Δεν υπάρχει επιστημονική μελέτη που να αφορά υπερκατανάλωση αντιβιοτικών, μικροβιακή αντοχή, αλλά και ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, στην οποία η χώρα μας να μη «φιγουράρει» στις πρώτες θέσεις της αρνητικής λίστας. Γεγονός το οποίο, όπως σχολιάζουν ερευνητές, αντανακλά στρεβλές παγιωμένες νοοτροπίες χρόνων από πολίτες, αλλά και γιατρούς.
Μία ακόμη μελέτη με ελληνική συμμετοχή, που περιλαμβάνει δεδομένα από πέντε ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Ελλάδα, Λιθουανία, Πολωνία και Ισπανία, έρχεται να επιβεβαιώσει ξανά τα παραπάνω: «Διακρινόμαστε» όχι μόνο στην άσκοπη κατανάλωση αντιβιοτικών -ακόμη και στις απλές ιώσεις- αλλά και για τη λήψη αντιβιοτικής αγωγής για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Παθογένειες
Σύμφωνα με τη νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «JAC-Antimicrobial», με την επιστημονική συμβολή του καθηγητή Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Χρήστου Λιονή, η παρατεταμένη χρήση αντιμικροβιακής αγωγής και η περιττή κατανάλωση αντιβιοτικών στις ιογενείς λοιμώξεις (στις οποίες δεν έχουν καμία αποτελεσματικότητα) αναδεικνύονται σε δύο σοβαρές παθογένειες της ελληνικής ιατρικής πρακτικής.
Η μελέτη ανέδειξε τα παρακάτω ανησυχητικά στοιχεία…
Τα αποτελέσματα της έρευνας επισημαίνουν πως οι γιατροί συνταγογραφούν αντιβιοτικά για λοιμώξεις του αναπνευστικού ακόμη και όταν αυτές προκαλούνται από ιούς και δεν απαιτούν αντιβιοτική θεραπεία.
Συνολικά, από τις 11.270 περιπτώσεις που καταγράφηκαν, το 34% των ασθενών -κατά μέσο όρο- έλαβε αντιβιοτικά, με τις διακυμάνσεις να είναι σημαντικές ανά χώρα.
Τα ποσοστά καταδεικνύουν τεράστιες διαφορές στις πρακτικές συνταγογράφησης, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, ακολουθούμενη από τη Λιθουανία και την Πολωνία. Αντίθετα, η Ισπανία καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό χρήσης αντιβιοτικών, υποδεικνύοντας ενδεχομένως πιο περιοριστική και στοχευμένη χρήση.
Αναλυτικά, τα ποσοστά χρήσης αντιβιοτικών για τις 5 χώρες που εξετάστηκαν, είναι τα εξής:
- Ελλάδα: 51,5%.
- Λιθουανία: 46,2%.
- Πολωνία: 41,8%.
- Γαλλία: 38,5%.
- Ισπανία: 27,5%.
Η μελέτη επικεντρώνεται, επίσης, στη διάρκεια της αντιβιοτικής θεραπείας, η οποία φαίνεται να είναι υπερβολικά μεγάλη στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, η μέση διάρκεια θεραπείας καταγράφηκε στις 8,54 ημέρες, την ώρα που η Γαλλία είχε τη μικρότερη διάρκεια με 6,53 ημέρες.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περίπου το 27% των αντιβιοτικών σχημάτων θεραπείας στην Ελλάδα ξεπερνά τις 10 ημέρες, ακόμα και για λοιμώξεις που συχνά προκαλούνται από ιούς, όπως το κοινό κρυολόγημα, η γρίπη και η λαρυγγίτιδα.
Το 70% των αντιβιοτικών στην Ελλάδα συνταγογραφείται για λοιμώξεις του αναπνευστικού, πολλές από τις οποίες είναι ιογενείς και δεν απαιτούν αντιβιοτικά. Σε σύγκριση με τη Σουηδία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 20%.
Ειδικότερα, οι περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες χορηγήθηκαν αντιβιοτικά αφορούσαν λοιμώξεις του αναπνευστικού, όπως:
- Πνευμονία: 85%.
- Οξεία μέση ωτίτιδα: 82,9%.
- Οξείες παροξύνσεις χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας: 77,9%.
