Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στη Βουλή: «Η Συνθήκη της Λωζάννης από το χθες στο σήμερα»

 

«Αυτό που μας λείπει είναι η διάρκεια, η συνέχεια και η αίσθηση ότι το έργο του άλλου εν μέρει είναι και δικό μας έργο και οφείλουμε να το προφυλάξουμε, να το συνεχίσουμε και να το βελτιώσουμε». Αυτό σημείωσε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, χαιρετίζοντας την εκδήλωση με θέμα «Η Συνθήκη της Λωζάννης από το χθες στο σήμερα» που διοργάνωσαν στην αίθουσα Γερουσίας του Κοινοβουλίου το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»

 

Ο κ. Τασούλας τόνισε ότι «η δύναμη της ελληνικής ιστορίας είναι και η αδυναμία της, γιατί ταυτίζεται πάρα πολύ με πρόσωπα και όχι με ολότητες, με θεσμούς και διαδικασίες». Όπως είπε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την περίοδο από τις Σέβρες στη Λωζάννη, πέραν του ότι υιοθέτησε και επέβαλε πως η μεγάλη ιδέα της Ελλάδας παραμένει η ανάπτυξή της, η προκοπή της, ο εκσυγχρονισμός της, η προστασία της κυριαρχίας της, αντελήφθη και την ανάγκη «για μείωση της τόσο προσωπαγούς διάστασης της ιστορίας της», γιατί «αυτό κάνει την ιστορία μας μια ασύνδετη περιπέτεια, που μας ξαφνιάζουν οι απότομοι υψωμοί και μας απογοητεύουν οι γρήγορες αποτυχίες, οι γρήγορες καταστροφές, που έρχονται σε μια αλληλουχία τρομακτικής ταχύτητας ανάμεσά τους».

Στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, που ήταν συνέχεια του διεθνούς συνεδρίου «Από τις Σέβρες στη Λωζάννη», το οποίο πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, συμμετείχαν οι κ.κ. Σία Αναγνωστοπούλου, καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, πρώην αναπληρώτρια Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, και Ντόρα Μπακογιάννη, πρώην Υπουργός Εξωτερικών. Την εκδήλωση συντόνισε ο κ. Νικόλαος Παπαδάκης-Παπαδής, Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

Η κ. Αναγνωστοπούλου επισήμανε ότι λίγες διεθνείς συνθήκες έχουν δείξει τόση διάρκεια όση η Λωζάννη. Η Συνθήκη, τόνισε, σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του Ανατολικού Ζητήματος καθώς και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ επισφραγίζει τη μετάβαση στα εθνικά κράτη. Επισήμανε ότι για τη χώρα μας η Λωζάννη δεν σημαίνει μόνο το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, αλλά και την οριστική κατοχύρωση των εθνικών συνόρων της σε διεθνές πλαίσιο. Πρόσθεσε δε ότι το λεγόμενο «σύνδρομο των Σεβρών» και ο σημερινός τουρκικός αναθεωρητισμός συνδέονται καθοριστικά με τις εσωτερικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα: η εικόνα της απειλούμενης εσωστρεφούς χώρας εργαλειοποιείται στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, και στο πλαίσιο αυτό ενέταξε και τη διαχείριση του Κουρδικού. Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι στον πυρήνα της Συνθήκης βρίσκεται η φιλία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και η ειρηνική συνύπαρξη στην ευρύτερη περιοχή.

Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε στην ευρύτερη σημασία της Συνθήκης, καθώς ασχολείται με όλα τα διακεκαυμένα σήμερα σημεία – από τη Λιβύη, το Ιράν και το Ιράκ μέχρι τη Συρία και το Κουρδικό. Επισήμανε ότι η Τουρκία αναπτύσσει σήμερα μια ρητορική αμφισβήτησης της Λωζάννης, ταυτόχρονα όμως για μια σειρά ζητημάτων (λ.χ. το καθεστώς των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου) προχωρεί σε μια «υπερεπίκληση» της Συνθήκης, έστω προσχηματικά. Έθεσε το ερώτημα αν επιθυμούμε η Τουρκία να είναι ενταγμένη στη Δύση ή όχι, οπότε η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε «προκεχωρημένο φυλάκιο».  Και έκλεισε λέγοντας ότι το διάστημα μετά τις εκλογές σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο, μπορεί να είναι αφετηρία για την επανεπεξεργασία μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, η οποία στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θα στηρίζεται στη Λωζάννη και θα προχωράει σε επαφές και διάλογο.

Η κ. Μπακογιάννη επισήμανε ότι την πρώτη τριακονταετία μετά την υπογραφή της Λωζάννης οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας εξελίσσονταν σε γενικές γραμμές ομαλά, ενώ σημείο καμπής υπήρξε  η δεκαετία του 1950, οπότε τα Σεπτεμβριανά και η ανάδυση του Κυπριακού –καταλύτης για την επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών– μεταμόρφωσαν το τοπίο. Ως βασικούς λόγους της έξαρσης του σημερινού τουρκικού αναθεωρητισμού σημείωσε το αίσθημα ανασφάλειας ενός κράτους που αισθάνεται ότι διαθέτει μια ατελή συνταγματική νομιμοποίηση. Κατέληξε με την πρόβλεψη ότι η Λωζάννη θα εξακολουθήσει να αποτελεί θεμέλιο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά και μεταξύ των κρατών της ευρύτερης περιοχής, καθώς κανένας στη διεθνή κοινότητα δεν είναι διατεθειμένος να μπει σε μια περιπέτεια αλλαγής συνόρων. 

Χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων

κ. Κωνσταντίνου Τασούλα

στην εκδήλωση στρογγυλής τραπέζης

«Η Συνθήκη της Λωζάννης από το χθες στο σήμερα»

 

Αίθουσα Γερουσίας της Βουλής, 1 Φεβρουαρίου 2023

 

Κύριε Παπαδάκη, γενικέ διευθυντά του Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», που συνδιοργανώνουμε με το Ίδρυμα της Βουλής, κύριε Χατζηβασιλείου, αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα σημερινή εκδήλωση, στο πλαίσιο του γενικότερου Συνεδρίου για την ιστορική σημασία της περιόδου από τις Σέβρες στη Λωζάννη,

