Κατ’ αρχήν αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω ένα σχόλιο σε σχέση με όσα προηγήθηκαν των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής. Ουδείς γνωρίζει εάν η ελληνική Κυβέρνηση παρέστη σε αυτή τη Σύνοδο κομίζοντας προτάσεις και ποιες ήταν αυτές. Η κυρία Μέρκελ πέρασε πρώτα από το γερμανικό κοινοβούλιο και μετά ήρθε στις Βρυξέλλες. Αντίθετα, το ελληνικό κοινοβούλιο είχε άγνοια για τις ελληνικές θέσεις, εάν βεβαίως υπήρχε κάποια θέση. Και αναρωτιέται κανείς: έφερε η ελληνική κυβέρνηση έστω μία πρόταση προς διαπραγμάτευση ή συμφώνησε να επιλέξει από έτοιμο μενού;
Επί του συγκεκριμένου θέματος, προφανώς είναι πολύ νωρίς για να έχει κανείς εμπεριστατωμένη θέση. Υπάρχουν ωστόσο μερικές πρώτες διαπιστώσεις: πρώτον, τίθεται ζήτημα ρευστότητας για τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες, στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει η Κυβέρνηση. Διότι από αυτήν την απάντηση εξαρτάται και η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και η ρευστότητα στην αγορά.
Δεύτερον, επειδή μιλούμε για μία νέα δανειακή σύμβαση, πρέπει να δούμε τι μέτρα θα την συνοδεύουν. Ο κύριος Βενιζέλος βιάστηκε να πει ότι αδυνατεί να πιστέψει ότι θα υπάρξει έστω ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο να καταψηφίσει αυτή τη σύμβαση. Όμως ο Υπουργός των Οικονομικών δεν έχει πει ακόμα στον ελληνικό λαό ότι αυτή η νέα σύμβαση θα έχει και νέους όρους και νέα μέτρα. Η στάση επομένως της Νέας Δημοκρατίας θα εξαρτηθεί από το εάν θα έχουμε μέτρα που θα σημάνουν νέο κύκλο ύφεσης, φοροεπιδρομών και καταλήστευσης εισοδημάτων ή αν θα έχουμε μέτρα ανάπτυξης.
Τρίτον, στο θέμα της εποπτείας: εάν υπάρχει εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας μέσω της δανειακής σύμβασης δεν το συζητούμε καν, δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα και δεν το επιτρέπει, ελπίζω, η συνείδηση κανενός πολιτικού να συναινέσει. Εάν μιλούμε για παροχή τεχνογνωσίας και βοήθειας από ξένους εμπειρογνώμονες, αυτό είναι θέμα άλλης τάξεως. Αυτό θα πρέπει να το ξεκαθαρίσει και να το διασφαλίσει η ελληνική κυβέρνηση για να μπορούν και οι βουλευτές και, κυρίως, οι πολίτες, να το αξιολογήσουν.
Τέλος, δεν μπορώ να μην προσθέσω δύο ακόμη σχόλια. Ο κύριος Παπανδρέου, μέχρι τον Μάιο έλεγε ότι η ελληνική κυβέρνηση και η Ευρώπη δεν θέλουν το κούρεμα, διότι πιστεύουν ότι «το κόστος θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη, για τους πολίτες μας, για την οικονομία μας, για το ελληνικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, για όλη την Ευρωζώνη». Τώρα, μετά τη Σύνοδο Κορυφής, δήλωσε ότι «οι θυσίες του ελληνικού λαού πιάνουν τόπο».
Θα ήθελα πολύ να μας εξηγήσει τι άλλαξε στο μεσοδιάστημα και πώς το κούρεμα έγινε, κατά τη γνώμη του, από επιζήμιο ωφέλιμο. Και βεβαίως θα ήθελα πολύ να εξηγήσει στον ελληνικό λαό ο κύριος Πρωθυπουργός σε τι συνίσταται η επιτυχία της πολιτικής του όταν, έπειτα από τόσες θυσίες, έπειτα από τόσες υποχωρήσεις, έπειτα από τόσες ταπεινώσεις, το 2020 το ελληνικό χρέος θα βρίσκεται ακριβώς στα επίπεδα που το παρέλαβε το 2009, δηλαδή στο 120% του ΑΕΠ και μάλιστα με το ΑΕΠ δραστικά μειωμένο.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι είναι πολύ νωρίς για αξιολόγηση των επιπτώσεων αυτής της απόφασης. Θα πρέπει να δούμε το κείμενο της συμφωνίας, τις λεπτομέρειες, τα συνοδευτικά μέτρα και τι σημαίνουν αυτά για την πραγματική οικονομία και την κοινωνία. Αυτό πρέπει να το έχει υπόψη του ο ελληνικός λαός, και να μην παρασυρθεί από την κυβερνητική θριαμβολογία για το κούρεμα του χρέους, διότι πρέπει να θυμάται ότι δεν θα μας χαριστεί τίποτε.»