Άρθρο του Χρίστου Δήμα στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής»
Τους τελευταίους μήνες έννοιες και λέξεις μπερδεύτηκαν. Η γραβάτα βγήκε, το πουκάμισο φορέθηκε ατημέλητα όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να «ντύσει» παλιές και ξεπερασμένες αντιλήψεις. Η ειλικρίνεια άλλωστε δεν μετριέται με άσπρες τρίχες. Η εντιμότητα δεν κατοχυρώνεται από φρέσκα χαμόγελα.
Αντίστοιχα λοιπόν και ένας νέος ηλικιακά ηγέτης, όπως ο κ. Τσίπρας δεν απαλλάσσεται, από την ευθύνη, τις πράξεις, τις παραλείψεις και το πισωγύρισμα των τελευταίων μηνών.
Τον Ιανουάριο που ανέλαβαν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπήρχε κανείς που να ευχόταν να αποτύχει, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόδηλες οι ανέφικτες οι υποσχέσεις που έδινε. Αν πήγαινε καλά η κυβέρνηση θα πήγαινε καλά και η χώρα. Όμως, η πορεία της κυβέρνησης ήταν τέτοια που είναι αδύνατο να διαπιστωθεί κάτι νέο ώστε σήμερα να αντιδιαστέλλεται πετυχημένα απέναντι στο παλιό. Είδαμε μια κυβέρνηση που μόνο φρεσκάδα δεν απέπνεε. Μια απλή άλλωστε ανάγνωση των ονομάτων που πλαισίωσαν την πρώην κυβέρνηση αρκεί ώστε να πειστεί ο καθένας για τα παραπάνω.
Δυστυχώς, σύντομα είδαμε και τον αναχρονισμό να εμφανίζεται σε μια σειρά από νομοσχέδια στη παιδεία, τα εργασιακά, τη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την μεταναστευτική πολιτική. Κυριάρχησαν αντιλήψεις και πρακτικές που είχαν οσμή περασμένων δεκαετιών. Σε πολλές περιπτώσεις, θύμιζαν επιστροφή στη δεκαετία του ΄80, την ώρα που ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θεωρεί τις πολιτικές εκείνης της περιόδου, συνυπεύθυνες για τη σημερινή κατάσταση του κράτους και της οικονομίας. Στην κορυφή αυτής της ξεπερασμένης από τα σύγχρονα κράτη πολιτικής που ακολουθήθηκε, βρισκόταν η άρνηση οποιαδήποτε μεταρρύθμισης στο δημόσιο τομέα με στόχο την μείωση της σπατάλης και την καλύτερη λειτουργία του.
Αντίθετα, η παντελής απαξίωση του ιδιωτικού τομέα, εκείνου δηλαδή που μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να φέρει ανάπτυξη όξυνε περισσότερο το ήδη μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας. Την ίδια στιγμή, η πιο σημαντική ίσως λέξη για την έξοδο από την κρίση, η ανταγωνιστισκότητα, απουσίαζε πλήρως από οποιοδήποτε νομοσχέδιο, πρόγραμμα ή δήλωση της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, στην παιδεία, οι νέες τεχνολογίες απαξιώθηκαν. Η «αριστεία» στοχοποιήθηκε όταν σε κάθε δυτικό κράτος ενθαρρύνεται με κάθε μέσο, ενώ η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα περιθωριοποιήθηκαν.
Επομένως, οι λέξεις «νέος» και «παλιός» είναι σχετικές. Ίσως λοιπόν έχει δίκαιο ο θυμόσοφος λαός που επιμένει πως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα έρχεται αξιοποιώντας και τους δύο. Από τη μία πλευρά δηλαδή, τους νέους που πραγματικά όμως διαθέτουν φρεσκάδα, ορμή για δημιουργία, καινοτόμες και προοδευτικές ιδέες. Από την άλλη πλευρά, εκείνους από τους παλιούς που διαθέτουν την πολύτιμη εμπειρία αλλά ταυτόχρονα έχουν κερδίσει τον σεβασμό με το ήθος και την πορεία στη ζωή τους. Η δημοκρατία και οι εκλογές δίνουν στους πολίτες την ευκαιρία να δουν, να ακούσουν, να αξιολογήσουν και τελικά να επιλέξουν νέους και παλιούς στους οποίους μπορούν να εμπιστευτούν την διακυβέρνηση της χώρας και το μέλλον της πατρίδας μας
Τους τελευταίους μήνες έννοιες και λέξεις μπερδεύτηκαν. Η γραβάτα βγήκε, το πουκάμισο φορέθηκε ατημέλητα όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να «ντύσει» παλιές και ξεπερασμένες αντιλήψεις. Η ειλικρίνεια άλλωστε δεν μετριέται με άσπρες τρίχες. Η εντιμότητα δεν κατοχυρώνεται από φρέσκα χαμόγελα.
Αντίστοιχα λοιπόν και ένας νέος ηλικιακά ηγέτης, όπως ο κ. Τσίπρας δεν απαλλάσσεται, από την ευθύνη, τις πράξεις, τις παραλείψεις και το πισωγύρισμα των τελευταίων μηνών.
Τον Ιανουάριο που ανέλαβαν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπήρχε κανείς που να ευχόταν να αποτύχει, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόδηλες οι ανέφικτες οι υποσχέσεις που έδινε. Αν πήγαινε καλά η κυβέρνηση θα πήγαινε καλά και η χώρα. Όμως, η πορεία της κυβέρνησης ήταν τέτοια που είναι αδύνατο να διαπιστωθεί κάτι νέο ώστε σήμερα να αντιδιαστέλλεται πετυχημένα απέναντι στο παλιό. Είδαμε μια κυβέρνηση που μόνο φρεσκάδα δεν απέπνεε. Μια απλή άλλωστε ανάγνωση των ονομάτων που πλαισίωσαν την πρώην κυβέρνηση αρκεί ώστε να πειστεί ο καθένας για τα παραπάνω.
Δυστυχώς, σύντομα είδαμε και τον αναχρονισμό να εμφανίζεται σε μια σειρά από νομοσχέδια στη παιδεία, τα εργασιακά, τη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την μεταναστευτική πολιτική. Κυριάρχησαν αντιλήψεις και πρακτικές που είχαν οσμή περασμένων δεκαετιών. Σε πολλές περιπτώσεις, θύμιζαν επιστροφή στη δεκαετία του ΄80, την ώρα που ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θεωρεί τις πολιτικές εκείνης της περιόδου, συνυπεύθυνες για τη σημερινή κατάσταση του κράτους και της οικονομίας. Στην κορυφή αυτής της ξεπερασμένης από τα σύγχρονα κράτη πολιτικής που ακολουθήθηκε, βρισκόταν η άρνηση οποιαδήποτε μεταρρύθμισης στο δημόσιο τομέα με στόχο την μείωση της σπατάλης και την καλύτερη λειτουργία του.
Αντίθετα, η παντελής απαξίωση του ιδιωτικού τομέα, εκείνου δηλαδή που μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να φέρει ανάπτυξη όξυνε περισσότερο το ήδη μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας. Την ίδια στιγμή, η πιο σημαντική ίσως λέξη για την έξοδο από την κρίση, η ανταγωνιστισκότητα, απουσίαζε πλήρως από οποιοδήποτε νομοσχέδιο, πρόγραμμα ή δήλωση της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, στην παιδεία, οι νέες τεχνολογίες απαξιώθηκαν. Η «αριστεία» στοχοποιήθηκε όταν σε κάθε δυτικό κράτος ενθαρρύνεται με κάθε μέσο, ενώ η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα περιθωριοποιήθηκαν.
Επομένως, οι λέξεις «νέος» και «παλιός» είναι σχετικές. Ίσως λοιπόν έχει δίκαιο ο θυμόσοφος λαός που επιμένει πως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα έρχεται αξιοποιώντας και τους δύο. Από τη μία πλευρά δηλαδή, τους νέους που πραγματικά όμως διαθέτουν φρεσκάδα, ορμή για δημιουργία, καινοτόμες και προοδευτικές ιδέες. Από την άλλη πλευρά, εκείνους από τους παλιούς που διαθέτουν την πολύτιμη εμπειρία αλλά ταυτόχρονα έχουν κερδίσει τον σεβασμό με το ήθος και την πορεία στη ζωή τους. Η δημοκρατία και οι εκλογές δίνουν στους πολίτες την ευκαιρία να δουν, να ακούσουν, να αξιολογήσουν και τελικά να επιλέξουν νέους και παλιούς στους οποίους μπορούν να εμπιστευτούν την διακυβέρνηση της χώρας και το μέλλον της πατρίδας μας