Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Κουκάκι: Πώς το Airbnb μεταμόρφωσε μία λαϊκή γειτονιά – Ο τουρισμός, το lifestyle και το τίμημα της αλλαγής

maketa-koukaki  

Το Κουκάκι δεν είχε ιδιαίτερη φήμη. Από τη δεκαετία του ’50 έως και τα τέλη του ’80 ήταν μια λαϊκή και βιοτεχνική συνοικία με συνεργεία, φανοποιεία, μικρά μηχανουργεία, ξυλουργεία και αποθήκες.

Η παλιά ταυτότητα άρχισε να ξεθωριάζει τη δεκαετία του ’90 και από το 2000, με την αύξηση στις τιμές των ακινήτων, την άφιξη του μετρό, τις πεζοδρομήσεις και το Αirbnb, η περιοχή άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή - πλέον διαθέτει τα πάντα: καφέ, μπαρ, εστιατόρια, γκαλερί, concept stores, βιβλιοπωλεία, άφθονα laundries, thrift shops, barber shops, ζαχαροπλαστεία, εργαστήρια τέχνης, pet shops, φαρμακεία, σούπερ μάρκετ, γκουρμέ παντοπωλεία. Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα, όπως εκμυστηρεύονται οι κάτοικοι της περιοχής.



Airbnb

Η ιστορία ξεκινά το 1897, όταν το πρώτο τμήμα της περιοχής εντάσσεται στο Σχέδιο Πόλης (Αρεοπαγίτου - Μακρυγιάννη), με το υπόλοιπο να ακολουθεί τη δεκαετία του ’30, με τη μαζική οικοδόμηση λόγω των Μικρασιατών προσφύγων και της ραγδαίας αστικοποίησης. «Η συνοικία Κουκάκι αρχίζει ουσιαστικά να οικοδομείται στις αρχές του 20ού αιώνα με το όψιμο νεοκλασικό ύφος της εποχής. Η ταχεία οικιστική ανάπτυξή της τις δεκαετίες 1960 και 1970 τής προσέδωσαν τον κυρίαρχο υλικό αστικό χαρακτήρα της, ο οποίος ορίζεται από τις εξαώροφες πολυκατοικίες», εξηγεί ο αρχιτέκτονας και κάτοικος της περιοχής Μανώλης Αναστασάκης.

«Η περιοχή της συνοικίας η οποία γειτνιάζει με τον περιφερειακό του λόφου Φιλοπάππου, έχει δομηθεί με κτίρια χαμηλότερου ύψους και διατηρείται ακόμα ένας χαρακτήρας ηπιότερης αστικής δόμησης και με μεγαλύτερη αναλογία νεοκλασικών κτιρίων. Στον πυκνοδομημένο χαρακτήρα της συνοικίας, προς τα όρια με τη Λεωφόρο Συγγρού και την Καλλιθέα, οι πολυκατοικίες ορίζουν το μοντέρνο ύφος της περιοχής, με τα νεοκλασικά κτίρια να είναι διάσπαρτα και μεμονωμένα», συμπληρώνει.

Χωροταξικά, ως Κουκάκι ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στη Λεωφόρο Συγγρού (ανατολικά) και τον λόφο του Φιλοπάππου (δυτικά), με νότιο όριο την οδό Λαγουμιτζή και βόρειο τη Ζαν Μωρεάς και την Παναιτωλίου, με πυρήνα τις οδούς Βεΐκου, Δημητρακοπούλου, Ολυμπίου, και Φαλήρου. Στην πράξη, τα όρια είναι θολά. Για πολλούς επισκέπτες, περίοικους και «όψιμους» Κουκακιώτες, το Κουκάκι εκτείνεται και περιλαμβάνει τις διακριτές συνοικίες Γαργαρέττα και Μακρυγιάννη.

«Εγώ λέω ότι μένω Μακρυγιάννη, όχι Κουκάκι», διευκρινίζει γελώντας ο Νίκος Καραλέκας, αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων και κατασκευαστής, που μιλά με πάθος για τη γειτονιά που έζησε από παιδί - και τις όμορές της που βαφτίστηκαν καταχρηστικά «Κουκάκι». «Δεν υπήρξε ποτέ πολύ πλούσιο μέρος. Ηταν μια απλή αστική γειτονιά με οικογενειακό χαρακτήρα, με μονοκατοικίες που αντιγράφανε νεοκλασικά, τις πρώτες πολυκατοικίες με τις αντιπαροχές τις δεκαετίες ’60-’70, ένα κύμα φυγής κατοίκων στα βόρεια και νότια προάστια τη δεκαετία του ’90 και τον ερχομό εργατών και μεταναστών».

