Όταν κάποτε με ρώτησε κάποιος, ποιος θα ήταν ο μεγαλύτερος στόχος σου αν ποτέ γινόσουν πρωθυπουργός, το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν «να μην επανεκλεγώ».
Κι αυτό γιατί υπήρχαν (και υπάρχουν) τόσα πολλά στραβά γύρω μας, που «φώναζαν» ότι έπρεπε να αλλάξουν, αλλά που ήταν φανερό ότι, αν άλλαζαν, θα έστελναν τον τολμηρό συστημένο στο σπίτι του.
Είμαστε ένας λαός που του αρέσει πάντα να κριτικάρει την πραγματικότητα, αλλά όχι να την αλλάζει. Ιδίως όταν η κατάσταση είναι στραβή μεν, αλλά προσωπικά συμφέρουσα.
Συσσωρεύτηκαν λοιπόν τα προβλήματα. Επιβραβεύθηκαν εκείνοι που δεν άλλαξαν ποτέ τίποτα. Ίσως όχι γιατί δεν το ήθελαν, σίγουρα όχι γιατί δεν είχαν αναγνωρίσει την ανάγκη, αλλά γιατί προτιμούσαν, όσο να’ ναι, να επανεκλεγούν, παρά να γίνουν χρήσιμα αντιδημοφιλείς. Και ενόσω τα πράγματα δεν έφθαναν στο απροχώρητο, συνέχιζαν κι εκείνοι να βγάζουν ξύγκι από την μύγα.
Το παιχνιδάκι αυτό το έπαιξαν όλοι. Όχι μόνο όσοι κυβέρνησαν, αλλά και εκείνοι που φωνασκούσαν από την αιώρα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. «Να κρατήσουμε τα κεκτημένα, κατώτερος μισθός 1.400 ευρώ, κατεβάζουμε διακόπτες αν δεν μας δώσετε αυξήσεις» κ.ο.κ.
Όπως αποδεικνύει και ο χρόνος που κυβέρνησε ο καθένας, καλύτερος «παίκτης» μεταξύ των κομμάτων, εκείνο που είχε καταφέρει να βρει τον καλύτερο κώδικα επικοινωνίας με τον κόσμο, στην ιδιαίτερη αυτή γλώσσα που επικοινωνούσαν, ήταν το ΠΑΣΟΚ. Από κοντά φυσικά και η Νέα Δημοκρατία.
Όμως, τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών «έσκασαν» το 2009, όταν κατέρρευσε μονομιάς το σύμπαν της αραχτής και της αρπαχτής. Το μερίδιο ευθύνης του καθενός, κομμάτων, κομματόσκυλων και πολιτών, αφήνω στον ιστορικό του μέλλοντος να το επιμερίσει. Είμαι σίγουρος ότι θα ξεκινήσει από την κεφαλή.
Το βέβαιο όμως, είναι ότι η εποχή από το 2009 και εντεύθεν θα καταλάβει κεντρικό κομμάτι στην ιστορία της Ελλάδας και οι αποφάσεις που παίρνονται τώρα θα χαράξουν το μέλλον, όχι μόνο της τρέχουσας αλλά και πολλών μελλοντικών γενεών.
Ζούμε λοιπόν ιστορικές στιγμές και βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικά διλήμματα.
Ευρώ ή δραχμή;
Δεδομένου ότι δεν είμαι οικονομολόγος, δεν μπορώ να προσθέσω κάτι αξιόλογο στις γνώσεις του αναγνώστη, θεωρώ όμως καθήκον μου, ενόσω γράφω δημόσια, να εκθέτω όλες τις σοβαρές απόψεις που ακούγονται, από οποιαδήποτε πλευρά, και να αφήνω τον δέκτη να σχηματίσει την δική του κρίση.
Εκτιμώ παράλληλα, ότι οι θέσεις που εκφράζονται από τα κόμματα αντανακλούν και τις πραγματικές απόψεις των επιτελείων τους. Το αντίθετο θα συνιστούσε σε μια τέτοια εποχή εθνική προδοσία και απεχθάνομαι την πολιτική συζήτηση που περιέχει αυτούς τους βαρύγδουπους όρους. Επομένως, αποδέχομαι εκ των προτέρων, ότι όντως οι ηγεσίες της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι πεπεισμένες ότι την Ελλάδα την συμφέρει περισσότερο να μείνει στην ζώνη του ευρώ. Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ελαφρώς πιο δυσδιάκριτες, αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, και εκείνος επιθυμεί τον ίδιο προορισμό, δηλ. την παραμονή στο ευρώ, προβάλλει όμως την ύπαρξη μιας πιο ευνοϊκής για την χώρα πρόσβασης.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα. Το θέμα του παρόντος κειμένου είναι το ΠΑΣΟΚ και η στάση του.
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν, βρέθηκε μπροστά σε αυτό το κεντρικό ιστορικό δίλημμα τρεις φορές. Μία ως κυβέρνηση και δύο ως αντιπολίτευση. Κλήθηκε να αλλάξει DNA μέσα σε μία νύχτα και να μετατραπεί από ένα κόμμα ωραιολογιών, χαϊδέματος «πελατειακών» αυτιών, βολέματος ημετέρων, αναβλητικότητας και πολλών άλλων καλών, στο κόμμα που έπρεπε να αποφασίσει αμέσως ανάμεσα στην δική του επιβίωση και στην επιβίωση της χώρας (εφόσον πίστευε ότι η επιβίωση της χώρας προϋπόθετε παραμονή στο ευρώ), μέσω όμως της λήψης μέτρων που συνέτριβαν όλα όσα πρέσβευε ή «πουλούσε».
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διάλεξε την κρίσιμη ώρα την, έστω και αυτονόητη, επιλογή της αυτοκαταστροφής. Και επειδή η νοοτροπία μιας ηγεσίας μπορεί να αλλάξει (δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι άλλαξε κατά βάθος) πιο εύκολα από τη νοοτροπία του κόσμου, αλλά και της μάζας των στελεχών, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μη έχοντας και την παραμικρή στήριξη από την αντιπολίτευση, ούτε σε επίπεδο ρητορείας, ούτε φυσικά και ψήφων, κατέρρευσε μέσα σε δύο χρόνια εκ των έσω.
Μπροστά στο ίδιο δίλημμα βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ και μετεκλογικά. Και τότε κλήθηκε να αποφασίσει ανάμεσα στην μελλοντική δυνατότητα ανάκαμψης μέσω της οικειοθελούς περιθωριοποίησής του και ανάμεσα στην αρωγή σε ένα τρικομματικό σχήμα που πρόσφερε στην χώρα μια κυβέρνηση, αλλά για το ίδιο σήμαινε την παραχώρηση του παρελθόντος και μέλλοντός του στον ΣΥΡΙΖΑ. Πήρε και πάλι την αυτοκαταστροφική απόφαση.
Μπροστά στο ίδιο δίλημμα βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ και σήμερα, όταν πλέον δεν είναι το παλαιό κραταιό κόμμα εξουσίας που μπορεί να μοιράζει αφειδώς υποσχέσεις και καλοπληρωμένες θέσεις στο δημόσιο, αλλά ένα κόμμα του 12%, με έντονα πτωτικές και διασπαστικές τάσεις. Και πάλι σήμερα κλήθηκε να αποφασίσει ανάμεσα στην ύπαρξή του και στην παραμονή της χώρας σε μια πορεία που το ίδιο θεωρεί μονόδρομο. Και πάλι σήμερα γνώριζε ότι η ψήφιση των μέτρων θα πρόσθετε ένα ακόμα λιθαράκι στην εξόντωσή του από τους ψηφοφόρους που, δικαίως ή αδίκως, διψούν για το αίμα του. Και πάλι σήμερα, την ώρα που η ΔΗΜΑΡ, έτερη κυβερνητική «τσόντα», έστριψε εντέχνως μπροστά στο βάρος κυβερνητικών ευθυνών και εκλογικού μαρασμού, το ΠΑΣΟΚ πήρε την ορθή συνειδησιακά απόφαση.
Μπορεί αυτό να μην αναγνωρίζεται από μια κοινωνία που έχει μάθει να αποθεώνει το νικητή και να χλευάζει τον ηττημένο, μπορεί αυτή η απόφαση να μην δικαιωθεί καν ιστορικά, αλλά, επειδή λήφθηκε, φρονώ, με τα κριτήρια που θα έπρεπε να λαμβάνονταν και στο παρελθόν οι πολιτικές αποφάσεις και επειδή ξέρω ότι ελάχιστοι άλλοι θα το κάνουν, εγώ νιώθω την ανάγκη να πω στο ΠΑΣΟΚ ένα, αποχαιρετιστήριο έστω, «μπράβο».