- Οξεία ρινοκολπίτιδα: 67,8%.
- Οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιδα: 63,7%.
Φαρμακείο σπιτιού
Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί και την αυστηρή νομοθεσία τα τελευταία χρόνια, οι Ελληνες λαμβάνουν αντιβιοτικά χωρίς συνταγή γιατρού σε υψηλότερα ποσοστά από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στα νοσοκομεία, αλλά επεκτείνεται και στην κοινότητα.
Παλαιότερες μελέτες, μάλιστα, έχουν αναδείξει το πρόβλημα της κατάχρησης αντιβιοτικών, χωρίς συνταγή γιατρού, με φάρμακα που έχουν ξεμείνει στο φαρμακείο του σπιτιού μας, από κάποια παλαιότερη ασθένεια.
Υψηλά επίπεδα κατανάλωσης αντιβιοτικών καταγράφονται, επίσης, σε παιδιατρικούς και ηλικιωμένους ασθενείς, ομάδες που συχνά εκτίθενται σε περιττές αγωγές.
Παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Υγείας έχει εφαρμόσει μέτρα όπως το «Περιοριστικό Συνταγολόγιο», που απαιτεί έγκριση από λοιμωξιολόγο για τη χορήγηση συγκεκριμένων αντιβιοτικών, το 2020, καταγράφηκαν στην Ελλάδα 2.000 θάνατοι από πολυανθεκτικά μικρόβια.
Τι πρέπει να γίνει
Οι επιστήμονες έχουν επισημάνει κατ’ επανάληψη τον αυξανόμενο κίνδυνο από τα superbugs (υπερμικρόβια), που τρέφονται από τα αντιβιοτικά και αποτελούν άμεση απειλή για νέα φονική πανδημία.
Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μέλλον που τα αντιβιοτικά δεν θα είναι πια αποτελεσματικά απέναντι σε σοβαρές λοιμώξεις, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Παράλληλα τονίζουν την ανάγκη για τη διαρκή εκπαίδευση των ιατρών, καθώς και για την ευαισθητοποίηση των ασθενών, προκειμένου να προστατευτεί η αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών για τις μελλοντικές γενιές.
Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους στη συνταγογράφηση, ενημερωτικές καμπάνιες για το κοινό, προγράμματα εκπαίδευσης για τους γιατρούς και μείωση της διάρκειας της αντιβιοτικής αγωγής σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα.
ΕΚΘΕΣΗ-ΣΟΚ
Αυξάνεται η αντοχή των μικροβίων σε ανθρώπους και ζώα
Σε έκθεση, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Πέμπτη από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), οι επιστήμονες προειδοποιούν για την αυξανόμενη ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα κοινά αντιβιοτικά.
Τα τελευταία δεδομένα αποκαλύπτουν ότι βακτήρια όπως τα Salmonella, Campylobacter και E. coli συνεχίζουν να εμφανίζουν υψηλή ανθεκτικότητα τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα.
Συγκεκριμένα, η ανθεκτικότητα στη σιπροφλοξασίνη, ένα αντιβιοτικό κρίσιμης σημασίας για την αντιμετώπιση λοιμώξεων από Salmonella και Campylobacter, αυξάνεται ανησυχητικά, ενώ ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ανθεκτικότητας παρατηρούνται σε ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων.
Οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη για μια προσέγγιση Ενιαίας Υγείας (One-Health), η οποία θα συνδυάζει τη συνεργασία μεταξύ τομέων, όπως η Κτηνιατρική και η Ιατρική, για την αποτελεσματική καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής.
Αν και υπάρχουν θετικές τάσεις, όπως η μείωση της αντοχής του Campylobacter στα μακρολίδια (κατηγορία αντιβιοτικών) και της ανθεκτικότητας των Salmonella Typhimurium σε πενικιλίνες, η γενική εικόνα παραμένει ανησυχητική.
Η ανάγκη για υπεύθυνη χρήση αντιμικροβιακών, η καλύτερη πρόληψη των λοιμώξεων και η περισσότερη έρευνα παραμένει επιτακτική, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος των ανθεκτικών βακτηρίων που απειλούν την υγεία μας και τη δημόσια ασφάλεια, καταλήγουν οι ερευνητές.