κυρία Μπακογιάννη,

κυρία Αναγνωστοπούλου,

κύριε Βενιζέλο,

κυρίες και κύριοι,

κύριοι συνάδελφοι,

Τα τελευταία χρόνια έχουμε την τύχη να ασχοληθούμε σοβαρά με συγκλονιστικές επετείους της εθνικής μας ιστορίας: τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι γεγονότα ιστορικά, είναι ορόσημα, τα οποία τα ξαναμελετήσαμε, τα ξαναείδαμε, τα ξανασκεφτήκαμε, και αυτή η ενασχόληση, νομίζω, μας βοηθάει πάρα πολύ στο να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα τον εαυτό μας μπροστά στα σημερινά προβλήματα αλλά με βάση τον τρόπο με τον οποίο χειριστήκαμε τα πρωτύτερα προβλήματα.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, από το χθες ίσαμε σήμερα, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων και προκλητικός τίτλος, ιδίως αν σκεφθεί κανείς ότι στο πάνελ των ομιλητών είναι άνθρωποι που όχι μόνο γνωρίζουν την ιστορία, αλλά και ενεργά έχουν συνομιλήσει με την ιστορία, από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών,  και νομίζω πως μου επιτρέπεται σε αυτόν το χαιρετισμό να τονίσω τη δική μου αίσθηση για το τι σηματοδοτεί ως τομή στον χρόνο η Λωζάννη εν σχέσει με το πριν τη Λωζάννη και το μετά τη Λωζάννη ίσαμε σήμερα. Δεν είναι μόνον η λύση του εδαφικού ζητήματος,  δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στη Λωζάννη περιεσώθη ό,τι ήταν δυνατόν να περισωθεί από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν είναι μόνο ότι ολοκληρώθηκε με τη Λωζάννη η εδαφική ανάπτυξη της Ελλάδος, δεν είναι μόνο ότι η μεγάλη ιδέα η οποία εδέσποσε στα εφηβικά χρόνια του κράτους μας μετετράπη σε ιδέα ανάπτυξης και δεν είναι μόνο το ότι η Τουρκία περιορίστηκε βασικά στην Ασία, η Ελλάδα στο ευρωπαϊκό τμήμα, είναι και κάτι το οποίο αξίζει να το σκεφτούμε, που έχει να κάνει με την ίδια την ιδιοσυστασία της ιστορικής μας πορείας.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η ιστορία είναι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα προσωποπαγής. Στα πρόσωπα βλέπει κανείς ιστορικά δικαίωση της θεωρίας του Καρλάιλ.  Στα πρόσωπα όμως, ιδίως μέχρι τη Λωζάννη, ιδίως μέχρι το τελευταίο αποφασιστικό πρόσωπο που ακούει στο όνομα Βενιζέλος, βλέπει κανείς ότι είναι συνυφασμένη η τύχη της χώρας και ταυτισμένη με πρόσωπα. Και όταν αυτά τα πρόσωπα τραβάνε μπροστά, αυτό είναι ευλογία, όταν αυτά τα πρόσωπα κάνουν δραματικά λάθη, αυτό είναι κατάρα. Η ιστορία της χώρας έχει και τα δύο στοιχεία του Αλκιβιάδη: έχει την αλκιβιάδεια δύναμη και γοητεία, αλλά και την αλκιβιάδεια απιστία. Η ιστορία της χώρας έχει τον περσομάχο, αυτόν που νικά τους Πέρσες, αλλά έχει και αυτόν ο οποίος υποκύπτει στους σοφιστές και τους συκοφάντες και είναι ο ίδιος λαός, το ίδιο πρόσωπο, το οποίο εμπνέεται και νικάει τους Πέρσες και το ίδιο πρόσωπο το οποίο μετά από λίγα χρόνια από αυτή τη νίκη, εξοστρακίζει τον Θεμιστοκλή.

Η δύναμη της ελληνικής ιστορίας, είναι και η αδυναμία της, γιατί ταυτίζεται πάρα πολύ με πρόσωπα και όχι με ολότητες, όχι με θεσμούς, όχι με διαδικασίες. Τελευταίο αποκορύφωμα αυτής της ταύτισης με πρόσωπο είναι η ιστορική περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος κατάφερε να προσωποποιήσει όλες τις αρετές, όλα τα χαρίσματα της ελληνίδος φυλής και ελάχιστα από τα μειονεκτήματα. Και αυτό το πρόσωπο, το οποίο κυριολεκτικά έγραψε ιστορία, αυτό το πρόσωπο μέσα σε μία σύντομη ιστορική περίοδο από τις Σέβρες στη Λωζάννη μετέτρεψε ένα ιστορικό όραμα αιώνων και το άλλαξε. Το έκανε πολύ πιο αλαμπές, πολύ πιο πεζό, πολύ πιο προσγειωμένο, το υιοθέτησε, το επέβαλε και από τότε η μεγάλη ιδέα της Ελλάδος παραμένει η ανάπτυξή της, η προκοπή της, ο εκσυγχρονισμός της, η προστασία της κυριαρχίας της. Και επιτρέψτε μου να πω ότι παραμένει και η μείωση της τόσο προσωπαγούς διάστασης της ιστορίας της, γιατί όσο η ιστορία μας καθορίζεται από αυτήν την προσωποπαγή διάσταση, τόσο θα πρέπει να περιμένουμε πρόσωπα τα οποία αντιλαμβάνονται το ιστορικό αίτημα έναντι του προσωπικού αιτήματος, προτάσσουν το ιστορικό αίτημα, το επιβάλλουν και καταφέρνουν να το πραγματοποιήσουν. Αυτό όμως κάνει την ιστορία μας μια ασύνδετη περιπέτεια ανάμεσα σε υψωμούς και σε χαμηλώματα, εξαρτώμενη απολύτως από πρόσωπα. Μία ασύνδετη περιπέτεια, που μας ξαφνιάζουν οι απότομοι υψωμοί και μας απογοητεύουν οι γρήγορες αποτυχίες, οι γρήγορες καταστροφές που έρχονται σε μία αλληλουχία τρομακτικής ταχύτητας ανάμεσά τους.

