Ένα ερώτημα που δύναται να τεθεί έχει σχέση με την αντίφαση η οποία υπάρχει στο θέμα του γυναικείου γένους. Ενώ η γυναίκα έχει έντονη και καθοριστική παρουσία στη ζωή και μετρά ασύλληπτα θύματα, φοβερές θυσίες και πολύμορφους αγώνες κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο, εν τούτοις έχει κατακτήσει ελάχιστα δικαιώματα. Αυτά, στον πολιτισμένο κόσμο και στον απολίτιστο, αμφισβητούνται από λίγο μέχρι ολοκληρωτικά και καταστρατηγούνται με συνειδητή βία και αυξανόμενη καταπίεση.
Η απάντηση που δίδεται στις μέρες μας είναι ότι ζούμε σε μία κοινωνία φαλλοκρατική με φυλετικό ρατσισμό που κυριαρχεί ο σεξισμός και η απόρριψη της γυναίκας. Στο ίδιο ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει ο Αριστοφάνης με το έργο «Εκκλησιάζουσες», λέξη η οποία παράγεται από το ρήμα «εκκλησιάζω» που σημαίνει μετέχω στην Εκκλησία του Δήμου.
Το έργο, ύμνος στη γυναίκα, διδάχθηκε το 392 π.Χ. Η υπόθεση έχει ομοιότητες με δύο προηγούμενα έργα του Αριστοφάνη, περισσότερο με την «Λυσιστράτη» (που παρουσιάστηκε το 411 π.Χ. στα Λήναια) και λιγότερο με τις «Θεσμοφοριάζουσες» (που παρουσιάστηκε το 411 π.Χ, στα Διονύσια).
Και στα τρία, μια γυναίκα είναι αρχηγός μεταξύ των Αθηναίων γυναικών και τις κατευθύνει. Στις «Εκκλησιάζουσες» ο ποιητής προτείνει ως λύση μία κωμική ουτοπία, σε περιβάλλον έντονης νοσταλγίας, με το να αναλάβουν οι γυναίκες πρωτοβουλίες για πολιτικά και κοινωνικά θέματα.
Ο ποιητής διαποτισμένος από τα ήθη του παλιού καλού καιρού και νοσταλγώντας αυτά, κατηγορεί τους Αθηναίους για τον Πελοποννησιακό πόλεμο στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής τους, που τελικά οδήγησε σε ολοκληρωτική ήττα (401 π.Χ.). Ο πόλεμος αποφασίστηκε μόνο με τις ψήφους των ανδρών, σε περιβάλλον χρηματισμού, διαφθοράς και επιβολής. Χωρίς να έχουν καμία συμμετοχή οι γυναίκες δέχονταν τα σκοτωμένα στον πόλεμο παιδιά τους και πρωταγωνιστούσαν στις οδύνες και στους θρήνους που έφερε ο άδικος πόλεμος. Κατά την υπόθεση του έργου, η λύση για να ξεπεραστεί η πολιτική σήψη, η οικονομική και κοινωνική κατάπτωση της πόλεως βασίζεται πλέον στις γυναίκες. Αυτές διακρίνονται για τη δημιουργική δύναμη τους, για την επιμονή και την υπομονή τους και την ικανότητα να νοικοκυρεύουν το σπίτι τους, αντιμετωπίζοντας όλες τις αντιξοότητες που δημιουργούνται.
Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει οι Αθηναίοι να αποδεχθούν τις γυναίκες και να παραχωρήσουν σε αυτές το κράτος.
Παραμένει πάντοτε το ερώτημα για μας, για την εποχή μας, εάν αυτή η πρόταση - υπόθεση του Αριστοφάνη για τη μεταφορά της εξουσίας από τους άνδρες στις γυναίκες, είναι ώριμη να την αποδεχθεί η σημερινή κοινωνία. Χορτασμένες οι γυναίκες από την ανίκανη διοίκηση των ανδρών αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους την κυβέρνηση.
Η κατάληψη της εξουσίας, σύμφωνα με το σχέδιο της Πραξαγόρας, έγινε την αυγή όταν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε άνδρες πήραν απόφαση στην Εκκλησία του Δήμου για τη μεταβίβαση της διοίκησης και του ελέγχου από τους άνδρες στις γυναίκες, με αρμοδιότητα και στη Νομοθεσία και στη Διαχείριση του Ταμείου των κοινών χρημάτων και κτισμάτων. Παρουσιάζει τελικά η Πραξαγόρα το πρόγραμμα της μετά από πιεστικές ερωτήσεις του Βλέπυρου του ανδρός της και αφορά στα κάτωθι:
1. Η κτηματική περιουσία και τα χρήματα θα ανήκουν σε όλη την κοινότητα.
2. Ο καθένας θα μπορεί να συνευρεθεί με οποιαδήποτε γυναίκα και να κάνει παιδιά.
3. Οι άσχημοι και οι άσχημες θα είναι προστατευόμενοι/ες και θα έχουν προτεραιότητα.
4. Όλα τα παιδιά θα θεωρούν τους άνδρες πατεράδες τους.
5. Οι δίκες θα έχουν περιοριστεί καθόσον δεν θα υπάρχει ατομική ιδιοκτησία και το χρήμα θα είναι κοινό.
6. Οι δράστες των βιαιοπραγιών θα τιμωρούνται με αποβολή από τα κοινοτικά γεύματα.
7. Τις αγροτικές εργασίες θα κάνουν οι δούλοι.
Ο ποιητής προτείνει κοινωνικοποίηση όλων των αγαθών, σεξουαλική κοινοκτημοσύνη και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αποτυπώνοντας τις ιδέες που κυκλοφορούσαν την εποχή του. Εξάλλου, οι γυναίκες την εποχή του δεν είχαν καμία συμμετοχή στη διάθεση και στην απόκτηση περιουσίας. Φαίνεται ότι το πνευματικό κλίμα στην Αθήνα περιείχε συζητήσεις που γινόντουσαν για την ισότητα, την κοινοκτημοσύνη και για οικονομικά θέματα, όπως αυτές συστηματοποιήθηκαν 20 χρόνια αργότερα από τον Πλάτωνα στο βιβλίο του «Πολιτεία, Βιβλίο Ε'».