Γράφει η ΗΡΩ ΤΕΝΤΕ
Το μνημόσυνο για τους νεκρούς που κλείνουν σαράντα μέρες πέραν του κόσμου τούτου, ειναι ένας αποχαιρετισμός: όχι μόνο απο αυτούς που έμειναν πίσω, αλλα και απο αυτούς που έφυγαν. Λένε ότι οι ψυχές, για εκείνες τις σαράντα μέρες περιπλανιωνται σε τόπους που τις σημάδεψαν, κοντά σε πρόσωπα που πολυ τις αγάπησαν. Μια μετάβαση, μια διαδρομή τέλους, γιατί τίποτε πιο σκληρό δεν υπαρχει απο ενα τελεσιδικο και μόνιμο Αντίο.ysterografa.gr
Αγαπω τους συνειρμούς. Με ανακουφίζουν οταν διαπιστώνω ότι η ζωη ειναι ένας απέραντος νόμος αναλογιών, ότι τίποτα δεν σηματοδοτειται τυχαία γύρω μας. Ενα μικρό δίχτυ ασφαλείας τούτη η σκέψη – πως όσο μικροί και αμελητεοι κι αν είμαστε, αυτο που μας περιστοιχιζει θα ειναι παντα πολυ μεγαλύτερο.
Αύριο κλείνουν 40 χρόνια απο τις 17/11/1973, οταν ο χώρος του Πολυτεχνείου μετατράπηκε – δίκαια ή άδικα ανάλογα με το πως το καταγράφει ο Ιστορικός – ως ο χώρος που η Δημοκρατία συγκρούστηκε με όλα τα αντίθετά της: τη βία, την απολυταρχία, την εγκαθετη σιωπή. Κρατάω αυτο το σημαδιακό 40: ενα μικρό μνημόσυνο, μια τετρακονταετια περιπλανησης της Δημοκρατίας, ενα όραμα να εδραιωθεί, να γίνει βίωμα, να χτίσει αφετηρίες προόδου.
Αντ’ αυτου, τίποτα. Θλίψη. Οργή. Κραυγές καταδίκης για όλους αυτούς που τη βιασαν ανεπανόρθωτα, πατώντας πάνω στις ανθρωπιστικές της αξίες. Μια γυναίκα τη φανταζόμαι, όμορφη γεμάτη ιδανικά, που λύγισε στα όμορφα “τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα”. Όλοι εκείνοι που έγιναν φερεφωνα, κραυγάζοντας σε γεμάτες πλατείες απο πλαστικές σημαίες για “ελευθερία”, “δικαιοσύνη”, “ισότητα”, “κοινωνική ανάπτυξη”. Και τις ώρες που δε φώναζαν, με τα χέρια τους έκλεβαν, έχτιζαν βαρβαρους εξωθεσμικους πλουτισμους, βόλευαν και βολευονταν.
Ούτε καν αξιοπρεπείς φασιστες. Φασιστοειδή μπλε, πρασινης και κόκκινης παλετας – διαπρεπείς αριστοτεχνες του “αλλο τι λέμε, αλλο τι κάνουμε”. Ο ορισμός της υποτέλειας και του καλοβολου ψεύδους.
Μα δε φταίνε. Το ξέρουμε πια, πως εμείς τους πιστέψαμε, εμείς αφιονιστηκαμε στα ακούσματα που τόσο λαχταρουσαμε, εμείς τους παραδώσαμε τα κλειδιά της πόλης. Με κάθε αφορμή. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Σε κάθε “τοκ-τοκ” της πόρτας του μεγαλοστελεχους που χτυπουσαμε για μια αθώα εξυπηρέτηση. Σε κάθε ανοχή. “Τι να κάνουμε, δε θα αλλάξουμε εμείς τον κόσμο”.
Σαράντα χρόνια μετά, η ώρα του Μνημοσυνου. Γιατί αυτο που θανατώθηκε ειναι κατι πολυ περισσότερο απο την οικονομική μας αξιοπρεπεια. Χάσαμε την πυξίδα που δείχνει ότι κάποτε μπορεί και να έρθουν καλύτερες μέρες.
Ειναι που μπορουμε σιωπηλοί πια να αναγνωρίζουμε αυτά τα φασιστοειδή όντα σε τόσες πολλές μεταλλάξεις γύρω μας. Λες και το μικρόβιο τους, μπολιασε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Άλλοι νοσησαν, άλλοι άντεξαν.
Και μάθαμε να ζούμε με το “Και δεν του φαινόταν… Πως μας ξεγελασε έτσι;”
Καλο Παράδεισο. Κάπου. Κάποτε.