Καθώς η Ελλάδα ολόκληρη περιμένει την «ωρίμανση» (sic) ώστε να κυβερνηθεί από το (αγέννητο) «ενιαίο κόμμα»…
Διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι που κινείται μεταξύ του πολιτικού καιροσκοπισμού και του ψεύδους – ή, στην ανάγκη, της μισής αλήθειας.
Ο κ. Τσίπρας αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ομιλίας του ενώπιον της Κ.Ε. (και μάλιστα το αρχικό, αφήνοντας για το τέλος τα… κακά νέα της ανάγκης να «αυτοδιαλυθούν» οι συνιστώσες) στο επεισόδιο της περασμένης Παρασκευής στη Βουλή με την Χρυσή Αυγή στον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Το κείμενο της ομιλίας, όμως, που μοιράστηκε από το Γραφείο Τύπου, ήταν διαφορετικό από αυτό που τελικά εκφώνησε ο κ. Τσίπρας, προβαίνοντας σε μερικές εκ των υστέρων «διορθώσεις».
Δεν έχει σημασία για ποιον λόγο έγιναν οι διορθώσεις – προφανώς αυτός που έγραψε το αρχικό κείμενο δεν είχε σκοπό να βάλει τον πρόεδρό του να πει την αλήθεια και κάποιος ή κάποιοι άλλοι που βρίσκονταν στην αίθουσα την ώρα του επεισοδίου (πιθανόν ο ίδιος ο προεδρεύων κ. Δραγασάκης)παρενέβησαν προς αποκατάσταση της πραγματικότητας.
Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι άλλη μια μισή αλήθεια.
Και τελικά, επειδή δεν παρακολουθούν όλοι μια ζωντανή ομιλία και οι περισσότεροι τη διαβάζουν από το επίσημο κείμενο που διανέμεται, η τάση είναι να επικρατήσει το ψέμα.
(Μια και μιλάμε για Χρυσή Αυγή και χάιλ Χίτλερ και άλλα τέτοια ωραία, ας θυμηθούμε πως πρώτος διδάξας αυτών των πρακτικών υπήρξε ο υπουργός Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης της ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς).
Στην ομιλία του που διανεμήθηκε, λοιπόν, με τον πλέον επίσημο τρόπο από το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να λέει πως «η χθεσινή ημέρα στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική. Αποκαλύφθηκε ότι το δημόσιο αγαθό που κινδυνεύει αυτή τη στιγμή περισσότερο, είναι η Δημοκρατία».
Συνεχίζει μιλώντας για το «αδιάκριτο πολιτικό φλερτ της Νέας Δημοκρατίας με την ακροδεξιά» και, αναφερόμενος στην επίκαιρη ερώτηση που ο ίδιος είχε καταθέσει στον υπουργό Δικαιοσύνης, για το νομοσχέδιο κατά του ρατσισμού (ερώτηση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η Χρυσή Αυγή για να ελεεινολογήσει ξανά), εμφανίζεται να λέει πως «δεν
ήταν εκεί καν ένας κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ για να επιβεβαιώσει αυτά που ήρθε να πει ο κ. Ρουπακιώτης, δηλαδή ότι δεν συμβαίνει κάτι, το νομοσχέδιο είναι καθ’ οδόν».
Και πως «η ομάδα της μονταζιέρας της Ν.Δ. προσπάθησε ακόμα και τη στιγμή της αποκάλυψης των νεοναζί να κρατήσει ίσες αποστάσεις από την αξιωματική αντιπολίτευση, το προεδρείο της βουλής, και τους νοσταλγούς του Χίτλερ».
Και πως τρεις μέρες πριν, «εβδομήντα βουλευτές της πλειοψηφίας, κρυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία της μυστικής ψηφοφορίας συνέδραμαν τους φασίστες στην προσπάθειά τους να άρουν την ασυλία του Π. Τατσόπουλου και να τον μηνύσουν για έκφραση πολιτικής γνώμης».
Και πως αποδείχθηκε πως «όποιος θέλει μπορεί να εφαρμόσει το Κανονισμό και να αποτρέψει τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και της δημοκρατίας».
Στη ζωντανή ομιλία του, βέβαια, ο κ. Τσίπρας διόρθωσε τον λογογράφο του, λέγοντας πως τον κ. Δραγασάκη και την απόφασή του να εφαρμόσει τον Κανονισμό της Βουλής και να αποβάλει τον προκλητικό βουλευτή της Χρυσής Αυγής, χειροκρότησαν «ακόμη και παριστάμενοι βουλευτές της ΝΔ».
