Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Ομιλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στο 4ο Τακτικό Συνέδριο της «Δράσης»

«Κύριοι Πρόεδροι, αγαπητοί σύνεδροι, φίλες και φίλοι,

Πρώτα απ' όλα να σας ευχαριστήσω πολύ για την πρόσκληση αυτή. Είναι πάντα χαρά μου να συμμετέχω σε εκδηλώσεις της Δράσης όπως συμμετείχα άλλωστε και στο συνέδριο του Ποταμιού.

Η Δράση και το Ποτάμι έχουν συμβάλει στον πολιτικό ορθολογισμό και έχουν εναντιωθεί συστηματικά στο λαϊκισμό, απ´ όπου και να προέρχεται. Αυτός είναι από μόνος του αρκετός λόγος να αισθάνομαι σήμερα πολύ οικεία που βρίσκομαι μαζί σας.


Η Ελλάδα αντιμετωπίζει φαινομενικά ένα παράδοξο: ενώ η χώρα βρίσκεται σε μια υπαρξιακή κρίση εξακολουθεί να μην εφαρμόζει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα την οδηγήσουν στην ανάπτυξη και την έξοδο από τα μνημόνια.

Το παράδοξο αυτό, εντείνεται από το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις θεωρούνται πλέον απαραίτητες από ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών. Στην πρόταση: “ένα μικρότερο αλλά πιο ικανό κράτος, και ένας πιο ανταγωνιστικός ιδιωτικός τομέας” θα συμφωνούσε σήμερα η πλειονότητα του ελληνικού λαού.

Υπάρχουν πλέον ισχυρά υπόγεια ρεύματα για αλλαγές από ένα λαό που είναι απογοητευμένος από την συνεχιζόμενη ύφεση, την ανεργία, τη φτωχοποίηση.

Οι πολίτες καταλαβαίνουν ότι δίχως μεταρρυθμίσεις δεν έρχονται επενδύσεις, δίχως επενδύσεις δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας για να μειωθεί η ανεργία και δεν έρχεται ανάπτυξη.

Η κοινή γνώμη δεν είχε τις ίδιες απόψεις πριν από λίγα χρόνια. Η κρίση σίγουρα βοήθησε στην αυτογνωσία του λαού μας. Όμως η Δράση και το Ποτάμι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την αλλαγή αντίληψης της κοινωνίας και τη διαμόρφωση ισχυρών μεταρρυθμιστικών ρευμάτων.

Αλλά ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι καταστροφικές κυβερνήσεις Τσίπρα - Καμμένου που με την παταγώδη αποτυχία τους, επιβεβαίωσαν ότι οι μεταρρυθμίσεις (που εκείνοι δεν έκαναν) είναι μονόδρομος για την έξοδο από την κρίση.

Και βεβαίως υπάρχουν ευθύνες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, γιατί δεν διαμόρφωσαν τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες να εφαρμόσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Γιατί οι μεταρρυθμίσεις  εφαρμόστηκαν συχνά ημιτελώς, γιατί υπήρξαν συχνά Κυβερνήσεις ισορροπιών, οπού οι μεταρρυθμιστικές τάσεις συνυπήρχαν με τάσεις ενδεχομένως παλαιοκομματικές και γιατί τελικά οι προηγούμενες Κυβερνήσεις παρερμήνευσαν το φόβο του πολιτικού κόστους. Αντίθετα υπάρχει μεγάλο πολιτικό όφελος εάν κάποιος τολμήσει να εφαρμόσει με συνέπεια και με αποτελεσματικότητα τολμηρές μεταρρυθμίσεις.

