Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος τη περίοδο 1970-1972

*του Αναστάσιου Λυμπερίου

Εμφάνιση DSC_5682 copy.jpgΕίναι πολλές φορές ανάγκη να ξαναδιαβάζουμε την ιστορία, με σκοπό να προλαμβάνουμε τα λάθη μας. Η ιστορία άλλωστε πολλές φορές επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Μια τέτοια επισκόπηση οφείλουμε να κάνουμε στην ιστορία δημιουργίας του Ευρώ, με σκοπό να αντιληφθούμε την σημασία αλλά και το μέγεθος αυτή της προσπάθειας, ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου η συζήτηση για την έξοδο από το ευρώ γίνεται, από πολλούς, «ελαφριά την καρδία».
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έκανε επανειλημμένες προσπάθειες τα κράτη – μέλη της να ακολουθήσουν μία ενιαία οικονομική πολιτική. Οι προσπάθειες αυτές εντάθηκαν λόγω των κρίσεων που έλαβαν χώρα από το 1970 έως το 1989 και αφορούσαν τόσο τις πετρελαϊκές κρίσεις το 1973-1974 και 1978-1979, όσο και τη διεθνή οικονομική κρίση της Λατινικής Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά και την κρίση του χρηματιστηρίου το 1987.

Αντίστοιχα, την περίοδο που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο λόγω του «κανόνα του χρυσού» σύμφωνα με το σύστημα Bretton Woods που επικρατούσε εκείνη την εποχή [1](Τσακαλογιάννης, 2000).
Η δυσμενέστερη, όμως, θέση ορισμένων ευρωπαϊκών νομισμάτων σε σχέση με το δολάριο οδήγησαν στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση των κρατών – μελών της, με σκοπό την μείωση των υποτιμήσεων των νομισμάτων τους.
Πιο συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1970 σημαντική εφαρμογή είχαν οι κεϋνσιανές πολιτικές, με κύριο χαρακτηριστικό την μικρή έμφαση στη σχέση της νομισματικής πολιτικής και του πληθωρισμού. Από τότε άρχισαν να γίνονται προσπάθειες για μια ενωμένη Ευρώπη με κοινό νόμισμα και ενιαία οικονομική πολιτική.
Η ανάγκη για ενιαία οικονομική πολιτική ήταν μία σχετικά αναμενόμενη προοπτική, με σκοπό την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής της δυναμικής.
Ποιοι ήταν όμως οι βασικότεροι λόγοι που οδήγησαν στην πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος εντός της Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ποια τα σημαντικότερα εμπόδια που προέκυψαν από αυτή την προσπάθεια και καθυστέρησαν την τελική υλοποίηση και εφαρμογή του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος αρκετά χρόνια;

Λόγοι ανάληψη της πρώτης προσπάθειας για τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος (1970-72)

Η πρώτη αναφορά για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος πραγματοποιήθηκε πριν την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 από τον γερμανό πολιτικό Gustav Stresemann. Η μεγάλη όμως οικονομική κρίση που ακολούθησε αποπροσανατόλισε τους ευρωπαίους πολιτικούς από τον στόχο ενός κοινού νομίσματος τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Visser, 2000).
Προς τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των μεγάλων χρηματοοικονομικών αλλαγών παγκοσμίως, υπήρξαν οι κατάλληλες ζυμώσεις για τη δημιουργία σημαντικών συμφωνιών και οργανισμών που συνέβαλλαν σε μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Έτσι, συστάθηκε αρχικά (1945) η «Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης» (που πλέον αποτελεί μέρος της «Παγκόσμιας Τράπεζας» και του «Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου»), στη συνέχεια (1945) ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ενώ στην Ευρώπη, μέσω της συνθήκης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) (1952), της συνθήκης ιδρύσεως Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) (1957) και της συνθήκης ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) (1957), δημιουργήθηκαν οι αρχικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Ένωσης [2](Τσακαλογιάννης, 1996; Τσακαλογιάννης, 2000).
Από το 1950 οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών βρίσκονται σε ένταση, λόγω κυρίως των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, που πρόκειται να επιλυθούν με τη δημιουργία ενός κοινού οργανισμού συμφερόντων μεταξύ των χωρών και σκοπό τη διαχείριση της αγοράς άνθρακα και χάλυβα υπό μία ανεξάρτητη αρχή (Αλεξάκης, 1991).[3]
Η δημιουργία του κοινού αυτού οργανισμού θεσπίστηκε το 1951 με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) που συνυπογράφηκε από 6 κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ιταλία και Ολλανδία), που αποδέχτηκαν την κοινή εφαρμογή μιας ενιαίας οικονομικής πολιτικής στον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα και τέθηκε σε εφαρμογή το 1952.[4] (Αλεξάκης, 1991)
Η ΕΚΑΧ ουσιαστικά σκοπό είχε τη δημιουργία μίας ενιαίας αγορά για όλα τα προϊόντα, καθώς και την αύξηση της χρήσης νέων μεθόδων παραγωγής με διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Έτσι, σταδιακά θα επιτυγχανόταν μία οικονομική ολοκλήρωση, λόγω της ενοποίησης των οικονομικών συμφερόντων των κρατών της Ευρώπης, που θα οδηγούσε, όμως και σε μία πολιτική ολοκλήρωση (Τσακαλογιάννης, 1996).[5]
Τη συμφωνία για την ΕΚΑΧ ακολούθησε η πρόταση για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος (ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντική Κοινότητας), η οποία όμως δεν επικυρώθηκε (Τσακαλογιάννης, 1996).[6]
Στη συνέχεια, το 1955, προτάθηκε η δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς για όλα τα προϊόντα, αλλά και για τη σύσταση μίας κοινότητας για την πυρηνική ενέργεια, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1957 (Συνθήκη της Ρώμης) με κύριο σκοπό την ανάπτυξη των κρατών-μελών της μέσω της δημιουργίας μίας ενιαίας αγοράς, αλλά και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) (EURATOM), με βασικό σκοπό την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας (Τσακαλογιάννης, 2000).[7]
Στο πλαίσιο αυτό, όμως, δεν προβλεπόταν καμία νομισματική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά τέθηκαν ως άμεσοι στόχοι η υλοποίηση της τελωνειακής ένωσης και της κοινής αγοράς της Ευρώπης, καθώς εκείνη την εποχή υπήρχε ήδη μία νομισματική οργάνωση (σύστημα του Bretton Woods), σύμφωνα με την οποία όλα τα νομίσματα του δυτικού κόσμου μετατρέπονταν σε σταθερές ισοτιμίες (Αλεξάκης, 1991).[8]
Από την άλλη πλευρά, καθώς η Αγγλία επιθυμούσε μία ευρωπαϊκή συνεργασία που θα καταργούσε του τελωνειακούς δασμούς μεταξύ των κρατών-μελών, με την ταυτόχρονη όμως διατήρηση της αυτονομίας τους, το 1959-1960 συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), με μέλη τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία, τη Δανία, την Ισλανδία, τη Φιλανδία και την Πορτογαλία (Αλεξάκης, 1991).[9]