Εμπειρίες

Η μεταμόρφωση της περιοχής ξεκίνησε ουσιαστικά με την άνοδο του Airbnb, γύρω στο 2015, και κορυφώθηκε το 2017-2018, παράλληλα με την έξοδο από την κρίση και μια έκρηξη οικοδομικής δραστηριότητας. Μέχρι τότε, λέει ο κ. Καραλέκας, το Κουκάκι ήταν μια ήσυχη γειτονιά, με φοιτητές, εργάτες, δημοσίους υπαλλήλους και ανθρώπους με χαμηλά κυρίως εισοδήματα. «Το Airbnb κάλυψε την αυξημένη ανάγκη για τουριστικές κλίνες, αξιοποιώντας κενά ή εγκαταλελειμμένα σπίτια και αναβαθμίζοντας εμπορικά την περιοχή. Το κέντρο έγινε πιο ελκυστικό και το Κουκάκι άρχισε να “πουλάει” μια εμπειρία παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς», εξηγεί.

 Πέραν των κατοικιών βραχυχρόνιας μίσθωσης, η ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, παρατηρεί ο κ. Αναστασάκης από τη δική του σκοπιά, έχει οδηγήσει στην ανακαίνιση των παλαιότερων κτιρίων (νεοκλασικών και μεσοπολεμικών) όσο και στην ανέγερση νέων, κάποια εκ των οποίων με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία.

Τα προβλήματα

Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα. Οι μόνιμοι κάτοικοι αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα καθημερινότητας. «Τα πεζοδρόμια είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Οι δρόμοι έχουν λακκούβες και είναι κακοσυντηρημένοι. Τα σκουπίδια είναι το άλλο σοβαρό πρόβλημα: εξαιτίας των πολλών καταστημάτων εστίασης και των Airbnb συγκεντρώνεται όγκος απορριμμάτων και αργεί η συλλογή τους. Επιπλέον, υπάρχει ζήτημα με το πάρκινγκ, καθώς οι πολυκατοικίες είναι παλιές χωρίς γκαράζ, ενώ η κατάσταση εντείνεται όταν γίνονται παραστάσεις στο Ηρώδειο. Πρέπει να δοθεί στην περιοχή ιδιαίτερη προσοχή», λέει ο κ. Καραλέκας.

Παράλληλα, φαίνεται ότι το αναγεννημένο Κουκάκι δεν είναι φιλόξενο για όσους αναζητούσαν στέγη ή αναγκάζονταν να ξενοικιάσουν. Το επιβεβαιώνουν τα γκραφίτι «Airbnb παντού, γείτονες πουθενά» στους τοίχους προς Φιλοπάππου, τα λόγια μιας γυναίκας την Παρασκευή, στην άδεια από κόσμο λαϊκή στην οδό Ζαχαρίτσα: «Το έχετε ξαναδεί αυτό; Εχουμε πάγκους αλλά όχι κατοίκους να ψωνίσουν. Τους έδιωξε το Airbnb!».

Πόσο πάει το τετραγωνικό μέτρο;

Η Μίνα Χαρμπαλή, ιδιοκτήτρια του μεσιτικού γραφείου Katoikia Real Estate και αντιπρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής, δίνει την εικόνα από την πλευρά της αγοράς ακινήτων:
«Το Κουκάκι είναι μία από τις πιο δημοφιλείς γειτονιές της Αθήνας τα τελευταία χρόνια, που προσφέρει υψηλή ποιότητα ζωής και ησυχία. Εχει γνωρίσει ραγδαία τουριστική ανάπτυξη κυρίως λόγω του Airbnb, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στα ενοίκια και τις πωλήσεις ακινήτων. Οι τιμές για αγορά έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει τα 2.500€/τ.μ., ενώ η περιορισμένη διαθεσιμότητα ποιοτικών ακινήτων κάνει την εύρεση κατοικίας δύσκολη, ειδικά για μόνιμους κατοίκους». Αυτή τη στιγμή περί τα 625 ακίνητα διατίθενται προς πώληση και περίπου 120 προς ενοικίαση.