Τουλάχιστον αυτό έκανα εγώ στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, όπου μέσα σε 18 μήνες πιστεύω ότι προώθησα μια σειρά από τολμηρές αλλαγές, αλλαγές οι οποίες προώθησαν και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, αλλαγές οι οποίες απλοποίησαν σημαντικά δομές, περιόρισαν διαδικασίες, περιόρισαν τη γραφειοκρατία αλλά κυρίως έστειλα ένα μήνυμα ότι χωρίς αξιολόγηση του προσωπικού του δημόσιου τομέα δεν μπορούμε να συζητάμε για ουσιαστική πρόοδο στο δημόσιο. Και φάνηκε τελικά ότι παρά τις όποιες στοχευμένες και πιστεύω περιορισμένες αντιδράσεις, ότι η σιωπηλή πλειοψηφία της κοινωνίας αγκάλιασε ακριβώς αυτές τις μεταρρυθμίσεις.

Σήμερα πιστεύω ότι υπάρχει πια μία ευρύτερη συμφωνία και δυνατότητα εξεύρεσης ευρύτερων συναινέσεων σε μια σειρά από πολιτικές, οι οποίες τελικά είναι προς όφελος της χώρας και φυσικά της ελληνικής οικονομίας.

Αναφέρω ενδεικτικά μόνο κάποιες: υπάρχει μια ευρύτερη συναίνεση στην ανάγκη να προωθήσουμε ιδιωτικοποιήσεις. Ιδιωτικοποιήσεις όχι μόνο για να εισπράξουμε φόρους αλλά και να βελτιώσουμε τον τρόπο λειτουργίας εταιρειών που λειτουργούν συχνά με πελατειακά και κομματικά κριτήρια. Και ιδιωτικοποιήσεις βέβαια οι οποίες από μόνες τους προσελκύουν στη χώρα σημαντικά οικονομικά κεφάλαια.

Υπάρχει πια μια ευρύτερη συναίνεση για το γεγονός ότι πρέπει να εξορθολογήσουμε το κράτος και να εισάγουμε και έννοιες αξιολόγησης, αλλά και κίνητρα παραγωγικότητας.

Υπάρχει πια μια ευρύτερη πιστεύω συμφωνία στην ανάγκη για μια αποτελεσματική και δίκαιη είσπραξη φόρων με μία δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Αλλά και με μία ανάγκη η οποία καθίσταται απολύτως απαραίτητη μετά τις τελευταίες πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης να μειώσουμε και όχι να αυξήσουμε φορολογικούς συντελεστές.

Υπάρχει πιστεύω μια ευρύτερη κατανόηση στην ανάγκη να ανοίξουμε περισσότερο την οικονομία στον ανταγωνισμό και να σπάσουμε παραδοσιακά συντεχνιακά προνόμια τα οποία τελικά ωφελούν μόνο αυτούς που αγωνίζονται ακριβώς μόνο για να μην σπάσουν τα προνόμια.

Υπάρχει όμως και μια κατανόηση ότι το Κράτος δεν μπορεί να απέχει από την αγορά. Ότι χρειαζόμαστε ένα ισχυρό Κράτος το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν θα παρεμβαίνει στην αγορά αλλά δεν θα απεμπολεί και τον σημαντικό, ρυθμιστικό του ρόλο. Εκεί είναι που το κράτος πρέπει να ασκεί την εξουσία του και όχι σε άλλα πελατειακά αντικείμενα. Όπως πιστεύω ότι υπάρχει και ένας κοινός στόχος ότι η καριέρα δεν είναι χολέρα, ότι η αριστεία δεν είναι ρετσινιά και ότι εν πάση περιπτώσει και χωρίς πρότυπα αριστείας και χωρίς επιβράβευση η εργασία σε αυτόν τον τόπο δεν μπορεί να προχωρήσει.

Υπάρχει μια ευρύτερη συμφωνία στην ανάγκη να υπάρξουν και τολμηρές, θεσμικές αλλαγές, βαθιές αλλαγές που να αφορούν  τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης αλλά και μια τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα  ξαναγράψει τον καταστατικό χάρτη της χώρα και θα τον προσαρμόσει στις πραγματικές ανάγκες του 21ου αιώνα. Θα μπορούσα να προσθέσω πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις αλλά θα σταματήσω εδώ. Αυτό το οποίο θέλω επίσης να σας πω είναι ότι δεν απαιτείται απλά μια ευρύτερη πολιτική συμφωνία για να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, απαιτείται ικανότητα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Και αυτό είναι κάτι που θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα. Και μεταφέρω εδώ πέρα σε εσάς την προσωπική μου εμπειρία από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Η πραγματική μεταρρύθμιση, φίλες και φίλοι, ξεκινάει αφού ψηφιστεί  ένας νόμος. Τότε ξεκινάει η πραγματική μεταρρύθμιση και δυστυχώς εκεί που απέτυχαν πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν ακριβώς διότι  υποτίμησαν τη σημασία της εφαρμογής της μεταρρύθμισης.

Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων το οποίο σημαίνει αποφασισμένοι άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις. Ξεκάθαρα χρονοδιαγράμματα. Action plans τα οποία θα είναι τόσο αναλυτικά ώστε να μην αφήνουν περιθώρια πολιτικών αποκλίσεων ή ερμηνειών. Αυτές είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Σας ρωτώ λοιπόν: και να υπήρχε η πολιτική επιθυμία από αυτήν την Κυβέρνηση να εφαρμόσει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που είναι στη σωστή κατεύθυνση, πιστεύετε πραγματικά ότι μπορεί να υπάρχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις με τη σύνθεση των προσώπων την οποία βλέπουμε; Προφανώς και όχι.

Δεν θέλω πραγματικά να αναλώσω χρόνο ασκώντας κριτική στην Κυβέρνηση, είναι μια κουβέντα την οποία έχουμε κάνει πολλές φορές και νομίζω ότι ούτως ή άλλως παραβιάζω ανοιχτές θύρες. Θα πω μόνο μία φράση προφανή και αυτονόητη, ότι δυστυχώς το μείγμα των μέτρων το οποίο επιλέγεται στο τέταρτο Μνημόνιο είναι ένα μείγμα  μέτρων εντελώς αναποτελεσματικών. Είναι ένα μείγμα μέτρων το οποίο θα αποτύχει. Για αυτό και από τώρα μας ζητείται συγκεκριμένος κόφτης δαπανών, ακριβώς γιατί όλοι προεξοφλούν την αποτυχία του υφιστάμενου προγράμματος.

Θυμίζω ότι κόφτης δαπανών υπάρχει ήδη στο νομοθετικό μας οπλοστάσιο. Είχε ψηφιστεί ήδη από τη Νέα Δημοκρατία το 2014. Και πρέπει πάντα να υπάρχει ένας μηχανισμός ελέγχου και διόρθωσης αρκεί αυτός να μην είναι τόσο αυτόματος και οριζόντιος όπως αυτός ο μηχανισμός ο οποίος προωθείται σήμερα. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί χρειαζόμαστε επιπρόσθετο μηχανισμό πέραν αυτού που ήδη  υπάρχει. Η απάντηση είναι προφανής. Ο κόφτης έτσι όπως τουλάχιστον φαίνεται ότι αυτός τροφοδοτείται είναι το τίμημα της αναξιοπιστίας του κ. Τσίπρα και ο λόγος για τον οποίο τελικά όλοι πιστεύουν ότι τα μέτρα αυτά τα οποία θα ψηφιστούν δεν θα πετύχουν.

Θα το ξαναπώ και εδώ πέρα σε εσάς. Και σας το λέει ένας άνθρωπος ο οποίος είναι φιλοευρωπαίος μέχρι το μεδούλι. Υπάρχουν συνολικές ευθύνες για το γεγονός ότι όλοι αποδέχονται ένα μείγμα πολιτικής το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν θα αποδώσει. Και ότι εγώ ψάχνω να βρω έναν οικονομολόγο διεθνούς κύρους ή έναν Έλληνα οικονομολόγο, ο οποίος να μπορεί πειστικά να επιχειρηματολογήσει γιατί αυτό το μείγμα πολιτικής το οποίο προωθείται είναι ένα μείγμα το οποίο είναι καλό για την ελληνική οικονομία και δεν έχω δυστυχώς βρει ακόμα απολύτως κανέναν.

Βέβαια, το τέταρτο Μνημόνιο, διότι είναι το τέταρτο Μνημόνιο, μην έχετε καμία αμφιβολία και καμία αυταπάτη γι’ αυτό, διότι είναι αρκετά διαφορετικό και διευρυμένο σε σχέση με το τρίτο Μνημόνιο, συμπεριλαμβάνει - και πρέπει να το πούμε αυτό -  και μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, οι οποίες κινούνται στην σωστή κατεύθυνση. Και τις οποίες η Νέα Δημοκρατία θα τις στηρίξει, χωρίς αστερίσκους και χωρίς υποσημειώσεις. Αναφέρομαι ενδεικτικά σε ένα πιο ρυθμικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και σε παρεμβάσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν στο ζήτημα των κόκκινων δανείων, όπου με θάρρος πρέπει να πούμε ότι αν δεν εξυγιάνουμε τις τράπεζες και δεν μπορέσουμε να βρούμε έναν τρόπο απαλλαγής των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια, δεν μπορούμε να επαναφέρουμε το τραπεζικό σύστημα σε συνθήκες πραγματικής ρευστότητος.

Η Κυβέρνηση, λοιπόν, θα υπογράψει το τέταρτο πρόγραμμα, αλλά δεν θα το εφαρμόσει. Δεν θα το εφαρμόσει, αφενός διότι δεν μπορεί να το εφαρμόσει, αλλά δεν θα το εφαρμόσει και γιατί κατά βάθος δεν το πιστεύει. Βλέπετε ότι σε κάθε σωστή μεταρρύθμιση η οποία ακολουθείται υπάρχουν πάντα και άλλες φωνές. Το είδαμε με την περίπτωση του λιμανιού του Πειραιά. Το βλέπουμε τώρα πάλι με την περίπτωση της Εγνατίας.

Μια Κυβέρνηση ετερόκλητη, στην οποία εξακολουθούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο άνθρωποι που διακατέχονται από βαθιές αριστερές ιδεοληψίες, είναι αδύνατον στην πράξη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Και γι’ αυτό και θα αποτύχει αυτή η Κυβέρνηση. Διότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι μέρος του προβλήματος, είναι το ίδιος το πρόβλημα το οποίο σήμερα αντιμετωπίζει η χώρα.

Γι’ αυτό στη Νέα Δημοκρατία λέμε πολύ ξεκάθαρα ότι κάθε μέρα που αυτή η Κυβέρνηση μένει στην εξουσία κάνει κακό στον τόπο. Γι’ αυτό ζητούμε εκλογές. Αναγνωρίζοντας ότι οι εκλογές έχουν ένα κόστος, λέμε, όμως, ξεκάθαρα ότι το κόστος παραμονής αυτής της Κυβέρνησης είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος απομάκρυνσής της.

Και κλείνω, για να μην μακρηγορήσω, επαναλαμβάνοντας ότι ναι, πράγματι, σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται μια μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση. Μια Κυβέρνηση, η οποία θα τολμήσει, με θάρρος πραγματικό, αλλά και με αποφασιστικότητα και με αποτελεσματικότητα να υλοποιήσει αλλαγές, για τις οποίες πολλές φορές έχουμε μιλήσει, αλλά τις οποίες έχουμε, είτε εφαρμόσει πλημμελώς, είτε έχουμε αποτύχει να εφαρμόσουμε εξ ολοκλήρου.

Και, ναι, η Νέα Δημοκρατία θα είναι στις επόμενες εκλογές ο κεντρικός εκφραστής αυτής της μεγάλης μεταρρυθμιστικής συμμαχίας, η οποία σήμερα γεννιέται στη χώρα. Και ξέρω ότι η μεταρρυθμιστική μας προσπάθεια μπορεί να αντιμετωπίζεται με μια σχετική καχυποψία. Γι’ αυτό και εμείς πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε μέρα ως Νέα Δημοκρατία ότι έχουμε διάθεση να αλλάξουμε, σεβόμενοι πάντα της ιστορία της παράταξης. Γιατί αυτή η παράταξη έχει προσφέρει πολλά στον τόπο και αυτή η προσφορά της δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αγνοείται επειδή μπορεί να ασκούμε δικαιολογημένη κριτική στις όποιες κυβερνητικές αστοχίες προηγούμενων Κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτό το οποίο είναι επιβεβλημένο να μεταφέρουμε στους πολίτες είναι ότι η Νέα Δημοκρατία αλλάζει. Και αλλάζει γρήγορα. Όσοι παρακολουθήσατε το Συνέδριό μας, θα διαπιστώσατε δύο ενδιαφέροντα πράγματα. Πρώτον, ότι ανοίξαμε τη Νέα Δημοκρατία για πρώτη φορά σε πολίτες που δεν είναι στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι ήρθαν, παρακολούθησαν το Συνέδριο, συμμετείχαν σε μια σειρά από ημερίδες γενικότερου ενδιαφέροντος που λίγο θύμιζαν παλαιότερες συνεδριακές διαδικασίες κόμματος. Και το δεύτερο - και το πιο ενδιαφέρον -  είναι ότι προχωρήσαμε σε πολύ τολμηρές καταστατικές αλλαγές για τη Νέα Δημοκρατία. Δυστυχώς, πολύς κόσμος δεν τις έμαθε διότι συνέπεσε το Συνέδριο μας με την απεργία στα Μ.Μ.Ε.. Αλλά ίσως η πιο τολμηρή αλλαγή, την οποία ψηφίσαμε, είναι ότι για πρώτη φορά εγώ ο ίδιος έβαλα θητεία στον εαυτό μου.

Έχουμε, λοιπόν, τη δυνατότητα σήμερα να λέμε ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί να ηγηθεί των τολμηρών μεταρρυθμιστικών και ασυμβίβαστων δυνάμεων στη χώρα. Διότι η πραγματική διαχωριστική γραμμή, η οποία υπάρχει σήμερα στη χώρα δεν είναι μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, είναι ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα και στο λαϊκισμό και στην οπισθοδρόμηση στην οποία μας οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα αυτή η ετερόκλητη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η οποία μας κυβερνά σήμερα.

Η καθοριστική πεποίθηση μου είναι μία παρά τις όποιες διαφωνίες παρά τις όποιες διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος σε αυτήν την μεγάλη προσπάθεια πρέπει να πάμε μαζί και ο στόχος μας δεν είναι μόνο να αλλάξουμε τον τόπο από την πιο ανίκανη, την πιο επικίνδυνη κυβέρνηση, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και μετά, άλλα να κάνουμε και κάτι ακόμα να οικοδομήσουμε συνθήκες μακροχρόνιας πολιτικής επικράτησης των ιδεών μας.

Διότι η επόμενη κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να είναι ακόμα ένας κρίκος στην αλυσίδα των μνημονιακών κυβερνήσεων. Θα πρέπει να είναι η κυβέρνηση η οποία θα βγάλει οριστικά τη χώρα από την κρίση και κυρίως θα μπορέσει να απελευθερώσει το τεράστιο ανεκμετάλλευτο δυναμικό που διαθέτει αυτή η χώρα. Θα πρέπει να είναι η κυβέρνηση η οποία θα αναβαθμίσει την ποιότητα των θεσμών και θα οικοδομήσει ένα πραγματικά σύγχρονο Κράτος το οποίο θα παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες σεβόμενο, όμως, πάντα τα χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου.

Οι ιδέες μας δικαιώνονται μετά από πολλά χρόνια αγώνων και η ιδεολογική χρεοκοπία της Αριστεράς - μια Αριστεράς η οποία δοκιμάστηκε και απέτυχε στο καμίνι της άσκησης της διακυβέρνησης - μας προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία και στο χέρι όλων μας είναι αυτήν την ευκαιρία να την αρπάξουμε».