Έτσι, προς το τέλος του 1961 το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και άλλες χώρες, όπως η Νορβηγία, η Δανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα εντάσσονται σταδιακά στην ΕΟΚ, δημιουργώντας όμως αντιδράσεις από τη Γαλλική κυβέρνηση του Ντε Γκωλ, οδηγώντας στη διάσκεψη της Χάγης το 1969, καθώς και σε προτάσεις για σύσταση Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης στην Ευρώπη (Πανάγος, 1987). [10]
Αποτέλεσμα των παραπάνω διεργασιών ήταν και η πρόταση για δημιουργία ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος, που πραγματοποιήθηκε από την ΕΟΚ το 1969 και ακολουθήθηκε από σχετικές συζητήσεις των Αρχηγών των κρατών μελών της ΕΟΚ στη Χάγη (Αλεξάκης, 1991).[11]
Αντίστοιχα, από τα σημαντικότερα βήματα για τη δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και κοινού νομίσματος ήταν η δημιουργία της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) που τέθηκε ως στόχος έπειτα από τη διάσκεψη κορυφής της Χάγης (1969), με σκοπό την ολοκλήρωσή της εντός δέκα ετών (Τσακαλογιάννης, 2000). [12]
Βασικός στόχος της θέσπισης της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης, μέσα από την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών αναφορικά με τις δημοσιονομικές πολιτικές του κάθε κράτους, ήταν η πλήρης απελευθέρωση των κεφαλαιακών κινήσεων, η δυνατότητα για μετατροπή των νομισμάτων των κρατών – μελών της, καθώς και ο συγκεκριμένος και μη μετακλητός καθορισμός ισοτιμιών (Γκαργκάνας & Ταβλάς, 2002).[13]
Αντίστοιχα, οι παραπάνω διεργασίες με σκοπό την προώθηση της δημιουργίας ενός ενιαίου νομίσματος μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στόχευαν στα οφέλη ενός κοινού νομίσματος, τόσο σε μικροοικονομικό επίπεδο όσο και σε μακροοικονομικό, καθώς ένα ενιαίο νόμισμα θα οδηγούσε σε αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας λόγω της μείωσης των δαπανών συναλλαγής μεταξύ διαφορετικών εθνικών νομισμάτων, καθώς και την μείωση του μελλοντικού κινδύνου λόγω της αβεβαιότητας των ισοτιμιών του συναλλάγματος (Thygesen, 1990; De Grauwe, 2003).[14]
Με αυτό τον τρόπο, μεταξύ των κρατών που θα διακινούν το ενιαίο νόμισμα υπάρχει σημαντική μείωση των δαπανών συναλλαγής που δημιουργούνται από την μετατροπή των νομισμάτων, διευκολύνονται οι καταναλωτές, καθώς και οι επιχειρήσεις αντίστοιχα, αφού υπάρχει αύξηση των επενδύσεων και μεγαλύτερο κέρδος λόγω των μειωμένων δαπανών συναλλαγής, ενώ αυτά τα κέρδη είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τις απώλειες που μπορεί να έχουν οι τράπεζες και σχετίζονται με τις προμήθειες επί των συναλλαγών διαφορετικών εθνικών νομισμάτων (De Grauwe, 2003).[15]
Ταυτόχρονα, η μείωση των δαπανών των συναλλαγών θα επέφερε μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές ανάμεσα στις χώρες της κοινότητας, καθώς θα υπήρχε μόνο ένα νόμισμα επιτρέποντας την ευκολότερη σύγκριση τιμών και μισθών μεταξύ των κρατών – μελών, με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερα κέρδη για αυτή, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος της πληροφόρησης των καταναλωτών (Visser, 2000). [16]
Ακόμη, το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα της κατανομής των κεφαλαίων στο εσωτερικό της λόγω της ενοποίησης των εθνικών χρηματιστηριακών αγορών, ενώ αντίστοιχα, με τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος θα  σταματούσε να υπάρχει ανάγκη για διατήρηση νομισμάτων άλλων χωρών, με αποτέλεσμα την αύξηση των επενδύσεων και ευρύτερα την αύξηση της οικονομίας (Visser, 2000), καθώς επίσης, το ενιαίο νόμισμα θα αύξανε σημαντικά το διεθνές εμπόριο των κρατών – μελών.
Έτσι, παρόλο που με το σύστημα του Bretton Woods (1944–1970) εξασφαλιζόταν η νομισματική σταθερότητα της κοινής αγοράς, η κατάρρευσή του οδήγησε σταδιακά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στις πρώτες διεργασίες για τη δημιουργία μίας νομισματικής και οικονομικής ένωσης, και μίας ζώνης ενιαίου νομίσματος, με πλήρη διαχείριση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών.

Εμπόδια που προέκυψαν από την πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος (1970-72)
Η πρώτη αυτή προσπάθεια ενιαίας οικονομικής και νομισματικής πολιτικής προσέκρουσε σε ποικίλα εμπόδια, τα οποία καθυστέρησαν την πραγματοποίησή της. Παρόλα αυτά, η προσπάθεια αυτή έθεσε τις βάσεις, μέσω της αποκτηθείσας εμπειρίας για την επιτυχημένη δημιουργία της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης τη δεκαετία του 1990 και του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος τη δεκαετία του 2000.
Έτσι, παρόλο που το 1970-1971 προτάθηκε, μέσα από το «Σχέδιο Barre» (1969) και την «Έκθεση Werner» (1970), η πραγματοποίηση μίας οικονομικής και νομισματικής ένωσης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με προϋπόθεση ότι οι χώρες της ΕΟΚ θα έπρεπε να τακτοποιήσουν όλες τις νομισματικές υποθέσεις τους, ορισμένες χώρες που θα συμμετείχαν στην ένωση δέχτηκαν μεγάλη εισροή βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων με αποτέλεσμα μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις (Τσακαλογιάννης, 2000).[17]
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης υπήρξε η ανάγκη λήψης μέτρων που αντέκρουαν στο αρχικό σχέδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, κυρίως ως προς τη μείωση του περιθωρίου διακύμανσης των συναλλαγματικών τιμών ανάμεσα στα νομίσματα των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Πανάγος, 1987).
Το κυριότερο, όμως, εμπόδιο που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η πρώτη αυτή προσπάθεια για τη δημιουργία μίας ενιαίας οικονομικής και νομισματικής ένωσης ήταν η νομισματική πολιτική της Αμερικής, όπου το 1971 οι Η.Π.Α. αποφάσισαν να  αναστείλουν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, με ταυτόχρονη διακύμανση της συναλλαγματικής τιμής του δολαρίου και προστασία της αμερικάνικης αγοράς από τις εισαγωγές από τα υπόλοιπα δυτικά κράτη (Πανάγος, 1987).[18]
Ταυτόχρονα, ενώ αρχικά (1971) οι κεντρικές τράπεζες είχαν σκοπό να μειώσουν τα περιθώρια διακύμανσης μεταξύ των νομισμάτων των κρατών που ανήκαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το 1973, λόγω των δυσκολιών που προέκυψαν από την προσπάθεια διατήρησης του περιθωρίου διακύμανσης των κοινοτικών νομισμάτων και του δολαρίου, οι κεντρικές τράπεζες αφέθηκαν ελεύθερες να μην επεμβαίνουν σε περιπτώσεις που οι συναλλαγματικές τιμές των κοινοτικών νομισμάτων έφταναν σε σχετικά περιθώρια διακύμανσης με το δολάριο  (Hodson & Maher, 2002).[19]
Από την άλλη πλευρά, η διεθνής νομισματική κρίση που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1970 αύξησε τις διαφορές μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα προκειμένου να σταματήσει η πτώση των τιμών ορισμένων νομισμάτων θα έπρεπε οι χώρες να αγοράζουν το έναντι των αποθεμάτων τους σε συνάλλαγμα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να περιέλθουν σε καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών τιμών (Τσακαλογιάννης, 2000).[20]
Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα των κρατών να μην εφαρμόζουν συγκλίνουσα νομισματική πολιτική, οδήγησε πολλά κράτη στην παραγωγή νομισμάτων, με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού, την οικονομική στασιμότητα και την αύξηση της ανεργίας (Γκαργκάνας & Ταβλάς, 2002).  [21]
Με αυτό τον τρόπο, οι αρχικοί στόχοι της νομισματικής και οικονομικής ένωσης δεν επιτεύχθηκαν, καθώς η διαδικασία της δημιουργίας της διακόπηκε λόγω της διάλυσης του συστήματος «Bretton Woods».