«Η τουριστική υπερφόρτωση -ιδιαίτερα στις περιοχές γύρω από την Ακρόπολη, Μακρυγιάννη και Φιλοπάππου- έχει αλλάξει τη φυσιογνωμία του Κουκακίου, με τους επενδυτές βραχυχρόνιας μίσθωσης (Ελληνες και ξένους) και τους ψηφιακούς νομάδες να αντικαθιστούν τους μακροχρόνιους κατοίκους. Η περιοχή έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού, όμως εξακολουθεί να προσελκύει νεανικό και καλλιτεχνικό κοινό, μέσης ή ανώτερης εισοδηματικής τάξης, που ενδιαφέρεται για πολιτισμό, τέχνη και city lifestyle», σημειώνει. Στα μάτια του Νίκου, το Κουκάκι είναι μια πανέμορφη μικρογραφία της παλιάς Αθήνας, με στοιχεία από την αρχαία έως τη σύγχρονη εποχή. Μια γειτονιά πολύχρωμη και πολυσυλλεκτική, με ανθρώπους κάθε είδους -οικογένειες, παιδιά και ηλικιωμένους, digital nomads, συνταξιούχους από το εξωτερικό και φοιτητές-, με τη χαρακτηριστική οικειότητα των κατοίκων που γνωρίζονται, χαιρετιούνται και δεν απομονώνονται στα διαμερίσματά τους.

Με ένα πνεύμα «κουκακιώτικο» πανταχού παρόν επί δεκαετίες, από το «Μικρό Παρίσι» με τα διατηρητέα στις οδούς Φιλοπάππου και Τσάμη Καρατάσου στις στριμωγμένες εργατικές κατοικίες χαμηλά στις Βεΐκου και Δημητρακοπούλου, και από εκεί στις «όχθες του Σηκουάνα» στη Συγγρού, στις πιάτσες όπου, σαν άλλες παριζιάνες του 19ου αιώνα, οι τραβεστί -όπως αποκαλούνταν στα 80s και στα 90s οι τρανς γυναίκες- πουλούσαν έρωτα σε άνδρες που γύρευαν τη συντροφιά τους.

Ιστορίες

Παρά τη σαρωτική ανανέωση που έφερε το Airbnb, κάποιες παλιές επιχειρήσεις και στέκια διατηρούν τον αέρα μιας άλλης εποχής, όπως οι δύο «Τάκηδες» - το στεγνοκαθαριστήριο της Οδυσσέα Ανδρούτσου, από το 1967, και ο φούρνος της Μισαραλιώτου, από το 1971, οι «Ακρίτες» ενός Κουκακίου που χάνεται στον χρόνο. «Ηταν το μόνο μαγαζί ανάμεσα σε συνεργεία και ανταλλακτικά», λέει ο Γιώργος Μουρίκης για το στεγνοκαθαριστήριο των γονιών του, Αναστασίας και Παναγιώτη, που πλέον λειτουργεί ο ίδιος. Μεγαλωμένος στη γειτονιά, θυμάται τη Φαλήρου μια αλάνα ως τη Συγγρού για μπάλα και τις μυρωδάτες πίτες που έφτιαχναν οι νοικοκυρές με τους καρπούς από τις «φορτωμένες» μουριές.

Θυμάται αφηγήσεις του πατέρα του, που πήγαινε πιτσιρικάς για βουτιές στις μεγάλες, ανοιχτές δεξαμενές ύδρευσης στο Περιβολάκι, αλλά και την ατάκα ενός πελάτη του παππού του για το πώς γέμισε τραπεζοκαθίσματα το Κουκάκι, όταν στα χρόνια του «η μόνη καρέκλα που υπήρχε ήταν στο φαρμακείο της Μαίρης για να σου παίρνουν την πίεση».

Xωματόδρομοι

Οι άνθρωποι μιας περιοχής είναι οι φύλακες της ιστορίας της, σαν τις ρίζες που συγκρατούν το χώμα. Μια τέτοια πολύτιμη «ρίζα» για το Κουκάκι είναι και ο Μιχάλης Κοσμίδης, ιδιοκτήτης του ομώνυμου ζαχαροπλαστείου στη Δράκου: «Το πρώτο μας κατάστημα το άνοιξε ο πατέρας μου, Νίκος Κοσμίδης, το 1963, λίγο πιο πάνω, και από το 1985 είμαστε στη σημερινή μας θέση. Λειτουργούσε και με σερβίρισμα, όταν ακόμα δεν υπήρχαν καφετέριες με τη σημερινή έννοια. Ερχονταν αγόρια και κορίτσια μετά το σχολείο για καφέ, γλυκό ή παγωτό. Η lemon pie, με τη συνταγή του πατέρα μου εδώ και χρόνια, ήταν και παραμένει το χαρακτηριστικό μας προϊόν. Πριν από αυτό, ο πατέρας μου είχε φτιάξει την πρώτη καντίνα στην Ελλάδα -ένα ambulance [ασθενοφόρο] που είχαν αφήσει οι Αγγλοι, το 1953, το οποίο στήθηκε στην Ακρόπολη -μέχρι που μας σταμάτησαν το 1967 λόγω χούντας- και, όταν δεν υπήρχαν τουρίστες, πήγαινε σε πανηγύρια».

Ο κ. Κοσμίδης μάς συστήνει στην παλιά του γειτονιά: «Οταν ήρθαμε εδώ ήταν ακόμα χωματόδρομος. Περνούσε το τραμ, που ξεκινούσε από τη Μακρυγιάννη και πήγαινε μέχρι Καλλιθέα, και μετά τα κίτρινα λεωφορεία και τα τρόλεϊ. Απέναντι ήταν το εργοστάσιο του Φιξ και στην Καλλιρρόης ήταν ακόμη ανοιχτό το ποτάμι του Ιλισού. Υπήρχε ένα μικρό δρομάκι δίπλα στο εργοστάσιο για να φορτώνουν τα φορτηγά, και απέξω, στη μέση του σημερινού μουσείου, έρχονταν οι παγοπώληδες με τρίκυκλα μηχανάκια και φόρτωναν κολόνες πάγου για να τις αφήσουν με την τσουγκράνα στα σπίτια με τα ξύλινα ψυγεία».

Βλέπει την αλλαγή στην περιοχή του αλλά δεν αισθάνεται άβολα. Το αντίθετο. Η εξέλιξη είναι μια λέξη συνυφασμένη με το Κουκάκι και τους κατοίκους του.

Μια μποέμ κοινότητα

Η καλλιτεχνική παράδοση μιας γειτονιάς κάτω από την Ακρόπολη

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, το Κουκάκι υπήρξε σπίτι και δημιουργικό καταφύγιο για καλλιτέχνες όπως ο Παρθένης, ο Βασιλείου, ο Μπουτέας, η Κωχ, ο Θεοδωράκης, ο Κακογιάννης, ο Καβάκος, ο Θεόδωρος, η Μυλωνά.

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η γειτονιά ανέπνεε έναν μποέμικο αέρα, που ακόμα νιώθεις να γλιστρά στα στενά, ανάμεσα σε μουσεία, μικρά ατελιέ, καλλιτεχνικά στέκια και εργαστήρια, όπως το Αρτ Τουτού της εικαστικού Κατερίνας Χριστοπούλου. «Μένω στο Κουκάκι τα τελευταία 30 χρόνια. Στην αρχή ήταν μια τυπικά λαϊκή γειτονιά του κέντρου, κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης, όπου ζούσαν και ζουν άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν χαλαρές και φιλικές, χωρίς να διαμορφώνεται κάποιος πυρήνας. Μετά το 2000, η γειτονιά ανανεώθηκε προσελκύοντας νέους ανθρώπους, οικογένειες, ζευγάρια ακόμα και καλλιτέχνες που ήθελαν να μένουν στο κέντρο.

Το gentrification όμως ήρθε γρήγορα και μαζί του και ο τουρισμός», σημειώνει.

Το ΕΜΣΤ

Η Κατερίνα αναφέρεται στο Φιξ και την πολυετή ανακαίνισή του σε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), που δημιούργησε προσδοκίες για ουσιαστικό διάλογο μεταξύ του αρχαίου κλέους και της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής. «Ομως, τα ενοίκια ακρίβαιναν, οι μόνιμοι κάτοικοι λιγόστευαν και οι διαθέσιμοι χώροι για τέχνη εξαφανίζονταν κάτω από το Airbnb και τα boutique ξενοδοχεία. Οι ελπίδες που είχαμε ως καλλιτέχνες να λειτουργήσουμε με κάποιο τρόπο τα κλειστά συνεργεία αυτοκινήτων της οδού Φαλήρου ή το Μίτσι -εμβληματικό κτίριο στη Βεΐκου- ως παράλληλες εστίες τέχνης και πολιτισμού, χάνονταν στην ανακαίνιση και το εύκολο χρήμα». Η ίδια, με συναδέλφους και φίλες, αντέδρασαν δημιουργικά απέναντι στη ραγδαία αλλαγή «Σε αυτό το κλίμα, ξεκινήσαμε με τις Βιργινία Αξιώτη και Ξανθίππη Τσαλίμη το “Αρτ Τουτού”, ένα ανοιχτό, μη κερδοσκοπικό καλλιτεχνικό εργαστήριο, αρχικά στην Παρθενώνος και πλέον στην Ερεχθείου. Είναι ένας χώρος για εκθέσεις, παιδικά εργαστήρια, καλλιτεχνικές συνεργασίες και εικαστικές δράσεις, που αντιστέκεται ακόμη στις πιέσεις του τουριστικού εμπορίου και υπερασπίζεται την πραγματική, ζωντανή πολιτιστική ταυτότητα της γειτονιάς».

Πυλώνες πολιτισμού

Είναι η ίδια ταυτότητα που διαμορφώνουν και συντηρούν μεγάλοι και μικρότεροι πολιτιστικοί πυλώνες: το Μουσείο Ακρόπολης, το Μουσείο Κοσμημάτων Ηλία Λαλαούνη, το ΕΜΣΤ και το Σπίτι του Σπύρου Βασιλείου, το σινεμά «Μικρόκοσμος» με την αγάπη για τον ποιοτικό και ανεξάρτητο κινηματογράφο, το υπόγειο θέατρο της Ραλλούς Μιχαλοπούλου κάτω από τον φούρνο «Μαμά Ψωμί», η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και τα θέατρα του Νέου Κόσμου σε απόσταση αναπνοής, οι «Κούκλες», το ιστορικό μαγαζί που σύστησε στο αθηναϊκό κοινό την τέχνη του drag show πριν από 30 χρόνια.

Βόλτα για φαγητό και κους κους

Ο... Κουκάκης και τα παραδοσιακά και hot στέκια μιας άλλοτε λαϊκής γειτονιάς

Οδός Δημητρακοπούλου, στάση Κουκάκι, καθημερινή πρωί. Ενας νέος άνδρας περιμένει το τρόλεϊ ενώ στο laundry, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, έχουν αρχίσει οι πρώτες στροφές. Στον κάδο ρούχα πολύχρωμα, όπως τα κτίρια κατά μήκος της οδού, η ριγέ πολυκατοικία στη διασταύρωση με τη Γεωργάκη Ολυμπίου, εκεί όπου έζησε στις αρχές του 20ού αιώνα ο κατασκευαστής σιδερένιων κρεβατιών Δημήτριος Κουκάκης, από τον οποίο και το όνομα της κάποτε ταπεινής και σήμερα hip γειτονιάς.

Στο βάθος του δρόμου, προς τη μεριά των Πετραλώνων, δυο γυναίκες συνομιλούν από τα μπαλκόνια τους, με τις φωνές τους να ντουμπλάρουν κόρνες αυτοκινήτων από τη Συγγρού και μέσα. Από πάνω, στη Βεΐκου, δυο φοιτητές φεύγουν με καφέ και ζυμωτά από το ακούραστο -ανοιχτό επί 24ώρου- «Τζάντε» και περπατούν όλο ευθεία για Πάντειο. Στο μεταξύ, τα καταστήματα είναι έτοιμα να υποδεχτούν τους πρώτους πελάτες τους.

