Άρθρο του Δημοσθένη Δαββέτα
Ο Μαρξ κι ο Φρόυντ οραματίστηκαν και επιθύμησαν
το τέλος της θρησκείας. Ο πρώτος την αποκάλεσε «όπιο των λαών» κι ο δεύτερος «
ψευδαίσθηση» πιστεύοντας ότι τελειωμένη οριστικά η θρησκεία θα ‘δινε την θέση
της στον 20αιωνα στην Τέχνη, η οποία και θα έπαιζε τον ρόλο του πνευματικού, ψυχικού
και αισθητικού γιατρού. Δίπλα σ αυτούς υπήρχε πάντα κι ο Νίτσε που είχε μιλήσει
για τον θάνατο του θεού.
Παρότι γι αυτόν τον τελευταίο τρέφω τεράστιο θαυμασμό
και εκτίμηση, εν τούτοις κι οι τρεις τους απέτυχαν στις αναλύσεις και
προβλέψεις τους. Το λυκόφως των θεών δεν έγινε ποτέ πράξη.
Σήμερα κι ειδικά από
την αρχή του αιώνα μας ζούμε την επιθετική επιστροφή του θρησκευτικού στοιχείου
το οποίο ίσως και να μην είχε φύγει ποτέ αλλά εμείς απλά το ξανά ανακαλύπτουμε
τώρα λόγω των αναγκών του καιρού μας.
Κι όμως μετά την πτώση του τοίχους του
Βερολίνου και την κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης, η Δύση κι ειδικά η Αριστερά ,
πίστεψαν ότι τελείωσαν οι ιδεολογίες, ότι τελείωσε η θρησκεία. Ότι όλα αυτά
ήταν απλά ψευδαισθήσεις.
Η πραγματικότητα διέψευσε για μια ακόμη φορά αυτή την
«ορθολογική» αριστερά που βάσισε την ύπαρξη της στην αντίληψη ότι όλα
θεραπεύονται μέσα από την ύλη, την οικονομία και την κοινωνιολογική ανάλυση.
Αυτή η αριστερή φιλοσοφία που στήριξε την ύπαρξη της στην δύναμη της τεχνικής
και της μηχανικής εξέλιξης και προόδου, που έκανε την επιστήμη «θεολογία», όπως
είπε και ο Νίτσε, αυτή η αριστερά, μοιάζει σήμερα ξεπερασμένη από την δύναμη
της θρησκείας, η οποία έρχεται να καλύψει το ταυτοτικό κενό των πολιτών και της
διακοινοτικές διαμάχες.
Όλα συνηγορούν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά το
θρησκευτικό θέμα. Η αριστερά είναι διχασμένη σ’ αυτό το ζήτημα. Βασικά υπάρχουν
δυο θέσεις αντιμετώπισης: η μια που βρίσκεται στην γραμμή του διαφωτισμού, του
Βολταίρου και η οποία είναι επιθετική απέναντι στην θρησκεία ζητώντας να διαλύσουν
τα τελευταία υπολείμματα του «κακόφημου», ή της «αποξένωσης». Κι υπάρχει και η
άλλη που παίρνει την θρησκεία ως καταφυγίου των καταπιεσμένων (γι’ αυτό και είναι
λιγότερο κριτικοί απέναντι στον ισλαμισμό, επειδή θεωρούν το Ισλάμ, «θρησκεία
των φτωχών»).
Ο διχασμός αυτός είναι ταυτόχρονα και διχασμός
της αριστερής ταυτότητας. Φέρνει σε οξεία αντιπαράθεση το ορθολογικό, υλιστικό
στοιχείο του μαρξισμού με το «θεολογικό», το όπιο, όπως το λέγε ο Μαρξ.
Ειδικά
στο θέμα του τζιχαντισμού στο οποίο όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι παίρνουν
αρνητική θέση ταυτίζοντας το με την βαρβαρότητα, η αριστερά κρατά μια διστακτική
και αμφιλεγόμενη στάση. Καταδικάζει την βία με γενικολογίες φέρνοντας
ταυτόχρονα στο ίδιο επίπεδο τα οικονομικά προβλήματα των μουσουλμανικών χωρών
και τον επιθετικό ρόλο του Ισραήλ.
Πρόκειται για υπεκφυγή. Κοροϊδεύει τον
εαυτό της. Αποφεύγει να δει κατά πρόσωπο το πρόβλημα. Η οικονομική και
κοινωνιολογική εξήγηση της θεολογικής προσήλωσης απέτυχε στην πράξη μιας και οι
περισσότεροι και πιο αδίστακτοι τζιχαντιστές, βομβιστές ή σφαγείς, δεν είναι
οικονομικά απόκληροι, αλλά είναι καλλιεργημένοι με πτυχία υψηλού επιπέδου, όπως
οι τρομοκράτες των δίδυμων πύργων στην νέα Υόρκη. Επίσης το να φέρνει στο ίδιο
επίπεδο κριτικής την οργάνωση της Χαμάς και το κράτος του Ισραήλ είναι λάθος. Γιατί
η Χαμάς είναι μια τρομοκρατική οργάνωση που δεν εκφράζει όλο τον παλαιστινιακό
λαό. Ενώ το Ισραήλ είναι εγγύηση για την ειρηνική ισορροπία στη Μέση Ανατολή.
Αποτέλεσμα αυτού του διχασμού της η
αριστερά φοβάται να καταδικάζει τους τζιχαντιστές για να μην τη πουν
ισλαμοφοβική. Και όσο είναι διχασμένη τόσο δε θα ξέρει πως θα αντιμετωπίσει το
θρησκευτικό στοιχείο, του οποίου η δυναμική και διαχρονική επιστροφή δεν
εξηγείται από υλικό κοινωνιολογικές αναλύσεις ή από αγνωστικισμούς που είναι
ένα είδος «όπιου» του αθεϊσμού. Η θρησκεία είναι βαθιά συνδεδεμένη με την
αγωνία των ανθρώπων για το επέκτεινα, για το πέρα-από-τα-υλικά-πράγματα, για
την ατέλειωτη ανάγκη του καθένα μας να βρει γαλήνη και ισορροπία στο πνεύμα και
την ψυχή του.
Δημοσθένης Δαββέτας
Καθηγητής φιλοσοφίας και της τέχνης, ποιητής,
εικαστικός, συγγραφέας.