Προλογίζοντας την παράσταση Τρωάδες από την Σικυώνια Σκηνή στον αύλειο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Βασιλικό (Σικυώνα) Κορινθίας, στις 11 Αυγούστου 2024
Εισαγωγή
Πριν 2500 χρόνια περίπου, λίγες εκατοντάδες μέτρα δυτικότερα από εδώ που είμαστε, στο αρχαίο θέατρο, ακούστηκε ο κλαυθμός και οδυρμός των γυναικών της Τροίας, στον αρχαίο ελληνικό λόγο, από λαμπρούς υποκριτές, σε μία Ευριπίδεια διδασκαλία, από μία άλλη Σικυώνια Σκηνή που έφερνε στα μάτια των θεατών την εικόνα του πολέμου σε όλη τη βαρβαρότητα.
Η παράδοση της παρουσίασης του έργου συνεχίζεται και σήμερα, 2500 χρόνια μετά, σε όμορο χώρο του θεάτρου, στα πρώην ρωμαϊκά λουτρά, με τον ίδιο θρήνο και οδυρμό των γυναικών της Τροίας, σε διάδοχο νεοελληνικό λόγο, με πιστή διδασκαλία που πατάει στέρεα και ακολουθεί τη φωνή του κειμένου, από ένα ταλαντούχο σκηνοθέτη τον Γιώργο Καρβουντζή, από σπουδαίους υποκριτές από μια άλλη Σικυώνια Σκηνή, διάδοχο και συνεχιστή της προηγούμενης, της αρχαίας, που φέρνει και αυτή την εικόνα του πολέμου σε όλη τη βαρβαρότητα.
Και στέλνει η τωρινή σκηνή το ίδιο επίκαιρο και διαχρονικό μήνυμα με την αρχική, ότι δηλαδή είναι τεράστιος και αξεπέραστος ο πόνος και η δυστυχία που φέρνει ο πόλεμος και κάθε πόλεμος στους ανθρώπους.
Συγχρόνως, η ίδια η παράσταση, μας βεβαιώνει τη συνέχεια αυτού εδώ του τόπου και των ανθρώπων.
Έτσι, όλοι εμείς, είμαστε προνομιούχοι διότι ζούμε σε αυτόν τον τόπο και γευόμαστε τα νάματα και τα ρήματα του αρχαίου λόγου του Ευριπίδη.
Εισήγηση
Ο Ευριπίδης διδάσκει τις Τρωάδες στα Μεγάλα εν Άστει Διονύσια το 415 π.Χ., το 16ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, σε μια τριλογία με θεματικά ενιαίο περιεχόμενο, που περιελάμβανε τα έργα Αλέξανδρος, Παλαμήδης, Τρωάδες και το σατυρικό δράμα Σίσυφος. Η υπόθεση και των τριών έργων έχει ληφθεί από την Ιλιάδα του Όμηρου και τους ηττημένους Τρώες. Με ιδιαίτερη επιμονή ο Ευριπίδης αντλεί και πραγματεύεται το θέμα του πολέμου από τα έργα του τρωικού κύκλου. Επτά τραγωδίες σχετίζονται με τον τρωικό πόλεμο, Ανδρομάχη, Εκάβη, Τρωάδες, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ελένη, Ορέστης, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι. Ο τρωικός πόλεμος έδωσε το πρόσχημα να πραγματεύεται το θέμα και δράμα του πολέμου το οποίο ζούσε η Αθήνα με τον Πελοποννησιακό πόλεμο στην διάρκεια του οποίο έγραψε όλα τα σωζόμενα έργα εκτός από την Άλκηστη (438 π.Χ.) και την Μήδεια (431 π.Χ.).
Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι στα Μεγάλα εν Άστει Διονύσια ο ποιητής έρχεται δεύτερος - το πρώτο βραβείο αποσπά ο Ξενοκλής - αφού πιθανότατα θυμίζει στους Αθηναίους οικεία κακά.
Είχε προηγηθεί η σφαγή των γυναικόπαιδων της Τορώνης στη Χαλκιδική το 422 π.Χ. και της Σκιώνης στη Χαλκιδική το 421 π.Χ.
Τον χειμώνα του 416, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, λίγους μήνες, δηλαδή, πριν από την παρουσίαση των Τρωάδων, οι Αθηναίοι είχαν πολιορκήσει τη Μήλο, που αρνήθηκε να προσχωρήσει στην Αθηναϊκή συμμαχία, και αφού κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν τους άντρες από δεκαπέντε ετών και άνω και υποδούλωσαν τον γυναικείο πληθυσμό.
Με εικόνα το Ίλιον και με αφορμή και πηγή τον Τρωικό πόλεμο ο ποιητής παρουσίασε τα εγκλήματα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο που ήδη είχαν αρχίσει να τα συνειδητοποιούν και να δέχονται τις συνέπειες του πολέμου. Συγχρόνως, προέβλεψε προφητικά την πανωλεθρία που θα πάθαιναν οι Αθηναίοι κατά την εκστρατεία στην Σικελία, για την οποία ελήφθη απόφαση από την Εκκλησία του Δήμου την ίδια χρονιά το 415 π.Χ.
Σύμφωνα δε με τον Θουκυδίδη αφανίστηκε ο στρατός και ο στόλος των Αθηναίων.
Ο ποιητής καθρεπτίζοντας τις αθλιότητες του πολέμου, επιλέγει τον Τρωικό πόλεμο που αποτελεί μέχρι τις μέρες μας σύμβολο όλων των πολέμων και κατά τον Ηρόδοτο είναι κριτήριο «αρχετυπικό» για την κατανόηση της συνεχούς διαμάχης μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Η Τροία που είχε κύρια παρουσία στην Ιλιάδα ήταν η πιο ισχυρή από τις αρχαίες τότε πόλεις καθώς δεν ήταν μία ελληνική πόλη, ήταν η Άλλη πόλη, πιο εύκολα γινόταν αποδεκτή η πτώση και η καταστροφή της Έτσι το παρελθόν, ως αναχρονισμός του προομηρικού και του αρχαϊκού κύκλου γεγονότων, εισβάλλει στην εποχή του έργου και διαγράφει τον τρόπο με τον οποίον η νεωτερικότητα της δημοκρατικής πόλης, της Αθήνας, προσδιορίζεται σε σχέση με την ομηρική αφήγηση.
Το έργο τοποθετείται αμέσως μετά την πτώση της Τροίας και πριν οι Έλληνες επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Από άποψη περιεχομένου οι Τρωάδες βρίσκονται πολύ κοντά στην Εκάβη που παρουσιάστηκε το 424 π.Χ. Είναι ένα έργο ιδιότυπο γεμάτο από φόνους, σκλαβιά και καταστροφές το οποίο αναφέρεται στο πάρσιμο και στο κούρσεμα της Τροίας περίπου το 1200 π.Χ. Είναι τεράστιος και αξεπέραστος ο πόνος που φέρνει ο πόλεμος στους ανθρώπους. Ο προπηλακισμός και ο εξευτελισμός των ηττημένων είναι η τραγωδία του πολέμου.
Το έργο αφορά στις γυναίκες της Τροίας που αιχμάλωτες ετοιμάζονται να αποχωρήσουν αναγκαστικά από τις εστίες τους τις πατρογονικές, σε νέες άξενες πατρίδες. Η Εκάβη, βασίλισσα, σύζυγος του Πριάμου, μητέρα πολλών τέκνων, σέρνεται αιχμάλωτη και δούλη από τους Αχαιούς στην Ελλάδα μαζί με τις άλλες γυναίκες μετά την πυρπόληση της Τροίας. Το μοίρασμα των αιχμαλώτων στους νικητές, η αρπαγή του πλούτου, η δήωση του τόπου είναι ένα συνεχές έγκλημα που επαναλαμβάνεται συνεχώς στις μέρες μας.
Οι Τρωάδες όπως αναφέρει ο τίτλος απευθύνεται στο πλήθος των γυναικών αιχμαλώτων και εστιάζεται στον πόνο που αυτές βιώνουν.
Ο Ευριπίδης δεν περιέγραψε την δυστυχία μόνο των νικημένων Τρώων αλλά και αυτή των νικητών Ελλήνων. Έτσι οι δύο μονιασμένοι πλέον θεοί ο Ποσειδώνας και η Αθηνά σε μια θεϊκή επιφάνεια προαναγγέλλουν την καταστροφή που θα υποστεί ο στόλος κατά τον γυρισμό και θα γεμίσει το Αιγαίο με τα πτώματα τους. Αντιστρέφει ο Ευριπίδης τον επίλογο τον οποίον καθιστά πρόλογο για να τονίσει την συναισθηματική ένταση του έργου και για να αποκτήσει μεγαλύτερη πληρότητα καθόσον το έργον δεν παρουσιάζει κίνηση και πλοκή. Στο έργο η Εκάβη είναι το κέντρο και επίκεντρο δράσης με πρωτεύοντα ρόλο είτε ως ερμηνεύτρια, είτε ως δραματικός χαρακτήρας, είτε ως ομιλήτρια. Συνομιλεί με τρεις γυναίκες με την Κασσάνδρα, την Ανδρομάχη και την Ελένη που οδηγούνται σε νέο γάμο στην Ελλάδα, με την καθεμιά από αυτές σκλάβα σε άλλον αφέντη. Οι Τρωάδες είναι το μοναδικό έργο που ο Ευριπίδης δίνει το δικαίωμα στην Ελένη να υπερασπισθεί τον εαυτό της ενώπιον του Μενέλαου ο οποίος μετά από την εντολή του στρατού θα αποφασίσει για την τύχη της. Αποτελεί η Εκάβη το αρχέτυπο μορφής του πάσχοντος ανθρώπου. Είναι η αιώνια Μητέρα πλασμένη από κερί και από γρανίτη. Από κερί για να λειώνει σε όλα τα βάσανα και από γρανίτη για να τα σηκώνει όλα. Τα τραγούδια της και αυτά των αιχμαλώτων γυναικών πλημμυρίζουν από πόνο για ότι έχασαν και από την αγωνία για ότι θα υποστούν ακόμη.
Αποτελεί ιδιαίτερο στοιχείο του έργου η λεγόμενη προσευχή της Εκάβης την οποία απαγγέλλει πριν μπει στη λογομαχία και στην οποία παρουσιάζεται μία καινούργια έννοια του θεού, στον οποίον προσεύχεται και όχι στον μέχρι τότε Δία του μύθου.
Η Εκάβη αναδύεται από την άβυσσο της απόγνωσης και εκφράζει την ελπίδα της με την πιο παράδοξη προσευχή που υπάρχει στην ελληνική τραγωδία. Η ίδια προσεύχεται σε αυτή τη δύναμη επειδή πιστεύει ότι η δύναμη αυτή οδηγεί με αθόρυβο τρόπο, δίκαια τους ανθρώπους και με την ελπίδα ότι θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη κατά του προσώπου της Ελένης. Και μέσα από την προσευχή φαίνεται και ο προσωπικός προβληματισμός του Ευριπίδη, η αναζήτηση και ο εντυπωσιακός αγώνας του για τον ορισμό της έννοιας του θεού.
Και οι Τρωάδες ολοκληρώνονται με την πιο μακροσκελή και συγκινητική σκηνή τελετουργίας ενός θρήνου, την τελετουργία της ταφής του δολοφονημένου παιδιού Αστυάνακτα, βλαστάρι του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Η ταφή του παιδιού πραγματοποιείται μέσα στην ασπίδα του πατέρα του, στοιχείο που οδηγεί στην κορύφωση του πάθους του τελετουργικού θρήνου της Εκάβης, ως μοιρολόι για τον Αστυάνακτα και κοπετός για την Τροία που σωριάζεται στη φωτιά και στον καπνό και ο οποίος διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής. Στον επιτάφιο αυτό θρήνο η Εκάβη μιλάει για τον ανόητο φόβο των Ελλήνων που τους οδήγησε στον άγριο φόνο ενός μικρού και αθώου παιδιού. Έτσι μεταμορφώθηκαν οι Έλληνες σε βαρβάρους.
Οι Τρωάδες δεν σφραγίζουν τη θέση τους στην παγκόσμια δραματουργία μόνο ως μνημείο ενός μεγάλου πολιτισμού του ελληνικού πολιτισμού, αποτελούν μία σύγχρονη, μία επίκαιρη και ταυτόχρονα διαχρονική διακήρυξη ενάντια στη βία από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, μια έλλογη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε πόλεμο.
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.