Στην αρχή θα σε συνεπάρει η πανοραμική θέα του Κορινθιακού Κόλπου, στη
συνέχεια θα βρεθείς να χαζεύεις ένα ένα τα όμορφα χωριά που θα βρεθούν
στον δρόμο σου λίγο πριν σκαρφαλώσεις τα κράσπεδα των βουνών και χωθείς
μέσα στα πυκνόφυτα δάση. Τελικά αυτό που θα πάρεις μαζί σου από τούτο
τον τόπο είναι η δύναμη της φύσης που αποτυπώνεται ανεξίτηλα στις
εικόνες, στους ήχους και στα χρώματα.
Είχα διαβάσει πριν από αρκετά χρόνια πως εδώ, στα δάση του
Σαραντάπηχου της Εβροστίνας και της Καρυάς έβρισκαν καταφύγιο οι
τελευταίοι λύκοι του Μοριά -τουλάχιστον μέχρι το 1940- πριν τους
εξοντώσουν οι ασθένειες και το ανελέητο κυνήγι. Τότε μου είχε φανεί
κάπως υπερβολικό καθώς θεωρούσα πιο λογικό το μεγάλο αυτό σαρκοβόρο να
επιβίωνε σε βουνά όπως το Μαίναλο, ο Χελμός, ο Ερύμανθος ή ο Ταΰγετος.
Οταν βέβαια με τον καιρό άρχισα να περιηγούμαι τα σκιερά δάση που
καλύπτουν ακόμη την ορεινή περιοχή ανάμεσα στον Χελμό και τη Ζήρεια,
κατάλαβα το γιατί.Τούτος το τόπος, αν και απέχει μόλις λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου και τα μεγάλα αστικά κέντρα του, εκπέμπει μια πρωτόγνωρη άγρια γοητεία που ακόμη και σήμερα δεν περνά απαρατήρητη.
Βράχινες εξάρσεις ορθώνονται για πολλά μέτρα πάνω από χαράδρες και κοιλάδες. Παντού σκιερά δάση ελάτων, πεύκων και χαμηλότερα δρυών καλύπτουν σαν χαλί το τοπίο. Σπηλιές, γκρεμοί, βουερά ρυάκια συμπληρώνουν το ορεινό σκηνικό. Στο βάθος του ορίζοντα ποζάρουν, κάπως απόμακρες αλλά εύκολα διακριτές, οι κορυφές του Χελμού, της Ντουρντουβάνας, της Μικρής και της Μεγάλης Ζήρειας. Οι ασφαλτοστρωμένοι οδικοί άξονες που ξεκινούν από το παραλιακό Δερβένι και σκαρφαλώνουν προς το κεφαλοχώρι της Εβροστίνας για να κατευθυνθούν προς το Ορεινό Χελυδόρι ( άλλοτε Κούτος) και τον Πύργο ή ακόμα ψηλότερα, είτε προς Καρυά, Τρίκαλα ή Γκούρα και Φενεό, έχουν φαινομενικά τιθασεύσει τούτο τον αγριότοπο. Λίγο όμως σαν ξεφύγεις από την πεπατημένη, νιώθεις ότι βρίσκεσαι μόνος στη μέση του πουθενά.
Το αξιοπερίεργο είναι πως όλα αυτά μπορείς να τα ζήσεις στο χρονικό διάστημα του Σαββατοκύριακου, χωρίς να χρειαστεί να διανύσεις εκατοντάδες χιλιόμετρα αναζητώντας πιο απόμακρους ορεινούς προορισμούς και χωρίς να στερηθείς τις ανέσεις και τη θαλπωρή που προσφέρουν οι αρκετοί ορεινοί ξενώνες που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη γύρω περιοχή.
Η Εβροστίνα ή Ευρωστίνη (παλαιότερα Ζάχολη) απέχει 12,5 χιλιόμετρα από
το παραλιακό Δερβένι και θεωρείται, όπως θα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι,
το «μπαλκόνι» του Κορινθιακού κόλπου. Το χωριό, καθώς αναπτύσσεται στα
600 έως 750 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, προφέρει
αεροπορικών διαστάσεων θέαση προς τον κλειστό κόλπο.