Και εδώ νομίζω πως είναι κάτι το οποίο ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος το αντελήφθη και είναι εντυπωσιακό ότι λίγα χρόνια μετά τη Λωζάννη, στις εκλογές μετά την τελευταία του τετραετία, στις εκλογές του ’32, έβγαλε το κόμμα των Φιλελευθέρων έναν απολογισμό της τετραετίας 1928–1932. Αυτός εξεδόθη τον Αύγουστο του 1932, ευρέθη στο αρχείο του Γεωργίου Παπανδρέου και νομίζω τον ανέδειξε, κύριε Βενιζέλο, ο καθηγητής Πετρίδης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σε αυτόν τον απολογισμό της τετραετίας ξεκινάει με την εξωτερική πολιτική, μετά έχει την οικονομία, μετά την παιδεία, μετά έχει τη δημόσια διοίκηση, έχει και ένα κεφάλαιο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για την «κατάργηση των θεσιθηρών», κάτι στο οποίο απέτυχε παταγωδώς και εξακολουθούμε να αποτυγχάνουμε. Ακούστε, προγραμματική διακήρυξη κατάργησης θεσιθηρών. Αυτό είναι ένας ευφημισμός για το ρουσφέτι. Εκεί λοιπόν ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφει ότι «στη θέση της Μεγάλης Ιδέας, η οποία τελείωσε, βάζουμε την ανάπτυξη της χώρας» και προσπάθησε μέσω μηχανισμών αυτή την ανάπτυξη να τη δρομολογήσει εις τρόπον ώστε να είναι και άμοιρη και ανεπηρέαστη από τα πρόσωπα. 

Θέλησε, δηλαδή, να κάνει μία πολιτική η οποία να έχει συνέχεια και να μην είναι αυτό που ήταν -και εξακολουθεί εν μέρει να είναι- η πολιτική στην Ελλάδα, ένας αυτόνομος, ασύδοτος, ατομικός κόσμος μέσα στην αστασία της ατομικής προσπάθειας μεμονωμένων προσωπικοτήτων - οι οποίες άλλοτε ανατέλλουν, και άλλοτε δύουν. Όταν ανατέλλουν, παρασύρουν τη χώρα στο καλό, όταν δύουν, το έργο δεν έχει την παραμικρή συνέχεια. 

Νομίζω πως αυτή η διάσταση, της μετά τη Λωζάννη Ελλάδος, τακτοποίησε οριστικά το εδαφικό της σκέλος και άρχισε να επιζητεί την νοικοκυροσύνη, την προκοπή, την ειρήνη και την κυριαρχία. Σε αυτόν τον τόμο, μιλώντας για ειρήνη, το κόμμα των Φιλελευθέρων λέει ότι μετά τη Λωζάννη, την τετραετία ’28–’32,  μειώθηκαν οι αμυντικές δαπάνες της χώρας κατά 4 δισεκατομμύρια δραχμές - πέντε χρόνια μετά τη Λωζάννη ήταν και σταθεροποιημένες δραχμές. Ήταν η αποτίμηση αυτού που επετεύχθη και σταθεροποίησε την κατάσταση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ιδίως μετά και την επικράτηση του λεγόμενου «πνεύματος του Λοκάρνο». 

Αυτή η διάσταση μετά τη Λωζάννη μέχρι σήμερα, της αναζήτησης της νέας Μεγάλης Ιδέας, αλλά όχι στη βάση της υπερέχουσας προσωπικότητας, αλλά στη βάση μιας προσπάθειας διάρκειας, μιας υγιούς σκυταλοδρομίας, ήταν, νομίζω, η τελευταία παρακαταθήκη που μας άφησε ο δημιουργός της Μεγάλης Ελλάδος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετατρέποντας το αρχικό όνειρο σε κάτι πιο προσγειωμένο, πιο πεζό, αλλά και ίσως και πιο ωφέλιμο, διότι θα είχε μέσα τη διάσταση της διάρκειας. 

Είμαι βέβαιος ότι αυτή η αναζήτηση του τι συνέβη μετά τη Λωζάννη –και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική– θα έχει πολύ περισσότερες και πολύ πιο συναρπαστικές πτυχές από αυτές που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας αυτό το στρογγυλό τραπέζι, θα ήθελα να τονίσω αυτή τη διάσταση, διότι πιστεύω βαθύτατα ότι αυτό που μας λείπει είναι η διάρκεια, η συνέχεια και η αίσθηση ότι το έργο του άλλου εν μέρει είναι και δικό μας έργο και οφείλουμε και να το προφυλάξουμε και να το συνεχίσουμε και να το βελτιώσουμε. Είναι αυτό το οποίο έλειψε από την Ελλάδα μέχρι τη Λωζάννη. Γι’ αυτό και στο έντυπο αυτό των Φιλελευθέρων, στον απολογισμό του έργου της τετραετίας τονίστηκε στον πρόλογο ότι «η τετραετία 1928-1932 ήταν μια περίοδος σπάνιας σταθερότητας» και έγραψαν οι Φιλελεύθεροι σ’ αυτόν τον απολογισμό ότι «τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης είχαν να συμβούν -στα 70 τότε χρόνια κοινοβουλευτισμού της Ελλάδος- μόνο σε μία τετραετία του Τρικούπη 1886-1890 και σε δύο τετραετίες του Βενιζέλου προηγούμενες της καταστροφής, 1910-1915 και 1916-1920 -λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη και τα υπόλοιπα μέχρι το 1920 στην Αθήνα- υπό ποίες συνθήκες». 

Άρα από το χθες της Λωζάννης μέχρι σήμερα, έρχεται η Ελλάδα -όπως οριστικά διαμορφώθηκε- η οποία νοιάζεται για την προκοπή της αλλάζοντας σιγά-σιγά αυτό το μοντέλο το απόλυτα προσωποπαγές, το μοντέλο που αναζητά τον ηγέτη ο οποίος θα συνομιλήσει με το ιστορικό αίτημα παραμερίζοντας το ασύδοτο εγώ και πληρώνοντας αυτός ο ηγέτης τραγικό κόστος, επειδή επιθυμεί και επιλέγει να συνομιλήσει με το ιστορικό αίτημα.  Και στη θέση αυτής της συναρπαστικής αναζήτησης τέτοιων προσωπικοτήτων, αξίζει να σκεφθούμε, όχι ότι δεν τους θέλουμε αλλά ταυτόχρονα να επιδιώξουμε και τη συνέχεια, καταρρίπτοντας αυτή την ελληνική συνήθεια της ασυνέχειας, της αστασίας και του ασύδοτου εγώ.

Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συμμετοχή σας και είμαι βέβαιος ότι οι παρεμβάσεις σας θα αναδείξουν τη σημασία της επιλογής του Ιδρύματος της Βουλής και του Κέντρου Ερευνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», αυτού του θέματος το οποίο χαράσσει μια τομή στην ιστορία της χώρας. 

Μία τομή η οποία δεν μας μαθαίνει μόνον, αλλά μας αναγκάζει, ξαναβλέποντάς την, να γινόμαστε -ελπίζω- καλύτεροι.

Καλή επιτυχία στη συνέχεια. 

Γραφείο Τύπου & Κοινοβουλευτικής Πληροφόρησης