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ / ysterografa.gr
Κι αυτό γιατί υπήρχαν (και υπάρχουν) τόσα πολλά στραβά γύρω μας, που «φώναζαν» ότι έπρεπε να αλλάξουν, αλλά που ήταν φανερό ότι, αν άλλαζαν, θα έστελναν τον τολμηρό συστημένο στο σπίτι του.
Είμαστε ένας λαός που του αρέσει πάντα να κριτικάρει την πραγματικότητα, αλλά όχι να την αλλάζει. Ιδίως όταν η κατάσταση είναι στραβή μεν, αλλά προσωπικά συμφέρουσα.
Συσσωρεύτηκαν λοιπόν τα προβλήματα. Επιβραβεύθηκαν εκείνοι που δεν άλλαξαν ποτέ τίποτα. Ίσως όχι γιατί δεν το ήθελαν, σίγουρα όχι γιατί δεν είχαν αναγνωρίσει την ανάγκη, αλλά γιατί προτιμούσαν, όσο να’ ναι, να επανεκλεγούν, παρά να γίνουν χρήσιμα αντιδημοφιλείς. Και ενόσω τα πράγματα δεν έφθαναν στο απροχώρητο, συνέχιζαν κι εκείνοι να βγάζουν ξύγκι από την μύγα.
Το παιχνιδάκι αυτό το έπαιξαν όλοι. Όχι μόνο όσοι κυβέρνησαν, αλλά και εκείνοι που φωνασκούσαν από την αιώρα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. «Να κρατήσουμε τα κεκτημένα, κατώτερος μισθός 1.400 ευρώ, κατεβάζουμε διακόπτες αν δεν μας δώσετε αυξήσεις» κ.ο.κ.
Όπως αποδεικνύει και ο χρόνος που κυβέρνησε ο καθένας, καλύτερος «παίκτης» μεταξύ των κομμάτων, εκείνο που είχε καταφέρει να βρει τον καλύτερο κώδικα επικοινωνίας με τον κόσμο, στην ιδιαίτερη αυτή γλώσσα που επικοινωνούσαν, ήταν το ΠΑΣΟΚ. Από κοντά φυσικά και η Νέα Δημοκρατία.
Όμως, τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών «έσκασαν» το 2009, όταν κατέρρευσε μονομιάς το σύμπαν της αραχτής και της αρπαχτής. Το μερίδιο ευθύνης του καθενός, κομμάτων, κομματόσκυλων και πολιτών, αφήνω στον ιστορικό του μέλλοντος να το επιμερίσει. Είμαι σίγουρος ότι θα ξεκινήσει από την κεφαλή.
Το βέβαιο όμως, είναι ότι η εποχή από το 2009 και εντεύθεν θα καταλάβει κεντρικό κομμάτι στην ιστορία της Ελλάδας και οι αποφάσεις που παίρνονται τώρα θα χαράξουν το μέλλον, όχι μόνο της τρέχουσας αλλά και πολλών μελλοντικών γενεών.
Ζούμε λοιπόν ιστορικές στιγμές και βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικά διλήμματα.
Ευρώ ή δραχμή;
Δεδομένου ότι δεν είμαι οικονομολόγος, δεν μπορώ να προσθέσω κάτι αξιόλογο στις γνώσεις του αναγνώστη, θεωρώ όμως καθήκον μου, ενόσω γράφω δημόσια, να εκθέτω όλες τις σοβαρές απόψεις που ακούγονται, από οποιαδήποτε πλευρά, και να αφήνω τον δέκτη να σχηματίσει την δική του κρίση.
Εκτιμώ παράλληλα, ότι οι θέσεις που εκφράζονται από τα κόμματα αντανακλούν και τις πραγματικές απόψεις των επιτελείων τους. Το αντίθετο θα συνιστούσε σε μια τέτοια εποχή εθνική προδοσία και απεχθάνομαι την πολιτική συζήτηση που περιέχει αυτούς τους βαρύγδουπους όρους. Επομένως, αποδέχομαι εκ των προτέρων, ότι όντως οι ηγεσίες της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι πεπεισμένες ότι την Ελλάδα την συμφέρει περισσότερο να μείνει στην ζώνη του ευρώ. Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ελαφρώς πιο δυσδιάκριτες, αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, και εκείνος επιθυμεί τον ίδιο προορισμό, δηλ. την παραμονή στο ευρώ, προβάλλει όμως την ύπαρξη μιας πιο ευνοϊκής για την χώρα πρόσβασης.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα. Το θέμα του παρόντος κειμένου είναι το ΠΑΣΟΚ και η στάση του.
