η εκλογική βάση της Ν.Δ. παραμένει συσπειρωμένη, οι κεντρώοι κι ένα τμήμα της Κεντροαριστεράς που ψήφισε για πρώτη φορά Ν.Δ. συνεχίζουν να στηρίζουν τον Κ. Μητσοτάκη. Ο οποίος στο μεταξύ έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ., κατοχυρώνοντας την πολιτική ηγεμονία του στον χώρο του Κέντρου. Στην πρώτη δημοσκόπηση που έκανε η Pulse μετά τις εκλογές του 2019 (19/9/2019) ο Κ. Μητσοτάκης είχε προβάδισμα 17 μονάδων από τον Αλ. Τσίπρα στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός (44%-27%), ενώ στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. είχε προβάδισμα 13,5 μονάδων του ΣΥΡΙΖΑ (39,5%-26%). Στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse που έχει δημοσιευτεί (2/6/2021) το προβάδισμα του Κ. Μητσοτάκη έναντι του Αλ. Τσίπρα στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός είναι 18 μονάδες (43%-25%), ενώ στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ με 13 μονάδες (36,5%-23,5%). Σε αυτή την έρευνα βρέθηκε και το εντυπωσιακό στοιχείο ότι σε βάθος δεκαετίας είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση μετά από 2 χρόνια διακυβέρνησης πλεονεκτεί τόσο καθαρά έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι ίδιες αντιστοιχίες υπάρχουν και στις μετρήσεις π.χ. της Marc (8/9/2019-27/6/2021): Ο Κ. Μητσοτάκης στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός προηγούνταν τον Σεπτέμβριο του 2019 με 24,6% του Α. Τσίπρα, ενώ τον Ιούνιο του 2021 προηγούνταν με 27,6%. Ενώ στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. προηγούνταν προ διετίας με 16,1% και τώρα με 16,4%.

Το συμπέρασμα είναι προφανές. Η κοινωνία γύρισε σελίδα. Εγκατέλειψε οριστικά την πολιτική της αδράνειας, του διχασμού και του πολιτικού αταβισμού και έχει προσχωρήσει στην πολιτική των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, του κράτους πρόνοιας, της αποτελεσματικότητας, του έργου και της θετικής ατζέντας. Πρόκειται για μια άνιση μάχη, στην οποία ο πολιτικά φθαρμένος και παραγωγικά εξαντλημένος Αλ. Τσίπρας δεν έχει την παραμικρή τύχη. Κι αυτό το γνωρίζει. Γι’ αυτό και ο πραγματικός, αλλά ανομολόγητος στόχος του, είναι η παραμονή στην ηγεσία ενός φθίνοντος κόμματος, το οποίο συνεχίζει να σκέπτεται και να δρα με τους όρους του καταδικασμένου χθες.

Ένα απίστευτο ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα

Γράφει ο Πάνος Σταθόπουλος [Ειδικός εκλογικός αναλυτής]

Καθώς φτάνουμε στη συμπλήρωση δύο χρόνων από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια πρωτόγνωρη εικόνα. Το κυβερνών κόμμα και ιδίως ο πρωθυπουργός βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο σημείο αποδοχής και υποστήριξης απ’ ό,τι βρίσκονταν στην προεκλογική περίοδο, ενώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αρχηγός του είναι χαμηλότερα από τις προεκλογικές αποτυπώσεις. Μπορεί να συμβεί στους πρώτους μήνες μίας νέας διακυβέρνησης, αλλά σπάνια εμφανίζεται κάτι αντίστοιχο δύο χρόνια μετά τις εκλογές, αφού ο γενικός κανόνας παντού στον κόσμο είναι οι κυβερνήσεις να υφίστανται φθορά και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να την εισπράττουν. Τουλάχιστον στα δικομματικού τύπου πολιτικά συστήματα, το σύνηθες είναι να εισπράττει η αξιωματική αντιπολίτευση το κύριο μέρος από τη μοιραία απομείωση της κυβέρνησης, με ζητούμενο βεβαίως πάντα την υπέρβαση ή όχι του σημείου ισορροπίας που μπορεί να οδηγήσει και σε εναλλαγή της εξουσίας.

ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ πολιτικό σύστημα όπως το έχουμε γνωρίσει από το 1974 ο κανόνας αυτός ήταν απόλυτος, χωρίς καμία εξαίρεση. Ακόμα και στα πρώτα χρόνια, παρότι δημοσιεύονταν σπάνια και περιστασιακά δημοσκοπήσεις, είναι χαρακτηριστική η απομείωση της Ν.Δ. από το δυσθεώρητο 54% του 1974 στο 36% του 1981, αλλά και η απομείωση του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια από το 48% με προβάδισμα 12 μονάδων στην ήττα με 8 μονάδες διαφορά το 1990. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η ανατροπή αυτή εις βάρος του ΠΑΣΟΚ είχε πλήρως καταγραφεί στις πρώτες ουσιαστικά δημοσκοπήσεις που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στη χώρα μας με κάποια συχνότητα από το 1987. Εκτοτε, οι δημοσκοπήσεις υπάρχουν στην πολιτική μας ζωή με διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα και μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με λεπτομέρειες το διαρκές άνοιγμα-κλείσιμο της βεντάλιας υπέρ και κατά των δύο κυρίαρχων κομμάτων του τελευταίου ισχυρού ελληνικού δικομματισμού που κράτησε μέχρι το 2009.

ΜΑΣ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ όμως να γνωρίζουμε και τη συνέχεια, όπου, παρά τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012 και την πλήρη απορρύθμιση του κομματικού μας συστήματος, η μοίρα της φθοράς δεν εγκατέλειψε ούτε τη βραχύβια κυβέρνηση Σαμαρά ούτε την «πανίσχυρη» κυβέρνηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. όπως προς στιγμήν φάνηκε το 2015. Από τον Ιανουάριο του 2016, η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη πήρε κεφάλι στις δημοσκοπήσεις, αλλά το εντυπωσιακό και εξαιρετικά διαφορετικό είναι ότι όχι μόνο εξακολουθεί να διαθέτει το προβάδισμα πεντέμισι χρόνια μετά, αλλά να το κάνει σταθερά πλέον με αυξημένη εμβέλεια επιρροής σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα πριν από δύο χρόνια. Στη διάρκεια αυτή, έχουν δημοσιευθεί στη χώρα περίπου 120 δημοσκοπήσεις, η μέση αποτύπωση των οποίων παρουσιάζεται σε σύγκριση με τα εκλογικά αποτελέσματα. Οπως καταγράφεται, η αποτύπωση εκλογικής επιρροής της Ν.Δ. βρίσκεται ψηλότερα από τις εκλογές (40,4%) και ενώ υπάρχουν 12,1% αναποφάσιστοι που βεβαίως δεν υπάρχουν στο εκλογικό αποτέλεσμα (στους υπολογισμούς έχουν αφαιρεθεί μόνο όσοι δίνουν απαντήσεις αποχής), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται σχεδόν 8 μονάδες χαμηλότερα από την εκλογική του επίδοση (23,2%).

ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ είναι όμως η αποτύπωση που προκύπτει στην επιλογή του καταλληλότερου πρωθυπουργού, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει συγκεντρώσει κατά μέσο όρο στα δύο χρόνια της διακυβέρνησής του τη θετική γνώμη σχεδόν 1 στους 2, πολύ πιο πάνω και από την πρόθεση ψήφου της Ν.Δ. (48,7%), ενώ ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται περιχαρακωμένος στα όρια της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ (22,5%). Συμπέρασμα που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό αν συνυπολογίσει κανείς τη μέση αντίστοιχη αποτύπωση των δύο πολιτικών αρχηγών στην προεκλογική περίοδο του 2019 που έδινε τότε υπεροχή μόνο 6 μονάδων στον Κυριάκο Μητσοτάκη (33,5% προς 27,5%), ενώ στη μετεκλογική περίοδο η διαφορά ξεπερνά τις 26 μονάδες.

Η ΜΕΣΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ της μετεκλογικής περιόδου έχει βέβαια θεωρητικά την αδυναμία ότι ενδέχεται στην πιο πρόσφατη εποχή να σχηματίζονται νεότεροι συσχετισμοί και μάλιστα ως τάση προς κάποια κατεύθυνση (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ να μειώνει τη διαφορά). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η εταιρία Marc, με αύξηση της ψαλίδας σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρίας τον Απρίλιο και μάλιστα απολύτως ταυτόσημα με τη διαφορά που καταγράφεται ως μέση τάση στη διετία (17,2%).

ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ότι οι αποτυπώσεις αυτές δεν μπορούν να ερμηνευθούν με παραδοσιακούς όρους. Το γραμμικό σχήμα «κυβέρνηση-φθορά-ελπίδα για την αξιωματική αντιπολίτευση» δεν λειτουργεί, γιατί μετά από μία κρίση 13 χρόνων με Μνημόνια και παγκόσμια πανδημία, η ίδια η κοινωνία, αφυπνισμένη, θέλει πρώτα και πάνω απ’ όλα να αλλάξει επιτέλους τη σελίδα η χώρα. Οσο η σημερινή κυβέρνηση πείθει ότι προσπαθεί στην κατεύθυνση αυτή και ταυτόχρονα η αντιπολίτευση πολιτεύεται με τους «παλιούς όρους», είναι βέβαιο ότι οι συσχετισμοί δεν θα αλλάζουν.


ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ
ΠΡΟΘΕΣΗ ΨΗΦΟΥ  2019 ΔΙΕΤΙΑ (Μ.Ο.) 
Ν.Δ. 39,9 40,4
ΣΥΡΙΖΑ 31,5 23,2
ΚΙΝ.ΑΛ. 8,1 6,5
ΚΚΕ 5,3 5,4
Ελλ. Λύση 3,7 4,1
ΜέΡΑ25 3,4 3,1
Αλλο 8,1 5,2
Αναποφάσιστοι  – 12,1
Διαφορά Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ 8,4 17,2

 

ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΟΣ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ 2019 (Μ.Ο.) ΔΙΕΤΙΑ (Μ.Ο.) 
Κ. Μητσοτάκης 33,5 48,7
Αλ. Τσίπρας 27,5 22,5
Διαφορά 6,0 26,2

 

ΠΡΟΘΕΣΗ ΨΗΦΟΥ  ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ
(MARC) 2021 2021
Ν.Δ. 39,3 39,5
ΣΥΡΙΖΑ 22,7 22,3
ΚΙΝ.ΑΛ. 7,3 6,7
ΚΚΕ 5,8 5,8
Ελλ. Λύση 4,6 3,6
ΜέΡΑ25 3,1 3,1
Αλλο 5,0 5,5
Αναποφάσιστοι 12,2 13,5
Διαφορά Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ 16,6 17,2

Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής