Του Πάνου Μπεγλίτη
Βουλευτή Κορινθίας – Εκπροσώπου Τύπου ΠΑΣΟΚ.
Η σοβαρή, δομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων με σοβαρές αντανακλάσεις στην κοινωνία τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Σε κάποιες περιπτώσεις τα μέτρα που λαμβάνονται είναι απαραίτητα, με την έννοια ότι θα έπρεπε να προωθηθούν, ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια και χωρίς να υπάρχει η πίεση που ασκείται σήμερα από την κρίση.
Σε κάποιες άλλες όμως, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, αν και εξαιρετικά επώδυνες για την κοινωνία, εμφανίζονται ως απόλυτα αναγκαίες στο βαθμό που η χώρα είναι εγκλωβισμένη στη δίνη μιας δραματικής κρίσης χρέους, η οποία δεν μπορεί, βραχυπρόθεσμα, να ξεπεραστεί χωρίς την ευρωπαϊκή χρηματοδοτική αρωγή και, συνεπώς, τις αντίστοιχες, σχετικές πολιτικές αναδιατάξεις.
Προφανώς, η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, κυρίως λόγω της πολιτικής που εφαρμόστηκε την περίοδο 2004 – 2009 (καλό είναι να μην το ξεχνάμε), δεν μπορεί να υπαγορεύει οποιαδήποτε οικονομική ή διοικητική πολιτική και μάλιστα με οποιοδήποτε κόστος.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι φανερό ότι αυτό που απαιτείται δεν είναι ούτε η πλήρης, άκριτη αποδοχή ούτε, φυσικά, η ισοπεδωτική άρνηση κάθε πολιτικής πρότασης αλλά, μάλλον μια ψύχραιμη και ισορροπημένη σύνθεση των πολιτικών εκείνων που είναι σε θέση αφενός να αντιμετωπίσουν αξιόπιστα την κρίση και, αφετέρου, να συντελέσουν στην ανάταξη των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας.
Στο πλαίσιο των παραπάνω σκέψεων, θα ήθελα να αναφερθώ στον αντίκτυπο που είχαν κάποιες πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο Νομό μας, αλλά και να δείξω τι ακριβώς εννοώ με τους όρους «ισορροπία» και «ψυχραιμία».
Ο ν. 3852/2010, περισσότερο γνωστός ως «Καλλικράτης», αποτέλεσε μια «επαναστατική» διοικητική μεταρρύθμιση με πολλές και πολύ ευνοϊκές αντανακλάσεις στο επίπεδο της αναπτυξιακής προοπτικής της περιφέρειας, στο βαθμό που συνένωνε τις τοπικές δυνατότητες και ικανότητες, δημιουργώντας τις συνθήκες ενός ενάρετου αναπτυξιακού, περιφερειακού κύκλου.
Βεβαίως, ακόμα και αυτή η σημαντικότατη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία παρουσίαζε κάποιες «ατέλειες». Έτσι, για να αναφέρω ένα σχετικό, ενδεικτικό για την περιοχή μας παράδειγμα, σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν Δήμοι που η ίδια η Ιστορία απέρριπτε τη διαδικασία των συγχωνεύσεων.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Δήμος της Νεμέας. Με απόλυτο σεβασμό στη μακραίωνη, πλούσια ιστορική διαδρομή του Δήμου Νεμέας, ήμουνα από τους πρώτους που αγωνίσθηκα για τη «διοικητική αυτονομία» του συγκεκριμένου Δήμου, με τεκμηριωμένες θέσεις και συντεταγμένες δράσεις, αποφεύγοντας τους λαϊκισμούς. Έτσι, ο Δήμος Νεμέας ήταν μεταξύ των 20 εκείνων Δήμων που λόγω συγκεκριμένων «ιδιαιτεροτήτων» δεν μπήκε στη διαδικασία των συγχωνεύσεων. Κατά συνέπεια, και η διοικητική μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη» προχώρησε αλλά και μια «αδικία» αποφεύχθηκε χάρη στην ψυχραιμία αλλά και μια ισορροπημένη προσέγγιση του θέματος.
Τον τελευταίο καιρό έχει έρθει στο προσκήνιο του Νομού μας ένα ακόμα, παρεμφερές θέμα με επίκεντρο και πάλι τη Νεμέα. Αυτή φορά το ζήτημα είναι η ΔΟΥ Νεμέας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, εξαρχής, ότι το πρόβλημα που βιώνουμε σήμερα ως χώρα αλλά και ως κοινωνία, μεταξύ των άλλων, προκύπτει και από το «έλλειμμα» (με τη μεταφορική και την κυριολεκτική έννοια του όρου) των εισπρακτικών μηχανισμών και, κατά συνέπεια, την υστέρηση των δημοσίων εσόδων. Το σοβαρό, εκρηκτικό αυτό θέμα συνδέεται άμεσα με διάφορες παραμέτρους όπως είναι, λόγου χάρη, η έλλειψη προσωπικού, οι καταγγελίες περί «συναλλαγών κάτω από το τραπέζι», κ.ά., οι οποίες θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα και ριζικά. Στο πλαίσιο αυτό, προκρίθηκε η επιλογή της συγκεντροποίησης των ΔΟΥ στις πρωτεύουσες των Νομών, έτσι ώστε να συστηματοποιηθούν οι έλεγχοι, να ισχυροποιηθούν οι μηχανισμοί είσπραξης και να εξαληφθεί, επιτέλους, το «τέρας» της φοροδιαφυγής. Είναι λοιπόν φανερό ότι η συγκεκριμένη πολιτική, της αναδιάταξης της δομής των εφοριών, συνδέεται άμεσα με μια κεντρική επιλογή οικονομικής υφής, ζωτικής αυτήν την περίοδο για τη χώρα. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις στο βαθμό που οι εφορίες έχουν πολυδιάστατες λειτουργίες και προσφέρουν πλήθος υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός εφοριών που θα εξακολουθήσει να υφίσταται, με σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, παρέχοντας όμως συγκεκριμένες υπηρεσίες και με ολιγάριθμο προσωπικό.
Να λοιπόν που, και πάλι, βρισκόμαστε μπροστά στην περίπτωση της Νεμέας. Η διατήρηση της ΔΟΥ Νεμέας, που για μένα υπήρξε κεντρική επιλογή, για αυτό και αγωνίστηκα με όλες μου τις δυνάμεις για την επίτευξή της, κάλυπτε απόλυτα τους όρους και τις προϋποθέσεις των «εξαιρέσεων» και με βάση αυτό το πλαίσιο έδωσα τον αγώνα μου. Φυσικά, η συνέχιση της λειτουργίας της ΔΟΥ Νεμέας θα ενταχθεί στο προβλεπόμενο πλαίσιο των ΔΟΥ Β’ Τάξης, όπως τις περιέγραψα πιο πάνω. Κατά συνέπεια, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τοπικοί φορείς αντί να χαιρετίζουν τη συγκεκριμένη απόφαση, απαιτούν μια εφορία «παλαιού τύπου» αρνούμενοι να αντικρίσουν την νέα πραγματικότητα. Έτσι, αναφέρονται στις σχετικές, αγωνιώδεις δράσεις μου κατά τρόπο απαξιωτικό και μειωτικό. Είναι λοιπόν φανερό ότι εξακολουθούμε να βλέπουμε το δένδρο, με μια δογματική, παλαιοκομματικής υφής προσήλωση, χάνοντας το δάσος των νέων δεδομένων και αναγκών.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα έχει μπει σε μια νέα περίοδο εξελίξεων, που σε τίποτε δεν μοιάζει με το «χθες». Αυτό σημαίνει ότι η προοπτική για ένα καλύτερο, για όλους μας, «αύριο» απαιτεί την ανάδειξη μιας άλλης λογικής και μιας διαφορετικής νοοτροπίας. Αυτοί είναι οι όροι για την εθνική ανάταξη της χώρας μας αλλά και την κοινωνική προκοπή του Νομού μας.