Συμπεράσματα

Καθώς η οικονομική ενοποίηση των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αποτελούσε από την αρχή της δημιουργίας της ένα θέμα μείζονος σημασία, οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ενός ενιαίου νομίσματος εντός της Κοινότητας έλαβαν χώρα ήδη από τις αρχές του 1970.
Οι σημαντικότεροι λόγοι για την ανάληψη της πρώτης αυτής προσπάθειας δημιουργίας ενιαίου νομίσματος ήταν κυρίως η αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας που επιτυγχάνεται μέσω ενός κοινού νομίσματος λόγω της μείωσης των δαπανών συναλλαγής μεταξύ διαφορετικών εθνικών νομισμάτων, καθώς και η αύξηση της διαφάνειας στις τιμές ανάμεσα στις χώρες της κοινότητας.
Ταυτόχρονα, μέσα από ένα ενιαίο νόμισμα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα αποκτούσε μεγαλύτερη αποδοτικότητα από την κατανομή των κεφαλαίων, αύξηση των επενδύσεων, επομένως ανάλογη αύξηση της οικονομίας, καθώς και αύξηση του διεθνούς εμπορίου των μελών της.
Η προσπάθεια αυτή, όμως, βρέθηκε αντιμέτωπη με ποικίλα εμπόδια, τα οποία προήλθαν κυρίως από την αύξηση του πληθωρισμού ορισμένων κρατών – μελών της, τη διεθνή νομισματική κρίση που ξέσπασε τη δεκαετία του 1970 αυξάνοντας τις οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών – μελών της Κοινότητας, την αύξηση της ανεργίας που ακολούθησε, καθώς όμως και τη νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που προσπαθούσαν να εμποδίσουν αυτή την προσπάθεια.
Παρα’όλες τις δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η πρώτη αυτή προσπάθεια για τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως διαφάνηκε από την πορεία της, οδηγήθηκε τόσο στη δημιουργία σημαντικών νομισματικών και οικονομικών ενώσεων, όσο και στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την επιτυχημένη εφαρμογή του ενιαίου νομίσματος (Ευρώ) στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η πολύχρονη και συνάμα επίπονη διαδικασία δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ, δεν μπορεί να παραβλεφθεί σήμερα από τους συμμετέχοντες στην ευρωπαϊκή πολιτική δραστηριότητα. Το ευρώ δεν ήρθε στην παγκόσμια οικονομία σε μια στιγμή, ούτε μπορεί να καταργηθεί εν μία νυκτί. Η γνώση στην ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε τα πράγματα καλύτερα.
  
*ο κ. Αναστάσιος Λυμπερίου είναι Οικονομολόγος-Κοινωνιολόγος, Αναλυτής του Κέντρου Διεθνών και Στρατηγικών Αναλύσεων και Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Υποσημειώσεις
[1] Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.

[2] Τσακαλογιάννης, Π. (1996). Η πολιτική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήση,Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.
[3] Αλεξάκης, Π. (1991). Η Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αθήνα: Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.

[4] Αλεξάκης, Π. (1991). Η Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αθήνα: Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
[5] Τσακαλογιάννης, Π. (1996). Η πολιτική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήση
[6] Τσακαλογιάννης, Π. (1996). Η πολιτική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Παπαζήση
[7] Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.
[8] Αλεξάκης, Π. (1991). Η Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αθήνα: Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
[9] Αλεξάκης, Π. (1991). Η Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αθήνα: Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
[10] Πανάγος, Β. (1987). Ευρωπαϊκή Οικονομική και Πολιτική της Οικονομικής και Νομισματικής Ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
[11] Αλεξάκης, Π. (1991). Η Πορεία προς την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αθήνα: Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
[12] Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.
[13] Γκαργκάνας, Ν. & Ταβλάς, Γ. (2002). Νομισματικά Καθεστώτα και Επιδόσεις ως προς τον Πληθωρισμό: Η Περίπτωση της Ελλάδος. Οικονομικές Επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος, Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, The Brookings Institution

[14] Thygesen, N. (1990), The Benefits and Costs of Currency Unification, στο Siebert, H. (Ed.), The Completion of the Internal Market. Tübingen: Mohr-Siebeck, 347-385.
[15] De Grauwe P. (2003). Economics of monetary Integration. UK: Oxford University Press.

[16] Visser, H. (2004). A guide to international monetary economics: exchange rate theories, systems and policies. UK: Edward Elgar Publishing.
[17] Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.
[18] Πανάγος, Β. (1987). Ευρωπαϊκή Οικονομική και Πολιτική της Οικονομικής και Νομισματικής Ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

[19] Hodson, D. & Maher, I. (2002). Economic and monetary union: balancing credibility and legitimacy in an asymmetric policy-mix. Journal European Public Policy, 9(3): 391-407.
[20] Τσακαλογιάννης, Π. (2000). Ευρώ και Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Αθήνα: Σταμούλης.
[21] Γκαργκάνας, Ν. & Ταβλάς, Γ. (2002). Νομισματικά Καθεστώτα και Επιδόσεις ως προς τον Πληθωρισμό: Η Περίπτωση της Ελλάδος. Οικονομικές Επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος, Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος, The Brookings Institution

*ο κ. Αναστάσιος Λυμπερίου είναι Οικονομολόγος-Κοινωνιολόγος, Αναλυτής του Κέντρου Διεθνών και Στρατηγικών Αναλύσεων και Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.