Γράφει ο Γιώργος Βοσκόπουλος,
Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκών ΣπουδώνΠρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Η Ελλάδα διέρχεται τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά κρίση σε επίπεδα δημοσιονομικής διαχείρισης, θεσμών, εκπροσώπησης, συνταγματικής τάξης και διεθνούς κύρους. Προσδιορίζεται ποιοτικά ως η «μεγαλύτερη» αφού: πρώτον η κρίση απειλεί δραματικά το συνταγματικό θέσφατο, την κοινωνική συνοχή και τις δομές της κοινωνίας, αφού ενισχύονται δραματικά φυγόκεντρες δυνάμεις και εξωτερικεύονται με ένα πρωτόγονο πολιτικά τρόπο. Δεύτερον, η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει φτάσει στα όρια της με αποτέλεσμα την αντικειμενική αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν σε θεμελιώδεις βιοποριστικές ανάγκες. Οι δύο αυτές παράμετροι συνιστούν εξ ορισμού γενεσιουργές αιτίες πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής αποσύνθεσης που δημιουργούν ένα άναρχο κοινωνικά και από-νομιμοποιημένο πολιτικά εσωτερικό πεδίο. Το πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον δημιουργεί συνθήκες πολυεπίπεδης ασφυξίας στην κοινωνία ως σύνολο και στους πολίτες ατομικά.
Επί τρία χρόνια η πολιτική των εταίρων μας θεμελιώνεται σε μία παρεμβατική και ισοπεδωτική πολιτική με άξονα τις οριζόντιες δράσεις. Η τρόικα ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στη λειτουργία του κράτους πέρα από κάθε κανονιστική έννοια. Με όρους θεωρίας διεθνών σχέσεων η Ένωση κάνει ασύμμετρη χρήση πολιτικο-οικονομικής σκληρής ισχύος έναντι μίας συλλογικότητας η οποία παραπαίει υπό το βάρος μίας διαχειριστικής παράνοιας. Ευθύς εξ αρχής της κρίσης ήταν σαφές ότι προγράμματα βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής όπως το ελληνικό δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν πολιτικά συντεταγμένα σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και μη αμφισβήτησης του συνόλου του πολιτικού οικοδομήματος. Πρακτικά αυτό ήταν αδύνατον να συμβεί σε μία χώρα του Πρώτου Κόσμου όπως η Ελλάδα.
Οι πιέσεις αυτές σε συνδυασμό με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αποσβέσει μέρος των εξωτερικών πιέσεων λειτούργησαν ως τροφοδότης, ως δεξαμενή της ακροξεξιάς. Η ενίσχυση της αφορά, μεταξύ άλλων, καταλυτικές ατομικές και συλλογικές αρνητικές αξιολογήσεις – δικαιολογημένες ή μη – των πολιτών για το πολιτικό σύστημα. Αυτές ενισχύθηκαν πολλαπλασιαστικά από κοσμογονικές μεταβολές σε επίπεδο προσδοκιών. Σημαντική μερίδα πολιτών έχει μειωμένες προσδοκίες από το παραπαίων πολιτικό σύστημα και αυτό οδηγεί σε ακραίες επιλογές. Ουσιαστικά η αποτυχία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος λειτουργεί ως ένας μηχανισμός επανακοινωνικοποίησης των πολιτών με παράπλευρη απώλεια τη δημοκρατία, τους θεσμούς και την οργανωτική δομή που το ίδιο το σύστημα υπονόμευσε.
Σε επίπεδο Ένωσης το πρόβλημα διογκώνεται από την υποβάθμιση του δημόσιου διαλόγου για το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ και τον επικυρίαρχο ρόλο ελίτ, τεχνοκρατών και ομάδων συμφερόντων σε βάρος πολιτικά υπόλογων και νομιμοποιημένων εθνικών κέντρων λήψης αποφάσεων. Οι ομάδες αυτές διαθέτουν περισσότερα θεσμικά μέσα από τους ευρωπαίους πολίτες και δύνανται να υπερκαλύπτουν προτεραιότητες που τίθενται ή οφείλουν να τίθενται σε εθνικό επίπεδο. Καταγράφεται μία ενδο-ευρωπαϊκή δυναμική που ενισχύει τα εθνικά συμφέροντα ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης. Σύμφωνα με τον Schmitter, υπό αυτές τις συνθήκες δοκιμάζεται η αίσθηση συλλογικότητας και διαμορφώνονται προτιμήσεις ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που έχουν στα κοινωνικά δεδομένα των ευρωπαίων εταίρων. Αυτό εν ολίγοις περιγράφει τα αποτελέσματα της υπέρβασης του κανονιστικού ρόλου της εθνικής οργανωτικής δομής από την τρόικα.
Η νέα Ευρωπαία διαμεσολαβήτρια Εμιλι Ο’ Ράιλι εύλογα υποστηρίζει ότι «η Ευρώπη, παράλληλα με την οικονομική κρίση, αντιμετωπίζει και έντονη κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. Η αρνητική διάθεση και οι διαιρέσεις επικρατούν όλο και περισσότερο, η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς κλυδωνίζεται, όλο και περισσότεροι αισθάνονται ότι η φωνή τους δεν ακούγεται». Η αντίληψη αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση την οντολογία της δημοκρατίας στην ΕΕ. Σε πρόσφατη μελέτη της Βρετανικής δεξαμενής σκέψης DEMOS υποστηρίζεται ότι η «δημοκρατία στην Ένωση δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη». Υποστηρίζεται ότι η κρίση «δεν είναι οικονομική ή δημοσιονομική, αλλά μία κρίση που κλυδωνίζει τα δημοκρατικά θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος». Μία διαδικασία από-δημοκρατισμού της Ένωσης θα σημάνει και το τέλος της ενοποιητικής διαδικασίας, αφού η απόρριψη της ευρωπαϊκής ιδέας θα είναι μία πράξη επιβίωσης και πολιτικού ορθολογισμού.
Στο σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕ οι εθνικές πολιτικές ελίτ των χωρών που βρίσκονται σε διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής εκλαμβάνονται από σημαντική μερίδα των εκλογικών σωμάτων ως «ανεξάρτητοι» φορείς συμφερόντων. Ως αποτέλεσμα, αμφισβητούνται οντολογικά οι προσδιοριστικές παράμετροι των εθνικών κοινωνικών συμβολαίων και ενισχύονται σχεδόν αντανακλαστικά ακραίες πολιτικές δυνάμεις. Η αδυναμία των πολιτικών να προασπιστούν τα κοινωνικά συμβόλαια οδηγεί στα άκρα, αφού σύμφωνα με τους Βρετανούς αναλυτές του DEMOS «δεν παρέχονται κοινωνικά αποδεκτές λύσεις».
Οι επιλογές αυτές δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τις θεωρίες που αφορούν την οργανωτική λειτουργία και χρησιμότητα των κρατών. Σύμφωνα με τον R. Gilpin, αυτά προσδιορίζονται ως «οργανισμοί που παρέχουν προστασία και ευημερία…Είναι οι κυριότεροι μηχανισμοί με τους οποίους μία κοινωνία μπορεί να παράσχει δημόσια αγαθά». Η απαλλοτρίωση της κρατικής κυριαρχίας με τρόπο που στερεί από τα πολιτικά συστήματα τη δυνατότητα και τα μέσα παροχής στοιχειώδους προστασίας και ευημερίας δημιουργεί ένα κύμα καθολικής αμφισβήτησης, πάνδημης διαμαρτυρίας και απόρριψης.