Απάντηση σε ερώτηση του Βουλευτή Κορινθίας κ. Κώστα Κόλλια σχετικά με την αύξηση του ΦΠΑ στις ζωοτροφές απέστειλε το Υπουργείο Οικονομικών, η οποία δεν λύνει το πρόβλημα του αυξημένου κόστους παραγωγής στον αγροτικό και ιδιαίτερα στον κτηνοτροφικό τομέα. Σχετικά με το θέμα ο κ. Κόλλιας δήλωσε:
«Η απάντηση που έλαβα σχετικά με το θέμα της αύξησης του ΦΠΑ στις ζωοτροφές καταδεικνύει δυστυχώς την αδιαφορία, αλλά και την άγνοια ή έστω την κοντόφθαλμη οπτική του Υπουργείου Οικονομικών σε ό,τι αφορά ζητήματα αγροτικής οικονομίας. Όπως έχω επισημάνει ξανά, πιθανή αύξηση του ΦΠΑ στις ζωοτροφές θα επηρεάσει διπλά την κτηνοτροφική παραγωγή: και στον τομέα παραγωγής των ζωοτροφών, αλλά και τους κτηνοτρόφους. Αυτό το Υπουργείο φαίνεται να το αγνοεί, όπως φαίνεται να εξακολουθεί να αγνοεί γενικά την οικονομική πραγματικότητα που έφερε η πολιτική της ύφεσης.
Στο έγγραφο που μου απεστάλη αναφέρεται ότι η αύξηση του χαμηλού ΦΠΑ από 11% σε 13% κρίθηκε ως «απόλυτα επιβεβλημένη» λόγω της κρίσης στα δημοσιονομικά μεγέθη. Μόνο που το αποτέλεσμα αυτής της αύξησης ήταν τον Ιανουάριο του 2012 τα έσοδα του κράτους από τον ΦΠΑ να εμφανίζονται μειωμένα κατά 18,7%. Διότι 110.000 επιχειρήσεις έκλεισαν, διότι όσες απέμειναν προσπαθούν να καλύψουν άλλες τρύπες και δεν πληρώνουν ΦΠΑ, αλλά και διότι το χαράτσι του ΦΠΑ έχει αυξήσει τη φοροδιαφυγή.
Αυτές ήταν οι συνέπειες των προηγούμενων αυξήσεων του ΦΠΑ που όχι μόνο δεν ωφέλησαν αλλά διέλυσαν περαιτέρω και τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία. Επόμενο θύμα αυτής της τακτικής θα είναι ολόκληρη η εγχώρια παραγωγή ζωοτροφών, όπου μια αύξηση τόσο του χαμηλού όσο και του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ θα έχει πολλαπλάσια καταστροφικά αποτελέσματα.
Δυστυχώς, το Υπουργείο Οικονομικών δεν απαντά καθόλου σε αυτό το πρόβλημα, παρά φέρεται σαν να μην επηρεάζεται κανείς από αυτές τις αυξήσεις. Λέει ότι ο ΦΠΑ είναι φόρος ουδέτερος για την επιχείρηση και βαρύνει τον τελικό καταναλωτή. Μόνο που η επιχείρηση είναι και η ίδια καταναλωτής πρώτων υλών και αν ο ΦΠΑ αυξηθεί και στις πρώτες ύλες και στο τελικό προϊόν, η ελληνική επιχείρηση θα χάσει και σε ρευστότητα και σε ανταγωνιστικότητα.
Διότι όταν οι τιμές των εισαγόμενων ζωοτροφών – των Ισπανικών, των Ιταλικών, των Γερμανικών – επιβαρύνονται μόλις με 4 ή 7% ΦΠΑ, τα ελληνικά προϊόντα, με διπλάσια ή τριπλάσια τιμή θα μείνουν στα αζήτητα. Και βεβαίως, σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, είναι αυτονόητο ότι, σε μια περίοδο που οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης έχουν σφραγιστεί, οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να καλύψουν το επιπλέον κόστος για τη συνέχιση της παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις για τους κτηνοτρόφους, το Υπουργείο Οικονομικών λέει ότι δεν έχουν καμία επίπτωση από τον ΦΠΑ. Πρόκειται για επικίνδυνη διαστρέβλωση της αλήθειας. Για τους κτηνοτρόφους ισχύει ό,τι ακριβώς και για τις βιομηχανίες ζωοτροφών. Θα επιβαρυνθούν με ένα επιπλέον κόστος ζωοτροφών και θα αναγκαστούν να το καλύψουν πουλώντας ακριβότερα. Τελικά, είτε δεν θα πουλήσουν τα προϊόντα τους, είτε θα πουλήσουν σε τιμή κόστους και χαμηλότερη, ώστε δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τα έξοδα και η κτηνοτροφία μας θα πεθάνει.
Το Υπουργείο Οικονομικών λέει εν ολίγοις ότι επειδή τον ΦΠΑ τον πληρώνει ο τελικός καταναλωτής, μπορεί να αυξηθεί χωρίς επιπτώσεις. Αυτός ο συλλογισμός δεν αντέχει σε καμία κριτική. Στην πραγματική οικονομία και πολύ περισσότερο στην αγροτική, όλοι παράγουν, όλοι καταναλώνουν και όλοι έχουν ένα οικονομικό όριο. Η περαιτέρω αύξηση του ΦΠΑ στις πρώτες ύλες και στον πρωτογενή τομέα πρέπει να αποφευχθεί, αν θέλουμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα και να ξεφύγουμε από την ύφεση.»