Δεν υπάρχει πέτρα στην Ελλάδα, που να μην κατέχει μια θέση στη συναρπαστική μυθολογία της. Πάνω από τα χωριά Κούτος (Χελυδόρι ) , Ζάχολη και Πύργος δεσπόζει το Μαύρο όρος ο κοινός Μαυριόρος που δεν είναι άλλος από τα Χελυδορέα Όρη των αρχαίων Ελλήνων. Έχει υψόμετρο 1757 μ. ενώ κατά την αρχαιότητα αποτελούσε «τριεθνές» σημείο ανάμεσα στην τότε Αχαΐα , την Σικυωνία και την Αρκαδία που τότε περιελάμβανε και την περιοχή του Φενεού.
Τα Χελυδορέα όρη σχετίζονται με τη μυθολογία με τον θεό Ερμή και την Ιώ.
Στο όρος Κυλλήνη, μέσα σε μια σπηλιά, κατοικούσε απομονωμένη μια από τις επτά κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης, η ντροπαλή Πλειάδα Μαία. Σ' αυτή τη σπηλιά την εντόπισε ο ερωτιάρης Δίας και ενώθηκε μαζί της. Εκεί 9 μήνες μετά έφερε η αθάνατη νύμφη στον κόσμο τον καρπό του έρωτά της με τον Δία, το μικρό και θαυματουργό Ερμή.
Όταν γεννήθηκε ο Ερμής στο όρος Ζήρια, στην Κυλλήνη, μωρό ακόμη, βρέφος ακόμη, κατάφερε να πηδήξει έξω από την κούνια του και να βγει από την σπηλιά χωρίς να γίνει αντιληπτός. Το ηλιοβασίλεμα φτάνει στην Πιερία και βλέποντας το καλοαναθρεμμένο κοπάδι βοδιών του αδελφού Απόλλωνα, αποφασίζει να το κλέψει.
Σκεπτόμενος όμως ο ευφυής και πονηρός θεός ότι μπορεί να γίνει αντιληπτός σκαρφίζεται ένα τέχνασμα για να μπερδέψει τον αδελφό του. Ξεχωρίζοντας από το κοπάδι τα 50 καλύτερα ζώα τα κάνει να περπατούν ανάποδα έτσι ώστε τα ίχνη τους να οδηγούν στο σημείο από όπου αυτά ξεκίνησαν. Τα οδηγεί κατ αυτόν τον τρόπο στην Πύλο όπου τα κρύβει σε έναν στάβλο όλα, πλην δύο τα οποία και σφάζει για να χορτάσει την πείνα του και να επιστρέψει στη συνέχεια χωρίς να γίνει αντιληπτός στην κούνια του.
Κατά την επιστροφή του από την Πύλο, κουράστηκε όμως από τα κατορθώματά του και πήδηξε να ξεμουδιάσει. Το μεγάλο άλμα του τον έφερε στο Μαυριόρος. Εκεί σκόνταψε σε μία «χελύν», όστρακο χελώνας η οποία του έκανε μεγάλη εντύπωση. Αφού την περιεργάστηκε με μεγάλη προσοχή εμπνεύστηκε να της αδειάσει το καύκαλο και να το μεταμορφώσει σε ένα έξοχο μουσικό όργανο. Του έβαλε επτά χορδές από έντερα προβάτου και κατασκεύασε την πρώτη λύρα. Στη συνέχεια επιστρέφει στη σπηλιά του εκεί στη Φλαμπουρίτσα στο όρος Κυλλήνη και ξαναμπαίνει κρυφά στην κούνια του. Την επόμενη κιόλας μέρα όμως ο Απόλλωνας ως μάντης που ήταν καταλαβαίνει αμέσως το τέχνασμα του αδελφού του και τον ανακαλύπτει ταξιδεύοντας στο σπήλαιο όπου τον κατηγορεί στην μητέρα του. Ακολουθεί έντονη αντιπαράθεση με τον Ερμή ο οποίος αρνήται τα πάντα και του προτείνει να πάνε στον Όλυμπο να λύση ο Δίας την διαφορά τους. Ο Δίας βλέποντας από τη μία την ευστροφία και ικανότητα του μικρού του γιου και την πονηριά και το θράσος του από την άλλη, ακούγοντας και τα παράπονα του Απόλλωνα καταφέρνει να συμφιλιώσει τα δύο αδέλφια και πείθει τον μικρό Ερμή να επιστρέψει τα υπόλοιπα βόδια στον αδελφό του. Επιπλέον για να τον εξευμενίσει πλήρως ο Ερμής του παίζει με την αυτοσχέδια λύρα του μουσική. Βλέποντας το καταπληκτικό όργανο που κατασκεύασε ο μικρός του αδελφός σαστίζει και μαγεύεται τόσο που του το ζητάει ως δώρο. Ο Ερμής του το δίνει αφού του επιτρέψει να κρατήσει τα βόδια που του είχε κλέψει αρχικά.
