Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

«Πατριδοτοπία»

Αφορμή ΟΙ  ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ. Αναδημοσιεύω από το  eupolis.org αυτό που στέλνει από την Αγγλία ο φοιτητής Χρίστος Μπόρας.
Όχι προϊόν μονοδιάστατης και κατακερματισμένης σκέψης. Αλλά ανασκαφή στην –ενταφιασμένη από το σύγχρονο Έλληνα –τέχνη της ζωής.  (γ. κ.)
 «Πατριδοτοπία»
Του Χρίστου Μπόρα
Σε αυτή την αργόσυρτη πορεία μέσα στον χρόνο , στις λαμπρές και στις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας , διαμορφώθηκε μια πατρίδα. Δηλαδή ένας λαός, μία κοινωνία που κάποτε τελειοποίησε ορισμένες πτυχές της καθημερινότητάς του, προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο, τα ανθρώπινα , τα μη ανθρώπινα και τα πανανθρώπινα.
Ήταν οι λαμπρές πτυχές όπου ο άνθρωπος μαστόρευε την ζωή του, έφτιαχνε από χώμα και νερό, ως άλλος πλάστης , ήταν άνθρωπος-μάστορας νού και χεριών. Άφησε ένα έργο το οποίο ενέπνευσε τις άλλες κοινωνίες να δοκιμάσουν , να ενσωματώσουν ότι ταίριαζε με την δική τους ζωή.
Κάποια στιγμή στην ευρύτερη περιοχή , γεννήθηκαν δυό ιδέες. Δεν θα αναφερθώ ποιά είναι η σωστή και ποιά η λάθος. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Όμως, μέσα σ’ αυτή την εξελικτική πορεία του ανθρώπου επαναπροσδιορίστηκαν ή συνεχίστηκαν βασικές έννοιες και αξίες . Είχαμε μία έντονη εποχή που ο κόσμος πάλι μαστόρευε την ζωή του και προσδοκούσε να βρεί την συνέχειά του.
Αυτές οι εποχές όμως άλλαξαν και ο άνθρωπος πέρασε είτε στην μάζα, έχασε το πρόσωπό του , έγινε κάτι το αθροιστικό είτε έγινε ένας καταναλωτής , μια μονάδα που έπαψε να είναι επώνυμος μάστορας , έπαψε να σμιλεύει και άρχισε να επιλέγει. Άρχισε μία ζωή του σουπερμάρκετ. Διαλέγει κατάστημα, διαλέγει προϊόν.
Αυτή η διαδικασία λοιπόν , άρχισε να περιορίζει τους παλιούς διαπροσωπικούς συνεκτικούς κρίκους μια κοινωνίας, άρχισε να επιλέγει, να εκπροσωπείται, άρχισε να επιλέγει τροφή , άρχισε να επιλέγει πλέον διαμεσολαβητές. Έχασε την επαφή του με την «πατρίδα». Δηλαδή την κοινωνία, την τοπική κοσμοθεωρία και ανθρωπολογία, τα άλλα επώνυμα πρόσωπα του χώρου του , τον αυτοβιώσιμο τρόπο ζωής του. Έπαψε να παράγει πατρίδα, κοινωνία, συμβολισμούς, ήθη, έθιμα και τα αντικατέστησε με την αναπαραγωγή. Άρχισε να επιλέγει από το ράφι. Έγινε καταναλωτής από τις ιδέες μέχρι τα αυγά .
Έτσι αρχίζει να οπισθοδρομεί και να επαναφέρει τις παθογένειες που ακόμα και σε ορισμένες πτυχές τους, οι προπάτορές του ή έστω κάποιοι μακρινοί συγγενείς του είχαν λύσει. Και έτσι σήμερα υπάρχει ένας χώρος με πέτρες, τσιμέντα, σίδερα, χρήματα και ανθρώπους. Με ράφια ,κερδοσκόπους και ωφελιμιστές. Με εργάτες, αστούς και τις υποδιαιρέσεις τους. Δεν έχει όμως μάστορες. Και χωρίς μάστορες δεν κάνεις πατρίδες , δεν κάνεις κάτι για το οποίο να είσαι υπερήφανος , που να μπορεί να νικά και να είναι όμορφο. Όχι μπαρόκ και ακριβό, όχι γιαπισμός. Να είναι ψυχικά όμορφο.
Γι’ αυτό, πιστεύω, όποιος αγαπά την πατρίδα ως χώρο, ως τόπο, ως κοινωνία , ως λαό, ως μια εξέλιξη όλων αυτών που κάποιοι παππούδες ενός ψηφιδωτού συνέθεσαν κάποτε, οφείλει σήμερα να την μαστορεύει. Να δράσει συνειδητά για να καταπολεμήσει τα λάθη του και να προσπαθήσει να φτάσει το αιώνιο, το άφθαρτο, μια πορεία για το καλύτερο και το ιδανικό. Μια κοινωνία , ένα λαό, μια πατρίδα που στο τέλος της ταπεινής μας ζωής να πούμε, σας άφησα έναν δικό μου κόσμο.
Γιατί σήμερα , αύριο, θα αναλάβουμε την παρακαταθήκη , μια πατρίδα των βιβλίων και των αγαλμάτων, αλλά όχι μια ζωντανή πατρίδα. Που θα είναι καμάρι μας για τις κοινωνικές της νόρμες, το πολιτικό παράγωγό της, την γνώση της, την αγάπη της για την ζωή, την φιλοκαλία της , για τις πόλεις της που αντικατοπτρίζουν την αγαπητική σχέση με τον τόπο και την οικουμένη.
Τί μας άφησαν να μας συγκινεί ? Τους Αιώνιους νεκρούς και το Τόπι.
27 Ιουνίου 2014
 
Γρηγορης Κλαδούχος