Άρθρο του Βουλευτή Κώστα Κόλλια
Έπειτα
από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επαναφορά των μισθών των
δικαστικών στα επίπεδα του 2012, είναι βέβαιο ότι ανοίγει ο δρόμος για ανάλογες
διεκδικήσεις, τουλάχιστον και από τους υπόλοιπους κλάδους που ανήκουν στην
κατηγορία των ειδικών μισθολογίων. Το κόστος από τυχόν δικαίωση των προσφυγών
υπολογίζεται στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Και δυστυχώς το κόστος αυτό δεν αφορά
μόνο χαμηλόβαθμους αστυνομικούς, που για 800 ευρώ έρχονται καθημερινά
αντιμέτωποι με το οργανωμένο έγκλημα, θέτοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο, και που ορθώς
η Κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα αποκατασταθούν κατά προτεραιότητα.
Αφορά
και ειδικά μισθολόγια υψηλόβαθμων δικαστικών, διπλωματών, διευθυντών δημοσίου,
Βουλευτών, που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα, με δεδομένο βεβαίως ότι η
οικονομική πίεση που δέχεται το σύνολο των μεσαίων τάξεων της ελληνικής
κοινωνίας είναι αφόρητη. Διότι το κόστος ανατρέπει τον προϋπολογισμό,
διαταράσσει την ομαλή πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και
οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανάγκη αναπλήρωσης της μαύρης τρύπας με άλλα
μέσα.
Το
κόστος αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί. Τα χρήματα μπορούν να βρεθούν είτε από το
πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο όμως η Κυβέρνηση έχει δεσμευθεί, και σωστά, ότι
προορίζεται για την ανακούφιση των πιο ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, είτε με
ισοδύναμα μέτρα, όπως με παράταση της εισφοράς
αλληλεγγύης ή με καθυστέρηση των σχεδιαζόμενων
φορολογικών ελαφρύνσεων, που θα πέσουν πάλι στις πλάτες των φορολογούμενων.
Και
τα δύο αυτά ενδεχόμενα όχι μόνο με βρίσκουν κατηγορηματικά αντίθετο, αλλά είναι
και αντικειμενικά εκτός πραγματικότητας, καθώς τα όρια των φορολογουμένων έχουν
εξαντληθεί προ πολλού. Θα μπορούσε ίσως το κόστος τέτοιων αποφάσεων να καλυφθεί
με μέτρα που θα αφορούν μόνο τους ίδιους κλάδους που δικαιώνονται με τις
δικαστικές αποφάσεις. Και πάλι όμως η απειλή να διασαλευθεί η ομαλή ανάκαμψη
της εθνικής οικονομίας παραμένει, διότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκκρεμούν
ακόμα προσφυγές για μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί.
Έχουμε
νωπό το παράδειγμα της Πορτογαλίας, όπου κάποια
μέτρα κρίθηκαν αντισυνταγματικά και τα οποία η εκεί κυβέρνηση καλείται
να καλύψει με ισοδύναμα, πιθανότατα μάλιστα με νέες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Επομένως δεν επιτυγχάνεται τίποτα, παρά να μετακυλύεται το κόστος από τη μια
κοινωνική ομάδα στην άλλη, να επέρχεται κοινωνικός διχασμός και να
παρεμποδίζεται η οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Είναι δε βέβαιο ότι εάν
υπάρξουν στο μέλλον ανάλογες αποφάσεις,
αυτές θα είναι άνευ αντικειμένου, διότι απλούστατα η πολιτεία δεν θα έχει τα
χρήματα να τις ικανοποιήσει.
Υπέρτατος
νόμος είναι η σωτηρία της πατρίδας, διότι από εκεί θα εκπορευθεί η όποια
βελτίωση στην καθημερινότητα όχι ενός εκάστου, αλλά του συνόλου των Ελλήνων
πολιτών. Η συλλήβδην αποκατάσταση όλων όσων ανήκουν στα ειδικά μισθολόγια, και
μάλιστα με αναδρομική ισχύ, είναι άδικη, όταν υπάρχουν καθηγητές που αμείβονται
με 700 ευρώ, γιατροί της πρώτης γραμμής των 1000 ευρώ, εργαζόμενοι με τετράωρα
των 280 ευρώ. Έχουμε 1,3 εκατομμύρια ανέργους, απολυμένους οικογενειάρχες, επαγγελματίες
που καλούνται να πληρώσουν χρήματα που δεν έχουν, αγρότες στα πρόθυρα της χρεοκοπίας,
συνταξιούχους των 300 ευρώ.
Αυτοί
είναι οι άνθρωποι που πρέπει κατά προτεραιότητα να στηριχθούν, αυτές είναι οι
αδικίες που πρέπει να αποκατασταθούν. Όμως η αποκατάσταση αυτή θα πρέπει να
είναι ενταγμένη σε έναν κεντρικό σχεδιασμό που θα εξελίσσεται σύμφωνα με τις
δυνατότητες της εθνικής οικονομίας. Θα ήταν εγκληματικό για τη χώρα να
υπαναχωρήσουμε τώρα από το έργο της εξόδου από την κρίση, διότι μόνο με την
ολοκλήρωσή του θα έχουμε την ευκαιρία να αποδώσουμε κοινωνική δικαιοσύνη στη
μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που υπέφεραν από τη μεγάλη δοκιμασία της εθνικής
σωτηρίας.