Βέβαια, όσο κι αν σας τρώει η περιέργεια για τη συνέχεια της διαδρομής, η Εβροστίνα δεν είναι από τα μέρη που τα προσπερνάς εύκολα.
Το χωριό απλώνει τις δυο γειτονιές του σε μια σχετικά ομαλή ράχη του Μαύρου Ορους (υψόμ. 1.756) σ' έναν τόπο κατάφυτο από οπωροφόρα δέντρα (κερασιές, καρυδιές καστανιές, δαμασκηνιές), το καλοκαίρι περιβόλια πρασινίζουν τις πεζούλες (περίφημα είναι τα φασόλια Ζάχολης), ενώ ψηλότερα αρχίζει η ζώνη των μαύρων πεύκων και των ελάτων.
Στη μικρή όμορφη πλατεία με τον γεροδεμένο πλάτανο που βρίσκεται πάνω στον δρόμο σας θα σταθείτε για λίγο, θα πιείτε παγωμένο νερό από τις κρήνες και θα απολαύσετε τη θέα. Ενδιαφέρον είναι το ποταμάκι των Μύλων που διασχίζει το χωριό και μέρος της κοίτης του έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για περπάτημα. Στη συνέχεια θα κάνετε μια βόλτα στις πέτρινες γειτονιές όπου παρ' όλη την ανοικοδόμηση διατηρούνται μερικά γεροφτιαγμένα παμπάλαια σπίτια.
Με σύντομη παράκαμψη θα επισκεφθείτε τον οικισμό Χελυδόρι (3 χλμ.), όπου βρίσκεται το μετόχι της μονής του Προφήτη Ηλία, κτίσμα του 1740. Στην έξοδο του χωριού προς Γκούρα δεσπόζει ο ναός του Αγίου Γεωργίου (1811), το καμάρι της Εβροστίνας με τους 17 τρούλους (!).
Βέβαια, όσο κι αν σας τρώει η περιέργεια για τη συνέχεια της διαδρομής, η Εβροστίνα δεν είναι από τα μέρη που τα προσπερνάς εύκολα.
Το χωριό απλώνει τις δυο γειτονιές του σε μια σχετικά ομαλή ράχη του Μαύρου Ορους (υψόμ. 1.756) σ' έναν τόπο κατάφυτο από οπωροφόρα δέντρα (κερασιές, καρυδιές καστανιές, δαμασκηνιές), το καλοκαίρι περιβόλια πρασινίζουν τις πεζούλες (περίφημα είναι τα φασόλια Ζάχολης), ενώ ψηλότερα αρχίζει η ζώνη των μαύρων πεύκων και των ελάτων.
Στη μικρή όμορφη πλατεία με τον γεροδεμένο πλάτανο που βρίσκεται πάνω στον δρόμο σας θα σταθείτε για λίγο, θα πιείτε παγωμένο νερό από τις κρήνες και θα απολαύσετε τη θέα. Ενδιαφέρον είναι το ποταμάκι των Μύλων που διασχίζει το χωριό και μέρος της κοίτης του έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για περπάτημα. Στη συνέχεια θα κάνετε μια βόλτα στις πέτρινες γειτονιές όπου παρ' όλη την ανοικοδόμηση διατηρούνται μερικά γεροφτιαγμένα παμπάλαια σπίτια.
Με σύντομη παράκαμψη θα επισκεφθείτε τον οικισμό Χελυδόρι (3 χλμ.), όπου βρίσκεται το μετόχι της μονής του Προφήτη Ηλία, κτίσμα του 1740. Στην έξοδο του χωριού προς Γκούρα δεσπόζει ο ναός του Αγίου Γεωργίου (1811), το καμάρι της Εβροστίνας με τους 17 τρούλους (!).
ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ πίσω την Εβροστίνα θα ρίξουμε μια τελευταία κλεφτή ματιά στη γαλάζια επιφάνεια του Κορινθιακού, καθώς στη συνέχεια η πορεία μας χάνεται στην αγκαλιά των βουνών κερδίζοντας υψόμετρο με μερικές γρήγορες ανηφορικές και απότομες στροφές.
Υστερα από επτά χιλιόμετρα ανάβασης θα βρεθούμε σε ύψος 1.300 μέτρων, όπου ο δρόμος χωρίζεται σε τρία παρακλάδια. Το δεξί κρύβεται μέσα στο πυκνό δάσος και καταλήγει έπειτα από 6 χιλιόμετρα στο απόμερο χωριό Σαραντάπηχο (υψόμ. 1.250). Οσο κι αν ακούγεται σήμερα παράδοξο, το Σαραντάπηχο στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν δημοφιλές θέρετρο αναψυχής και αναζωογόνησης.
Εδώ είχε κτισθεί το πολυτελές ξενοδοχείο «Αναγέννησις» και λειτουργούσε αεροδρόμιο (!) με απευθείας πτήσεις όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από Ευρώπη και Β. Αφρική, για να εξυπηρετούνται (ελλείψει αυτοκινητόδρομων) οι «υψηλοί» προσκεκλημένοι.
Επιστρέφοντας πίσω στην κεντρική διασταύρωση, ο αριστερός δρόμος φεύγει νοτιοανατολικά για τον πάλαι ποτέ ποιμενικό οικισμό Καρυά και νυν ορεινό θέρετρο (3 χλμ.) και καταλήγει στη Μεσαία συνοικία των Τρικάλων ύστερα από 11 ευχάριστα χιλιόμετρα.
Εμείς, ακολουθώντας τον μεσαίο δρόμο που συνεχίζει ευθεία, κατηφορίζουμε προς τη λεκάνη του Φενεού και το κεφαλοχώρι της Γκούρας. Με ήπιες στροφές η άσφαλτος συντονίζεται με τη φαρδιά κοίτη του ποταμού Ολβίου -οι ντόπιοι το γνωρίζουν ως Φονιάτικο ποτάμι-, ο οποίος πηγάζει από το Μαύρο Ορος και διασχίζει τη λεκάνη του Φενεού. Ο Ολβιος και τα παρακείμενα ορεινά ρέματα που κατεβαίνουν από τη Ζήρεια, την Ντουρντουβάνα και το όρος Σαϊτάς ευθύνονται για τα πλημμυρικά φαινόμενα του υψιπέδου του Φενεού (γνωστά από την αρχαιότητα). Σήμερα τα νερά του Ολβίου χάνονται στις καταβόθρες και εμφανίζονται λίγο δυτικότερα, κοντά στο χωριό Λυκούρια, ως πηγές του ποταμού Λάδωνα.
Στα 8 χλμ. θα δείτε δεξιά παράκαμψη για το χωριό Ανω Ταρσός και αμέσως ύστερα από 500 μέτρα τον δρόμο για Κάτω Ταρσό. Εδώ προτείνουμε να αφήσετε τον κεντρικό δρόμο και να πάτε μέχρι τον Κάτω Ταρσό (1.500 μέτρα). Θα διασχίσετε τον ήσυχο οικισμό και θα βρεθείτε να οδηγείτε σε στενό δύσκολο χωματόδρομο που καταλήγει έπειτα από κάποια ταλαιπωρία για τα χαμηλά αυτοκίνητα στην τοποθεσία Παναγιά Βράχων (1,8 χλμ.). Το θέαμα του συμπαγούς κάθετου βράχου, που ορθώνεται σαν θεόρατο τείχος στη μέση του δάσους, είναι επιβλητικό.
Εκεί, σε μια βαθιά ρωγμή της πέτρας, βρίσκεται φωλιασμένο το απέριττο ξωκλήσι, το οποίο όμως κακοποιούν αισθητικά οι τσιμεντένιες επεμβάσεις. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησάκι αυτό απο τελεί την ολοκλήρωση του τάματος κάποιας Ταρσιανής γυναίκας που σύμφωνα με τοπικό θρύλο σώθηκε με τη βοήθεια της Παναγίας μαζί με το παιδί της από βέβαιο θάνατο όταν, το 1458, ο Μωάμεθ Β' κατέλαβε το παρακείμενο κάστρο του βυζαντινού Ταρσού και έριξε όλες τις γυναίκες από τον κάθετο βράχο.
Μετά τη διασταύρωση για Ταρσό ο δρόμος πλησιάζει πλέον στα πολυάριθμα χωριά της λεκάνης του Φενεού. Παρακλάδια του θα μας φέρουν στον οικισμό Στενό με τα όμορφα πετρόκτιστα σπίτια και στο κεφαλοχώρι Γκούρα, που ακουμπά στα βραχώδη πρανή της Ζήρειας, σε υψόμετρο 900 μέτρων. Ο θρύλος θέλει η Γκούρα να έχει κτισθεί από οικογένειες του βυζαντινού Ταρσού και σήμερα θεωρείται σημείο αναφοράς για όλα τα γύρω χωριά.
Από τα εντυπωσιακά πέτρινα σπίτια των αρχών του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν αυτά των Οικονόμου, Σαρλή, Μούρτη, Ρομπόκου και Καπέλλου, που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Στην όμορφη πλατεία δεσπόζει η εκκλησία των Ταξιαρχών (19ου αιώνα). Από το χωριό Αρχαία Φενεός θα κατευθυνθείτε προς τις όχθες της λίμνης Δόξα σύμφωνα με τις ταμπέλες. Πρόκειται για μια νεότευκτη μικρή, υγρή λεκάνη, που δημιουργήθηκε μετά την ανύψωση φράγματος το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του 1990 τιθάσευσε τα νερά του Δόξα, παραπόταμου του Ολβίου. Περιμετρικά της λίμνης και για 10 χιλιόμετρα υπάρχει ασφάλτινος δρόμος. Συνήθως οι επισκέπτες και αντίστοιχα τα οχήματα (αυτοκίνητα και πούλμαν) συναθροίζονται στο Παλιομονάστηρο, το εκκλησάκι που βρίσκεται πάνω σε τεχνητή νησίδα. Λίγο ψηλότερα στις κατάφυτες πλαγιές δεσπόζει το επιβλητικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, σκαρφαλωμένο σε ύψος 950 μέτρων.
Επίσης από το χωριό Αρχαία Φενεός (Καλύβια), ακολουθώντας δυστυχώς όχι ευδιάκριτες ταμπέλες, θα κατευθυνθείτε προς τον αρχαιολογικό χώρο όπου έχουν εντοπιστεί υπολείμματα της αρχαίας πόλης, την οποία αναφέρει και ο Παυσανίας. Ακόμη, στο χωριό αξίζει να επισκεφτείτε το μικρό μα ενδιαφέρον αρχαιολογικό μουσείο, όπου ανάμεσα στα άλλα εκθέματα ξεχωρίζει το μαρμάρινο κεφάλι της Υγείας, έργο του γλύπτη Αττάλου Λαχάρου από την Αθήνα.
Για την επιστροφή σας στην Κόρινθο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον δρόμο που περνά μέσα από τα χωριά Μοσιά - Καστανιά Στυμφαλία και κατηφορίζει προς το Κιάτο. Η Γκούρα απέχει από την Κόρινθο 85 χιλιόμετρα. Αν κατευθύνεστε προς Πάτρα - Τρίπολη ενδιαφέρουσα είναι η διαδρομή προς Λυκούρια (25 χλμ. από Γκούρα με πολλές στροφές), που πρώτα θα σας χαρίσει μια πανοραμική άποψη της πεδιάδας του Φενεού και στη συνέχεια θα σας βγάλει στον εθνικό δρόμο «111» ο οποίος συνδέει την Πάτρα με την Τρίπολη.
ethnos.gr