Η γεύση

Η βόλτα στο Κουκάκι ξεκινά από το πρωί. Καφές και brunch στο «This is Loco», το «Hippy Hippo», το «Μπελ Ρέυ» ή το «ΚΙΝΩΝΩ» ή στο «Little Tree Books & Coffee» για βιβλιόφιλους. Για φαγητό, στην «Τζάιαντ» για αυθεντική ιταλική πίτσα, για αμερικάνικη εμπειρία στο «Sam Burgers» και στο «Tarantino Burgers», στο «Veganaki» και το «Peas Vegan & Raw Food» για vegan γεύσεις, παγωτό στο «Django Gelato», στο καφενείο «Συγγρουόμενο» και το «Ποτάμι» για χαλαρούς μεζέδες, για σουβλάκι στον «Καλύβα», στο «Kalamaki bar» και στο ιστορικό «Οι Γυναίκες», στο «Βουλκανιζατέρ», τα «12 πιάτα», το «Esthio», το «ΜάνηΜάνη» και τη «Φάμπρικα» του Ευφρόσυνου για πιο ιδιαίτερες γεύσεις, στο «Drupes and Drips» για άπερολ και στο «ΑνθρωπΑΣ» για χορό. Και για όσους αγαπούν τα ταξίδια, μια στάση Ταϊλάνδη στο «Tuk Tuk Thai Street Food» και το βράδυ Χαβάη στο «Tiki Bar Athens».

Ωστόσο, για γνήσιες εμπειρίες λαϊκής γειτονιάς πρέπει κανείς να επισκεφθεί τα παραδοσιακά καφενεία, όπως το «Koukaki Billiards» στην Ορλώφ, το «Αρχοντικόν» που έβαλε τραπέζια μπιλιάρδου και «αναστήθηκε» από τους νεαρούς θαμώνες, ή για φαγητό στον «Λόλο», στη Γεωργάκη Ολυμπίου. «Αυτό το μαγαζί το πήραμε από τον κύριο Θόδωρα, που το είχε για 35 χρόνια, και πέρασε στα χέρια μας, στη μάνα μου, σε μένα και τον Θανάση Γράσσο», λέει ο Νικόλαος Αθαναηλίδης. Τα τελευταία χρόνια, ο ανανεωμένος «Λόλος» προσφέρει μια μοναδική εμπειρία «κυρίως για τον τρόπο εξυπηρέτησης.

Ολα τα παιδιά που δουλεύουν εδώ είναι τρομερά ευγενικά, βγάζουν ένα ωραίο vibe, που χτίσαμε με τον Θανάση από την αρχή, διατηρώντας την αίσθηση του χωριού, την πιο ελεύθερη, όχι τόσο στημένη». Ακριβώς όπως όταν πρωτοήρθε στη γειτονιά. «Περνούσες, έπαιρνες ψωμί, έγραφαν στο μπλοκάκι. Μετά από το κρεοπωλείο, το ίδιο. Πληρώναμε μια φορά τον μήνα. Ηταν σαν χωριό και είπα “ας το δοκιμάσουμε”. Το έχουμε κρατήσει ως καφενείο για όλα αυτά τα παππουδάκια που μας στήριξαν από την αρχή, είναι το στέκι τους. Μετά, άρχισαν να έρχονται νέοι, κυρίως από το θέατρο της Δόρας Στράτου, και πλέον, μετά το μεσημέρι, ο κόσμος μας είναι κατά βάση από 30-35 και πάνω, αλλά και φοιτητές, κυρίως από το Πάντειο».

Ο πεζόδρομος

Στον ίδιο πεζόδρομο είναι και η «Αυλή», το στέκι που δεν απαρνείται η 22χρονη Εβελίνα, που θυμάται τα καρναβάλια στην Ολυμπίου, το άραγμα με την παρέα στο 70ό σχολείο στην Καλλισπέρη και έπειτα στις κερκίδες στην Παιδική Χαρά, την αγαπημένη της γειτονιά που θα «προδώσει» μόνο για να βρει φίλους και φίλες στα μεταλλικά παγκάκια έξω από το Πάντειο, για αραλίκι ως αργά το βράδυ.

Πολύ πιθανώς, πριν ακόμα η παρέα «τα σπάσει», το Κουκάκι θα έχει ήδη κοιμηθεί. Οταν ξημερώσει, ένας ήλιος στον αττικό ουρανό θα φωτίσει την περιοχή απ’ άκρη σ’ άκρη, λαμπυρίζοντας πάνω στις ξεχασμένες γραμμές του τραμ στη Μακρυγιάννη, στα νερά του συντριβανιού στο Περιβολάκι, πάνω στα σύρματα και τις μπασκέτες του γηπέδου στην Πλατεία Κουντουριώτου.