Η απόφαση:
Μια ώρα και κάτι κράτησε η ανάγνωση του σκεπτικού και της απόφασης του Διεθνής Δικαστηρίου της Χάγης για τη διαφωνία Ελλάδας-ΠΓΔΜ όσον αφορά στο ελληνικό βέτο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ το 2008.
Το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ), το κεντρικό δικαιοδοτικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, δημοσίευσε σήμερα την Απόφασή του για την υπόθεση που αφορά την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995 (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας κατά της Ελλάδας).
Σε αυτή την Απόφαση, η οποία είναι τελική, χωρίς δικαίωμα έφεσης και δεσμευτική για τους Διαδίκους, το Δικαστήριο:
1) κρίνει με δεκατέσσερις ψήφους έναντι δύο, ότι έχει δικαιοδοσία να κρίνει την Προσφυγή που κατέθεσε η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας την 17η Νοέμβρη 2008 και ότι αυτή η Προσφυγή είναι παραδεκτή.
2) κρίνει με δεκαπέντε ψήφους έναντι μιας, ότι η Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλοντας ένσταση για την εισδοχή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ παραβίασε την υποχρέωσή της κατά το Άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
3) απορρίπτει, με δεκαπέντε ψήφους έναντι μιας, όλες τις άλλες αιτήσεις της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας
I. Υπόβαθρο πραγματικών περιστατικών στην υπόθεση
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι την 17η Νοεμρβίου 2008, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (εφεξής: η "Προσφεύγουσα") υπέβαλε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μια Προσφυγή για την έναρξη διαδικασιών εναντίον της Ελληνικής Δημοκρατίας (εφεξής: "η καθ ης η προσφυγή") αναφορικά με την διαφορά που αφορούσε την ερμηνεία και εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτέμβρη 1995 (εφεξής: η "Ενδιάμεση Συμφωνία"). Περαιτέρω, υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ως βάση για την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Άρθρο 21 παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία αναφέρει ότι τα Μέρη μπορούν να υποβάλουν στο Δικαστήριο κάθε διαφορά που προκύπτει μεταξύ τους, όσον αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή της Συμφωνίας, εκτός από την διαφορά που αναφέρεται στο Άρθρο 5 παράγραφος 1 του κειμένου.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η υποψηφιότητα της Προσφεύγουσας για το ΝΑΤΟ εξετάστηκε στην Σύνοδο του Βουκουρεστίου στις 2 και 3 Απριλίου 2008, αλλά η Προσφεύγουσα δεν εκλήθη για να ξεκινήσει συζητήσεις για προσχώρηση στον οργανισμό. Σημειώνει ότι η Προσφεύγουσα επιδιώκει, ιδίως, να αποδείξει ότι η Καθ' ης υπέβαλε ένσταση στην εισδοχή της στο ΝΑΤΟ και γι' αυτό παραβίασε το Άρθρο 11 παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το δικαστήριο αναφέρει ότι είναι σαφές από το κείμενο της πρώτης ρήτρας της διάταξης ότι η Καθ ης συμφώνησε να μην υποβάλλει ένσταση στην εισδοχή της Προσφεύγουσας σε διεθνεις ή περιφερειακούς οργανισμούς στους οποίους η Καθ' ης είναι μέλος. Περαιτέρω, παρατηρεί ότι, σύμφωνα με την δεύτερη ρήτρα της διάταξης, η Καθ ης παρ' όλ' αυτά διατηρεί το δικαίωμα να προβάλλει ένσταση σε μια τέτοια εισδοχή εάν και στην έκταση που η Προσφεύγουσα αναφέρεται σε αυτούς τους οργανισμούς διαφορετικά απ' ό,τι στην παράγραφο 2 του ψηφίσματος 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτή η παράγραφος συστήνει στην Προσφεύγουσα να αναφέρεται ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών "προσωρινά για όλους τους λόγους στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών ως "η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας" όσο διαρκεί ο διακανονισμός της διαφοράς που έχει εγερθεί σχετικά με το όνομα του κράτους."
ΙΙ. Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και παραδεκτό της Προσφυγής
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Καθ ης ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να ασχοληθεί με την διαφορά και ότι η Προσφυγή είναι απαράδεκτοι για διάφορους λόγους. Πρώτον, η Καθ ης ισχυρίζεται ότι η υπόθεση αφορά την διαφορά για το όνομα της Προσφεύγουσας. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι η υπόθεση αφορά μια συμπεριφορά η οποία αφορά το ΝΑΤΟ και τα κράτη μέλη του, κάτι το οποίο δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Τρίτον, ισχυρίζεται ότι η Απόφαση του Δικαστηρίου σε αυτή την υπόθεση θα είναι αδύνατο να έχει αποτελεσματική εφαρμογή γιατί δεν μπορεί να επιφέρει την εισδοχή της Προσφεύγουσας στο ΝΑΤΟ. Τέταρτον, ισχυρίζεται ότι η ενάσκηση δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο θα συνιστούσε παρέμβαση στις διπλωματικές διαπραγματεύσες που είναι σε εξέλιξη, όσον αφορά την διαφορά που σχετίζεται με το όνομα. Το Δικαστήριο αποφασίζει να απορρίψει τις ενστάσεις της Καθ' ης. Κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία επί της διαφοράς και ότι η Προσφυγή είναι παραδεκτή.
ΙΙΙ. Περί του εάν η Καθ' ης αθέτησε την υποχρέωσή της κατά το Άρθρο 11 παράγραφος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν σε αυτό αποδεικνύουν ότι στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου η Καθ' ης, κατά παράβαση του Άρθρου 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, διακήρυξε την ένστασή της για την εισοδοχή της Προσφεύγουσας στο ΝΑΤΟ, επισημαίνοντας το γεγονός ότι ηβ διαφορά για το όνομα της Προσφεύγουσας παρέμενε άλυτη. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένσταση της Καθ' ης δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εξαίρεσης που περιλαμβάνεται στην δεύτερη ρήτρα του Άρθρου 11 παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, επειδή αυτή η ρήτρα δεν επιτρέπει στην Καθ' ης να ενίσταται στην εισδοχή της Προσφεύγουσας σε έναν οργανισμό ενόψει της προοπτικής ότι η Προσφεύγουσα θα αυτοαποκαλείται σε αυτόν τον οργανισμό με το συνταγματικό της όνομα.
IV. Πρόσθετες δικαιολογήσεις επικαλούμενες από την Καθ' ης
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Καθ' ης επικαλείται, επικουρικά προς το βασικό της επιχείρημα, ότι κάθε ένσταση στην εισδοχή της Προσφεύγουσας στο ΝΑΤΟ είναι δικαιολογημένη (1) σύμφωνα με το δόγμα exceptio non adimpleti contractus, (2) ως απάντηση σε παραβίαση της σύμβασης ή (3) ως αντίθετα μέτρα σύμφωνα με το δίκαιο της ευθύνης του Κράτους. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Καθ' ης προωθεί ένα συγκεκριμένο ελάχιστο όρο κοινό με τα επιχειρήματά της σχετικά με αυτές τις τρεις δικαιολογητικές βάσεις, δηλαδή ότι η Προσφεύγουσα παραβίασε τις διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και ότι η ένσταση της Καθ' ης στην εισδοχή της Προσφεύγουσας στο ΝΑΤΟ έγινε σε απάντηση προς αυτές τις παραβιάσεις. Υπό το φως των αποδείξεων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Καθ' ης απέδειξε μόνο μία τέτοια παραβίαση, δηλαδή την χρήση κατά το 2004 από την προσφεύγουσα του συμβόλου που απαγορεύεται από το Άρθρο 7 παρ. 2, πράξη που έληξε κατά το ίδιο έτος. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η Καθ' ης απέτυχε να αποδείξει ότι υπέβαλε ένσταση για την πρόσβαση της Προσφεύγουσας στο ΝΑΤΟ ως απάντηση στην παραβίαση αυτής της διάταξης. Ως εκ τούτου, απορρίπτονται οι δικαιολογήσεις της Καθ' ης.
V. Μέτρα
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κηρύσσει ότι η κρίση του περί παραβίασης της υπχρέωσης της Καθ' ης έναντι της Προσφεύγουσας υπό το Άρθρο 11 παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης συμφωνίας συνιστά επαρκή ικανοποίθηση.
Σύνθεση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο αποτελείται από τους: Πρόεδρο Owada, Αντιπρόεδρο Tomka, Δικαστές Koroma, Simma, Abraham, Keith, Sepúlveda-Amor, Bennouna, Skotnikov, Cançado Trindade, Yusuf, Greenwood, Xue, Donoghue. Ad hoc δικαστές Ρούκουνα και Vukas. Kαι τον Γραμματέα Couvreur.
Ο δικαστής Simma συνάπτει χωριστή γνώμη στην Απόφαση του Δικαστηρίου.
Ο δικαστής Bennouna συνάπτει μια διακήρυξη για την Απόφαση του Δικαστηρίου.
Η δικαστής Xue συνάπτει αποκλίνουσα γνώμη στην Απόφαση του Δικαστηρίου
Ο ad hoc δικαστής Ρούκουνας συνάπτει μια αποκλίνουσα γνώμη στην Απόφαση του Δικαστηρίου.
Ο ad hoc δικαστής Vukas επισυνάπτει μια διακήρυξη στην Απόφαση του Δικαστηρίου.