Ποια είναι η αλήθεια:
Στη διαδικασία των επικαίρων ερωτήσεων (όπως ήταν αυτή του κ. Τσίπρα στην οποία απάντησε ο κ. Ρουπακιώτης) ΔΕΝ λαμβάνουν μέρος, ούτε λαμβάνουν τον λόγο οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
Επειδή αυτό δεν είναι υποχρεωμένος να το γνωρίζει ο μέσος πολίτης, όταν ο κ. Τσίπρας λέει πως δεν ήταν εκεί «καν» ένας κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ., συνειδητά παραπληροφορεί για να εξυπηρετήσει μια καθαρά μικροκομματική σκοπιμότητα και τον προπαγανδιστικό σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την ταύτιση της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι (σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής οι κοινοβουλευτικές ομάδες εκπροσωπούνται από τους Προέδρους τους και αυτοί – επειδή δεν μπορούν να βρίσκονται συνεχώς στη Βουλή – ορίζουν αναπληρωτές τους), βρίσκονται συνεχώς σε επιφυλακή.
Έτσι, εκείνη την ημέρα, όταν είδα από το εσωτερικό κύκλωμα του γραφείου μου ότι ξεκινούσε επεισόδιο με τη Χρυσή Αυγή, κατέβηκα στην αίθουσα της Ολομέλειας για την περίπτωση που χρειαζόταν επέμβαση με τοποθετήσεις των κομμάτων.
Όταν το επεισόδιο έληξε και ο κ. Δραγασάκης εφάρμοσε τον Κανονισμό, χειροκρότησα πρώτη (χωρίς να με ανακαλέσει στην τάξη καμιά… μονταζιέρα της Ν.Δ.) και εμένα ακολούθησαν στο χειροκρότημα οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην αποστροφή του, όμως, περί χειροκροτημάτων «ακόμη και από τους παριστάμενους βουλευτές της Ν.Δ.), ο κ. Τσίπρας φρόντισε μέσω της γενίκευσης και της αποσπασματικής αναφοράς (που αποτελούν γκεμπελικές προπαγανδιστικές πρακτικές) να κρύψει το συγκεκριμένο γεγονός.
Προφανώς. Διότι αν δεν το απέκρυπτε, θα γκρέμιζε ο ίδιος (κάτι σαν… αυτοδιάλυση, ένα πράμα) τον βασικό πυλώνα της επιχειρηματολογίας του και τον ίδιο τον προπαγανδιστικό σκοπό του, που δεν ήταν άλλος από το να ταυτίσει τη Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή.
Μάλιστα, λίγο μετά το επεισόδιο, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Alpha 9,89) και τον Νίκο Μάνεση, είπα πως γινόταν τέτοιο πανδαιμόνιο που δεν μου επέτρεπε να πω με βεβαιότητα ποιος είπε πρώτος το «χάιλ Χίτλερ», προσθέτοντας πως η συγκεκριμένη ναζιστική ζητωκραυγή που ακούστηκε από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε ειρωνικό τόνο.
Δεν περίμενα, βέβαια, να αντιμετωπιστώ με την ίδια πολιτική εντιμότητα: Την ίδια ώρα, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Βαρεμένος, στην εκπομπή της Πόπης Τσαπανίδου στον Σκάι, με συκοφαντούσε με την ίδια γκεμπελική προπαγανδιστική μέθοδο της ασάφειας, της γενίκευσης, της απόσπασης, λέγοντας πως… έχω στη εκστομίσει τη λέξη «προδοσία», αφήνοντας να αιωρείται μια κατηγορία έτσι, γενικά και αόριστα, λες και υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει προφέρει ποτέ αυτή τη λέξη.
Επίσης, όταν ο κ. Τσίπρας είπε στην ομιλία του πως «τρεις ημέρες νωρίτερα, εβδομήντα βουλευτές της πλειοψηφίας, κρυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία της μυστικής ψηφοφορίας συνέδραμαν τους φασίστες στην προσπάθειά τους να άρουν την ασυλία του Π. Τατσόπουλου και να τον μηνύσουν για έκφραση πολιτικής γνώμης» και πάλι έκρυψε την αλήθεια.
Πρώτον, διότι δεν αναφέρει ξεκάθαρα πως τελικά δεν ήρθη η ασυλία του κ. Τατσόπουλου – και αυτό επετεύχθη και με τις ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας.
Και δεύτερον, διότι δεν πρόκειται για μυστική ψηφοφορία – ξέρετε εσείς καμιά μυστική ψηφοφορία όπου πάνω στο ψηφοδέλτιο να υπάρχει το όνομα του ψηφοφόρου και η υπογραφή του;
Τέλος, όταν ο κ. Τσίπρας είπε πως «όποιος θέλει μπορεί να εφαρμόσει το Κανονισμό και να αποτρέψει τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και της δημοκρατίας», υπονοούσε πως ο Κανονισμός εφαρμόστηκε επειδή το αποφάσισε προσωπικά ο κ. Δραγασάκης, που προήδρευε εκείνη τη στιγμή.
Η αλήθεια είναι πως ο κ. Δραγασάκης προήδρευε στη συγκεκριμένη συνεδρίαση επειδή συζητείτο ερώτηση του κ. Τσίπρα – και για λόγους κοινοβουλευτικής αβροφροσύνης, είθισται όταν στην αίθουσα βρίσκεται ο αρχηγός ενός κόμματος να προεδρεύει είτε ο Πρόεδρος της Βουλής, είτε προεδρεύων από το κόμμα του.
Η αλήθεια είναι επίσης ότι η απόφαση για εφαρμογή του Κανονισμού (ειδικά όσον αφορά διατάξεις που μέχρι τώρα δεν είχε χρειαστεί να εφαρμοστούν), δεν αποτελεί προϊόν της βούλησης ενός ατόμου, αλλά πολιτική απόφαση σε κεντρικό επίπεδο – και, βέβαια, απόφαση του Προέδρου της Βουλής Βαγγέλη Μεϊμαράκη, την έγκριση του οποίου είχε η στάση του κ. Δραγασάκη.
(Λίγες μέρες νωρίτερα, όταν δημόσια, με άρθρο μου, είπα τη γνώμη μου περί ανάγκης εφαρμογής των νόμων και του Κανονισμού τώρα, διότι δεν προλαβαίνουμε να περιμένουμε τη συνταγματική αναθεώρηση, δέχθηκα επιθέσεις από διαδικτυακούς τόπους προσκείμενους στη Χρυσή Αυγή).
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ακόμη σοβαρότερο.
Διότι όταν ο κ. Τσίπρας λέει (στην ομιλία του στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ το Σάββατο) ότι «η χθεσινή ημέρα ήταν αποκαλυπτική), έχει δίκιο.
Αλλά από… την ανάποδη!
Νωρίτερα, κατά την ανάπτυξη της επίκαιρης ερώτησής του (που ήθελε να γίνει παρουσία βουβών κοινοβουλευτικών εκπροσώπων), ο κ. Τσίπρας με όσα είπε, απέκρουσε τη δήλωση του κ. Ρουπακιώτη, ο οποίος είπε:
«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι υπάρχουν ακατέργαστα υλικά που μπορεί να ωθήσουν σε συναντήσεις πολιτικών σχηματισμών, που και μέσα στο Κοινοβούλιο υμνούν τον Χίτλερ».
Όπως, ο κ. Τσίπρας αντέτεινε, «έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μεθοδεύσεις που ξεπερνούν τα όρια κάποιων μικροκομματικών αντιπαραθέσεων».
Διότι, όπως είπε, «τα τελευταία τρία χρόνια, που η χώρα βρίσκεται κάτω από τον «μνημονιακό ζυγό», το μεγαλύτερο θύμα είναι η Δημοκρατία με τις επιστρατεύσεις, τα νομοσχέδια που δεν γράφονται από τους υπουργούς, δεκάδες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, υποβάθμιση της λειτουργίας της Βουλής, με υποκατάσταση του υπουργικού συμβουλίου από άτυπη συνάντηση πολιτικών αρχηγών, παράκαμψη του Συντάγματος και «κράτος εκτάκτου ανάγκης». Πολύ φοβάμαι ότι με αυτήν τη λογική, τελειώνει το οξυγόνο της Δημοκρατίας».
Με την τοποθέτησή του αυτή, δηλαδή, ουσιαστικά είπε πως στη χώρα δεν υπάρχει Δημοκρατία – και επομένως τι τρικομματική, τι Χρυσή Αυγή!
Στη δευτερολογία του μάλιστα, ο κ. Τσίπρας έγινε πιο συγκεκριμένος:
Είπε πως «η Δημοκρατία δεν απειλείται μόνο από όσους είδαν φως και μπήκαν, από τους μισαλλόδοξους που έλεγαν πως είναι παιδιά των ηττημένων του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και τώρα λένε ότι είναι τα παιδιά των νικητών του εμφυλίου, σπέρνοντας μίσος και διχασμό στη χώρα, αλλά και από αυτούς που την μετέτρεψαν, με πρόσχημα την έκτακτη ανάγκη, σε δημοκρατία αλά καρτ».
Και πως «βρισκόμαστε σε μία περίοδο που δεν έχουμε κίνδυνο να γυρίσουμε στο αλήστου μνήμης “Ελλάς Ελλήνων Xριστιανών”, αλλά στο “Ελλάς Ελλήνων Επιστρατευμένων”».
Επομένως, κατά τον κ. Τσίπρα, δεν κινδυνεύουμε από την Χρυσή Αυγή και τους νοσταλγούς του Χίτλερ, του Μεταξά και της χούντας των συνταγματαρχών, αλλά από μια νόμιμα εκλεγμένη (μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις) κυβέρνηση.
Συμπέρασμα: Ψέματα, μισές αλήθειες και στο βάθος Χρυσή Αυγή.
Από την οποία, όπως λέει ο κ. Τσίπρας, δεν κινδυνεύουμε…
elzoni.gr