REUTERS
Βάσει των στοιχείων του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής 6,3 εκατ. Έλληνες είναι φτωχοί ή απειλούνται από τη φτώχεια, ενώ καλπάζει η ανεργία.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για δραματική μείωση των αποδοχών αλλά και του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων έρχεται
να επιβεβαιώσει και η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της
Βουλής, σύμφωνα με την οποία ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το
επίπεδο του 2000.
Από
τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα με αφορμή την πιλοτική εφαρμογή
του μέτρου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα, προκύπτει
ότι η χώρα μας είναι τελευταία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ,
σημειώνοντας καθυστέρηση στην εφαρμογή του μέτρου, του «εσχάτου μέτρου
προκειμένου τα άτομα να μην πέσουν κάτω από το οικονομικό όριο που
θεωρείται το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης».
6,3
εκατομμύρια Έλληνες είναι φτωχοί ή απειλούνται από τη φτώχεια, αναφέρει
η έκθεση, ενώ με βάση το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού, 2,5
εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής
φτώχειας. Επιπλέον, 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας
λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, κατά το β’
τρίμηνο του 2014 το ποσοστό ανεργίας στη χώρα ήταν 26,6%, έναντι 27,8%
του προηγούμενου τριμήνου και 27,3% του αντίστοιχου τριμήνου του 2013. Η
ανεργία κυρίως πλήττει τους άνδρες στην παραγωγική ηλικία, με την
ανεργία των νέων 15-24 ετών να ανέρχεται στο 52%, ενώ πολλά νοικοκυριά
είναι χωρίς κανέναν εργαζόμενο άλλα και χωρίς πόρους.
Εκτίμηση της φτώχειας με τη βοήθεια τριών δεικτών-
Ο πρώτος δείκτης αναφέρεται στην σχετική φτώχεια ο οποίος μετρά το
ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου
ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Όταν το διάμεσο εισόδημα αυξάνεται ή
μειώνεται τότε και το όριο της φτώχειας αυξάνεται ή μειώνεται
αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το 2013 το όριο φτώχειας ήταν 432 ευρώ το μήνα
για ένα άτομο και 908 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
–
Ο δεύτερος δείκτης αναφέρεται στο σταθερό όριο σχετικής φτώχειας,
δηλαδή στο ποσοστό του πληθυσμού που είχε το 2013 εισόδημα χαμηλότερο
του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος του 2009. Το σταθερό όριο
φτώχειας για το 2013 ήταν 665 ευρώ για ένα άτομο και 1.397 ευρώ για
τετραμελή οικογένεια.
–
Ο τρίτος δείκτης αναφέρεται στο όριο της ακραίας φτώχειας το οποίο
μπορεί να καθοριστεί από το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών για ένα
ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ένα τέτοιο καλάθι για την Αττική
(για το έτος 2013), για ένα νοικοκυριό χωρίς έξοδα στεγαστικού δανείου
και ενοικίου είναι 233 ευρώ για ένα άτομο και 684 ευρώ για μια τετραμελή
οικογένεια.
Μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη φτώχειαΗ
χώρα μας συγκαταλέγεται στην ομάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη φτώχεια
(23,1%) και προηγείται της Ισπανίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας ενώ
κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση ως προς τον δείκτη χάσματος της
φτώχειας μετά την Ισπανία, Ρουμανία και Βουλγαρία.
Σημειώνεται
εξάλλου πως βάσει έρευνας του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη
χειρότερη θέση μεταξύ 35 χωρών με βάση τους δείκτες ευημερίας και
ποιότητας ζωής, χειρότερα ακόμα και από την Τουρκία.
Η
φτώχεια απειλεί ιδιαίτερα τα παιδιά (παιδική φτώχεια στο 26,5% το
2012), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, τα πολυμελή νοικοκυριά, τους μη
οικονομικά ενεργούς και τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Η έκθεση αναφέρει πως γενικότερα η κοινωνική πολιτική στη χώρα μας κρίνεται ανεπαρκής.
Το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας για όσους βρεθούν σε δεινή θέση, χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα.
Αναφέρεται
συγκεκριμένα, πως «η ζήτηση για κοινωνική μέριμνα από την πλευρά των
πολιτών είναι έντονη, ενώ η προσφορά από το κράτος χαρακτηρίζεται από
αποσπασματικότητα και διοικητικές δυσλειτουργίες. Έτσι το δίχτυ
κοινωνικής ασφάλειας χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα, ενώ
παράλληλα δεν προβλέπεται αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών από την
οικονομική ύφεση στο άμεσο μέλλον».
Προστίθεται
πως «κοινωνικές ομάδες όπως, οι μακροχρόνιοι άνεργοι, οι
νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι χωρίς ασφάλεια, οι
οικογενειάρχες με χαμηλό εισόδημα, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ηλικιωμένοι
και τα άτομα με αναπηρία χρήζουν ειδικής μέριμνας” καθώς “πρόκειται για
ομάδες που βιώνουν τη συσσώρευση χρεών, τη μείωση της αγοραστικής τους
δύναμης, τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων».