Γράφει ο Βασίλης Μπαλάφας*
Δεν
ξέρω αν έχετε την ίδια αίσθηση, αλλά δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε ανάλογη
προεκλογική περίοδο σαν αυτή που διανύσαμε. Με την κοινωνία απούσα, με
το δημόσιο διάλογο να κινείται μεταξύ τηλεγραφημάτων και ρηχής
συνθηματολογίας, με τους υποψήφιους βουλευτές άφαντους, με τα τηλεοπτικά
σποτ των κομμάτων να χάσκουν μεταξύ θεατρινισμών και σκηνοθετικών
ευρημάτων προκειμένου να αποσπάσουν δυο – τρία δευτερόλεπτα προσοχής.
Ελάχιστοι πολίτες ασχολήθηκαν με τις εκλογές, ακόμα
λιγότεροι συζήτησαν μεταξύ τους. Στις παρέες άκουγε κανείς μερικά
επιχειρήματα σε τίτλους για λίγα λεπτά, μετά ερχόταν η διαπίστωση ότι
από … Δευτέρα έρχονται οι φάκελοι με τα «τζερεμέδια»,
λίγη παύση και η κουβέντα άλλαζε, σαν να είχε εκπληρωθεί η «υποχρέωση»
ότι αφού έχουμε εκλογές έπρεπε να συζητήσουμε και λίγο πολιτικά. Το
κάναμε λίγα λεπτά και τέλος, έτσι με το στανιό, για να μην μας πει και
αδιάφορους η γειτονιά.
Τι «πούλησε» σε αυτή την προεκλογική περίοδο.
Σκηνοθεσία, βιντεάκια, τρολιές, μουστάκια, μεζούρες για το ύψος,
συμβάσεις έργων, ζαντολάστιχα, μπουζουκάκι και ολίγο κουτσομπολιό. Ακόμα
και τα καινούρια κόμματα απέτυχαν να προσδώσουν ένα δικό τους στίγμα
καθημαγμένα είτε από την σοβιετικοκρατούμενη αρτηριοσκλήρωσή τους, είτε
από έναν απύθμενο ναρκισσισμό προσωποκεντρικής λαγνείας που δεν έδειχνε
να είχε και ιδιαίτερα ισχυρά θεμέλια. Και από εκεί και πέρα το χάος, αν
εξαιρέσω το χαβαλέ που έγινε με το ταξί του Λαφαζάνη και την παρωδία του
Λαπαβίτσα που δεν είμαι σίγουρος αν έπαιξαν πολύ καλά τους ρόλους τους ή
έδωσαν μια επιτυχώς εξωραϊσμένη εκδοχή του εαυτού τους.
Τηλεμαχίες. Δύο στον αριθμό, η μια
φρικτά βαρετή, ανιαρή και ανούσια, η άλλη κάτι πήγε να πετύχει αλλά
«σκοτείνιασε» από την έλλειψη εξαγωγής είτε ενός σαφούς εκλογικού
διλήμματος, είτε μιας καταφανούς διαφοροποίησης που θα έδινε την αίσθηση
ότι «κάτι βγήκε από αυτή την κουβέντα». Περισσότερο βλέπαμε δύο άνδρες
να προσπαθούν να διαφοροποιηθούν επιδερμικά μεταξύ τους εβρισκόμενοι
ουσιαστικά εντός του ίδιου πλαισίου, παρά ακούσαμε δύο πολιτικούς να
προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες ότι η ψήφος τους έχει όντως την
έννοια της επιλογικής διαδικασίας, την έννοια εκλογής πρότασης
διακυβέρνησης.
Χρόνος. Προεκλογική περίοδος
συνοπτικών διαδικασιών σε κάθε τους έκφανση. Πολλά ακούσαμε για «νέο»
και «παλιό», όμως όταν μια χώρα έχει 3 εκλογικές διαδικασίες,
συμπεριλαμβανομένου του θολού δημοψηφίσματος, μέσα σε 7 μήνες, πως
μπορεί να ανανεωθεί το παλιό και να «από-παλαιωθεί» το νέο ; Πρακτικά
αδύνατο ακόμα και αν υπήρχαν οι καλύτερες των προθέσεων. Συνεπώς το
δίλημμα «παλιό ή νέο» είναι τεχνητό και επίπλαστο, όχι μόνο σε επίπεδο
προσώπων, αλλά κυρίως σε επίπεδο νοοτροπιών και κομματικών λειτουργιών. Ο
ΣΥΡΙΖΑ, αν υποθέσουμε ότι επιδιώκει να είναι το «νέο», υποχρέωσε τον
τόπο σε εκλογές με λίστα, ό,τι πιο αντιφατικό ως προς οποιαδήποτε
διαδικασία ανανέωσης, επέτυχε προεκλογική περίοδο τριών εβδομάδων, που
και να ήθελε το «νέο» δεν θα προλάβαινε να ξεχωρίσει, και σε καμία
περίπτωση δεν είδαμε νέους ανθρώπους σε κορυφαία κυβερνητικά πόστα ή να
προτάσσονται ως η επόμενη μέρα. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν έγιναν όλα αυτά
επίτηδες, ο χρόνος πάντως δεν έφτανε.