Η ανταλλαγή γίνεται και επιπλέον ο Απόλλωνας του χαρίζει το ραβδί του πλούτου και της ευτυχίας και το προνόμιο της μαντείας που κατείχαν οι Θρίες.
Η διαμάχη των δυο αδερφών καταλήγει αίσια με τη δέσμευσή τους για αιώνια υποστήριξη, αγάπη και φιλία.
Αν και ο Ομηρικός Ύμνος τοποθετεί το επεισόδιο με τη χελώνα πριν από αυτό με τις αγελάδες, το γεωγραφικό κριτήριο και η λογική συνέχεια των γεγονότων ωθούν στο συμπέρασμα –μαζί με τον Απολλόδωρο και το Σοφοκλή– ότι η κλοπή του κοπαδιού προηγήθηκε της κατασκευής της λύρας, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν τα έντερα από κάποια ζώα.
Επίσης κατά την μυθολογία ο Μαυριόρος σχετίζεται και με την βασιλοπούλα του Άργους , την Ιώ που την ερωτεύθηκε παράφορα ο Ζεύς Σύμφωνα με τους σωζόμενους μύθους ήταν θυγατέρα του Ίασου, βασιλέα του Άργους και απογόνου του Ίναχου ή κατά άλλη εκδοχή του ιδίου του βασιλέα Ίναχου ή κατά τρίτη εκδοχή του Κορίνθιου Πειρήνα, θείου του ήρωα Βελλεροφόντη. Μητέρα της ήταν η Μελία ή η Λευκάνη. Ήταν ιέρεια της Ήρας και έγινε ερωμένη του Δία.
Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση. Τότε ο Ζευς, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, την μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Η Ήρα όμως υποχρέωσε τον Δία να αρνηθεί, με όρκο (αφροδίσιος όρκος), την παράνομη σχέση του και να της παραδώσει την ωραία αγελάδα, πράγμα που εκείνος αναγκάστηκε να κάνει.
Η Ήρα εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της αγελάδας στον πανόπτη Άργο, που αγρυπνούσε εναλλάξ με τα 500 από τα 1.000 μάτια του.
Εκτελώντας την εντολή της Ήρας, ο Άργος οδήγησε την Ιώ – αγελάδα στο Μαυριόρος. Εκεί δεμένη τη φύλαγε ο Άργος, χωρίς να παραμελεί το καθήκον του μήτε στιγμή. Τέλος, ο Δίας τη λυπήθηκε και ανέθεσε στον Ερμή να τερματίσει την κατάσταση και να βοηθήσει τον έρωτά του. Ο Ερμής αποκοίμισε με τη γοητεία του αυλού όλα τα μάτια του Άργου, και ενώ κοιμόταν τον αποκεφάλισε, απελευθερώνοντας έτσι την Ιώ.
Η Ήρα όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκησή της και έστειλε έναν οίστρο (μύγα των βοδιών) για να την βασανίζει και την ανάγκασε «ερεσσομένην» απ’ τα δείγματα της να πλανηθεί σε Δύση κι’ Ανατολή,..
Τότε η Ιώ καταδιωκόμενη από τον οίστρο άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα. Διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, έφθασε στον Προμηθέα που ήταν δεμένος στον Καύκασο, διέτρεξε την ακτή της Μαύρης θάλασσας (που εξαιτίας της μετέβαλε την ονομασία της, από Άξενος Πόντος σε Εύξεινος), διήλθε από τον Βόσπορο (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του (βους+πόρος), και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου όπου γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, ο οποίος στο μέλλον θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών.