«Είναι αυτοί οι γερμαναράδες… αλλά είμαστε κι εμείς…», είπε ο φίλος μου ο Κώστας αναστενάζοντας... «Τους είδες; Το λαμόγιο ο Σόιμπλε ούτε κουβέντα για τις αποζημιώσεις», του απάντησα. «Αλλά...
... γιατί λες για μας βρε φίλε; Εμείς ζητάμε αυτά που δικαιούμαστε». «Όχι φίλε μου. Τώρα θυμηθήκαμε ότι οι γερμανοί μας χρωστάνε; Τώρα που είμαστε με την πλάτη στον τοίχο; Δεν ξεχνάω το γέρο μου. Μέχρι που έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, όταν άλλαζε ο καιρός με μια παυσίπονη αλοιφή έτριβε το χέρι του. Δεν του έκανε και πολλά πράγματα, αλλά ήταν μία ιεροτελεστία γι’ αυτόν. Περισσότερο την έβαζε για να μην ξεχνάει, παρά για να απαλύνει τον πόνο του. Η ιεροτελεστία αυτή τον συνέδεε με τις μνήμες του. Μια σφαίρα του είχε διαπεράσει το χέρι του στην Αλβανία. Μετά αντίσταση, αγώνας για τη λεφτεριά. Και πείνα φίλε μου, πείνα. Κατοχή. Πες μου πόσο κοστίζουν αυτά που πέρασε; Τώρα θυμηθήκαμε να τα ζητήσουμε; Τόσα χρόνια… Μετά τον πόλεμο, σφαζόμασταν μεταξύ μας. Όταν ενώθηκαν οι ανατολικογερμανοί με τους δυτικούς τι κάναμε; Τότε απολαμβάναμε ευημερία -ο Θεός να την κάνει- με δανεικά. Και τώρα που τελειώσανε, θυμηθήκαμε τα χρωστούμενα; Σαν του αρχαίους, που τους θυμόμαστε όταν δεν έχουμε να καυχηθούμε τίποτα για τους νέους. Είμαστε η τελευταία γενιά που έχει μνήμες από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων και δεν μας πρέπει να μας λείπει η αξιοπρέπεια…» Είπα πως κανένας λογαριασμός του ήρθε και λάλησε ο φίλος μου. Αλλά εδώ που τα λέμε άδικο έχει; Όταν θυμάμαι αυτά που μου διηγήθηκε ο δικός μου γέρος... Θεέ μου… Αυτοί οι γερμανοί δεν βάζουνε μυαλό. Αιματοκυλίσανε τον πλανήτη δύο φορές σε 50 χρόνια. Τους χαρίσαμε τα χρωστούμενα για να μην το ξανακάνουν. Και τώρα, έρχονται οι ηττημένοι, τιμητές στους νικητές. Θέλει πολύ θράσος αυτό που είπε ο Σόιμπλε για τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο. Αλλά θέλει και πολύ αναισθησία να είσαι στη «νιρβάνα» για 70 χρόνια και μόλις πεινάσεις να θυμηθείς την ελάχιστη τιμή και δικαίωση που μπορούσες να προσφέρεις σε κείνους που υπέφεραν από την τρέλα του Χίτλερ και του λαού του. «Και τι να κάνουμε, να μην τα ζητήσουμε;» γύρισα και του είπα. «Να τα ζητήσουμε, βεβαίως… Αλλά να μάθουμε κιόλας φίλε μου. Να μάθουμε από την κατάντια μας. Γιατί πολύ φοβάμαι ότι από αυτό που περνάμε δεν μαθαίνουμε. Να μάθουμε, γιατί μαθαίνοντας αλλάζουμε. Και αλλάζοντας βγαίνει κάτι. Και για τους γέρους μας, που θυσίασαν τα νιάτα τους για τη λεφτεριά μας, αλλά και για μας, που θα θυσιάσουμε τη γενιά μας στη φτώχια για να έχουν την ευκαιρία τα παιδιά μας να ξεκινήσουν την Πατρίδα από την αρχή…