Προγραμματικό πλαίσιο. Εδώ είναι η
ταφόπλακα των εκλογών. Πλήρης, εμπεριστατωμένος, θεμελιωμένος
προγραμματικός λόγος δεν ακούστηκε από κανένα. Ούτε καν από τα κόμματα
που θα έπρεπε να είναι έτοιμα … από καιρό. Ούτε καν από εκείνους που
καμώνονται πως διαφοροποιούνται από αυτό που πλέον μπορούμε να
αποκαλούμε «συμφωνημένο μνημονιακό τόξο». Οι πάντες ετεροπροσδιορίζονται
με άξονα αυτό που θέλουν να λένε ότι αφορίζουν. Ακόμα και οι
τοποθετήσεις του ΚΚΕ εφάπτονται του «μνημονίου της Αριστεράς» και
εκφράζονται με βάση αυτό. Η απόγνωση του πολίτη σε όλο της το μεγαλείο.
Δίλημμα. Αν ορθώνεται ένα δίλημμα
μπροστά στον ψηφοφόρο τότε αυτό έχει να κάνει με την επόμενη μέρα. Ποιοι
θα μπορούσαν να συγκροτήσουν στη βάση μιας συνεργασίας μια κυβέρνηση
που θα φέρει μια ελάχιστη ηρεμία και ισορροπία στη χώρα για 3-4 χρόνια,
ποιοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κάποιον ελάχιστο κοινό παρονομαστή
και κυρίως ποιοι θα βάλουν στην άκρη τις ισορροπίες των κοινοβουλευτικών
τους ομάδων όταν θα χρειαστεί να ψηφιστεί κάτι δύσκολο, όπως για
παράδειγμα η μείωση των προνομίων των βουλευτών, ή η μείωση των
αποζημιώσεων τους. Δεν αναφέρομαι καν σε μέτρα του «μνημονίου της
Αριστεράς» γιατί υπενθυμίζω ότι είχαμε κρούσμα βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που
διαμαρτυρόταν σχετικά με τα βουλευτικά αυτοκίνητα και την καταβολή
οδοιπορικών, άσχετα θέματα με το μνημόνιο δηλαδή. Για το ζήτημα της
αυτοδυναμίας του οποιουδήποτε προφανώς το θεωρώ ανάξιο της όποιας
ανάλυσης.
Αν είχαμε Εθνικές Εκλογές όλα τα
παραπάνω θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση παράπλευρες συζητήσεις δευτέρου
και τρίτου επιπέδου. Θα ήταν θεματάκια για να γεμίσουν στήλες και κενά
στις εφημερίδες. Σήμερα είναι τα «καυτά θέματα» των «Εκλογών». Ομολογώ
ότι δεν έχω κατανοήσει για τι Εκλογές συζητάμε. Θυμάμαι ακόμα και στις
φοιτητικές εκλογές είχαμε ευρύτερο πεδίο αντιπαράθεσης και
επιχειρημάτων.
Όσο θολό ήταν το δημοψήφισμα, άλλο τόσο θολές είναι
και αυτές οι Εκλογές. Η εντύπωση που έχω είναι ότι οι πολίτες θα
ψηφίσουν με γνώμονα το ποιος μπορεί να σχηματίσει μια Κυβέρνηση, γιατί
μπούχτισαν, κουράστηκαν, απογοητεύτηκαν. Και από βδομάδα έρχονται
λογαριασμοί, εγγραφές στα φροντιστήρια, η πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ, εφορία.
Κανείς δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός είναι αμείλικτος, δεν αντέχει τόση πολλή «Δημοκρατία».
*****
Ο Βασίλης Μπαλάφας είναι Τεχνολόγος Πληροφορικής
και Δικτύων, με μεταπτυχιακά στις Επικοινωνίες Δεδομένων και τις
Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές