Όπως προέκυψε από πρόσφατη δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ειδησεογραφικού πρακτορείου Ansa, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα του πρωθυπουργού Ματτέο Ρέντσι, εξακολουθεί να παραμένει ψηλά στις προτιμήσεις των Ιταλών, συγκεντρώνοντας το 41,5% της πρόθεσης ψήφου.
Από την πλευρά της, η Κεντροδεξιά, με βασικό κορμό το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι «Φόρτσα Ιτάλια», βρίσκεται στο 30,5%.
Το κόμμα του Μπερλουσκόνι συγκεντρώνει ένα 15,5%, η Λέγκα του Βορρά 6,5%, το δεξιό κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας 4%, η Νέα Κεντροδεξιά του Αντζελίνο Αλφάνο (κόμμα το οποίο συμμετέχει στην κυβέρνηση) 3,5% και άλλες κεντροδεξιές δυνάμεις 1%.
Έτσι, εκεί που η Ιταλία φημιζόταν για τις κυβερνητικές κρίσεις και την πολιτική της αστάθεια, ξαφνικά εμφανίζεται να έχει εξασφαλίσει την κυβερνητική σταθερότητα που τόσο πολύ χρειάζονται οι χώρες όταν βρίσκονται σε κρίση.
Τα ποσοστά αυτά δείχνουν δηλαδή πως η χώρα δεν κινδυνεύει από πολιτική ανωμαλία, την οποία δεν μπορεί να προκαλέσει το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέππε Γκρίλλο, παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει το 21,5% της πρόθεσης ψήφου.
Αλλά ακόμη και ο Γκρίλλο έχει κάνει, μετά τις ευρωεκλογές και παρά το υψηλό ποσοστό που συγκέντρωσε σ’ αυτές και το οποίο διατηρεί και στις δημοσκοπήσεις, μια ενδιαφέρουσα στροφή, προχωρώντας σε διάλογο με το Δημοκρατικό Κόμμα, όσον αφορά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Και όλα αυτά, ενώ ο Ρέντσι έχει δηλώσει πως ενδιαφέρεται μεν να συμβάλει στην αλλαγή νοοτροπίας στην ΕΕ, αλλά δεν επιθυμεί να χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί κανόνες και να καταργηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Ως γνωστόν, η Ρώμη έχει ζητήσει «ευελιξία» στους κανόνες της ΕΕ για τα δημοσιονομικά, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η οικονομική ανάπτυξη και να ενισχυθεί η απασχόληση.
«Δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξουν οι κανόνες. Αντίθετα, ζητάμε να γίνουν σεβαστοί όλοι τους. Όμως το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να είναι πολιτικό, διαφορετικά δεν θα υπάρχει μέλλον».
Με λίγα λόγια, οι προτάσεις του Ρέντσι έχουν πολιτικό περιεχόμενο και όχι λαϊκιστικό, με υποσχέσεις που όλοι γνωρίζουν ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης δεν μπορούν να υλοποιηθούν.