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν, βρέθηκε μπροστά σε αυτό το κεντρικό ιστορικό δίλημμα τρεις φορές. Μία ως κυβέρνηση και δύο ως αντιπολίτευση. Κλήθηκε να αλλάξει DNA μέσα σε μία νύχτα και να μετατραπεί από ένα κόμμα ωραιολογιών, χαϊδέματος «πελατειακών» αυτιών, βολέματος ημετέρων, αναβλητικότητας και πολλών άλλων καλών, στο κόμμα που έπρεπε να αποφασίσει αμέσως ανάμεσα στην δική του επιβίωση και στην επιβίωση της χώρας (εφόσον πίστευε ότι η επιβίωση της χώρας προϋπόθετε παραμονή στο ευρώ), μέσω όμως της λήψης μέτρων που συνέτριβαν όλα όσα πρέσβευε ή «πουλούσε».
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διάλεξε την κρίσιμη ώρα την, έστω και αυτονόητη, επιλογή της αυτοκαταστροφής. Και επειδή η νοοτροπία μιας ηγεσίας μπορεί να αλλάξει (δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι άλλαξε κατά βάθος) πιο εύκολα από τη νοοτροπία του κόσμου, αλλά και της μάζας των στελεχών, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μη έχοντας και την παραμικρή στήριξη από την αντιπολίτευση, ούτε σε επίπεδο ρητορείας, ούτε φυσικά και ψήφων, κατέρρευσε μέσα σε δύο χρόνια εκ των έσω.
Μπροστά στο ίδιο δίλημμα βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ και μετεκλογικά. Και τότε κλήθηκε να αποφασίσει ανάμεσα στην μελλοντική δυνατότητα ανάκαμψης μέσω της οικειοθελούς περιθωριοποίησής του και ανάμεσα στην αρωγή σε ένα τρικομματικό σχήμα που πρόσφερε στην χώρα μια κυβέρνηση, αλλά για το ίδιο σήμαινε την παραχώρηση του παρελθόντος και μέλλοντός του στον ΣΥΡΙΖΑ. Πήρε και πάλι την αυτοκαταστροφική απόφαση.
Μπροστά στο ίδιο δίλημμα βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ και σήμερα, όταν πλέον δεν είναι το παλαιό κραταιό κόμμα εξουσίας που μπορεί να μοιράζει αφειδώς υποσχέσεις και καλοπληρωμένες θέσεις στο δημόσιο, αλλά ένα κόμμα του 12%, με έντονα πτωτικές και διασπαστικές τάσεις. Και πάλι σήμερα κλήθηκε να αποφασίσει ανάμεσα στην ύπαρξή του και στην παραμονή της χώρας σε μια πορεία που το ίδιο θεωρεί μονόδρομο. Και πάλι σήμερα γνώριζε ότι η ψήφιση των μέτρων θα πρόσθετε ένα ακόμα λιθαράκι στην εξόντωσή του από τους ψηφοφόρους που, δικαίως ή αδίκως, διψούν για το αίμα του. Και πάλι σήμερα, την ώρα που η ΔΗΜΑΡ, έτερη κυβερνητική «τσόντα», έστριψε εντέχνως μπροστά στο βάρος κυβερνητικών ευθυνών και εκλογικού μαρασμού, το ΠΑΣΟΚ πήρε την ορθή συνειδησιακά απόφαση.
Μπορεί αυτό να μην αναγνωρίζεται από μια κοινωνία που έχει μάθει να αποθεώνει το νικητή και να χλευάζει τον ηττημένο, μπορεί αυτή η απόφαση να μην δικαιωθεί καν ιστορικά, αλλά, επειδή λήφθηκε, φρονώ, με τα κριτήρια που θα έπρεπε να λαμβάνονταν και στο παρελθόν οι πολιτικές αποφάσεις και επειδή ξέρω ότι ελάχιστοι άλλοι θα το κάνουν, εγώ νιώθω την ανάγκη να πω στο ΠΑΣΟΚ ένα, αποχαιρετιστήριο έστω, «μπράβο».
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ / ysterografa.gr