Απόψε θα ασχοληθούμε με την αθλητική αργκό, λέξεις και φράσεις της οποίας από τη δεκαετία του ‘80 ως τις μέρες μας εισβάλλουν στο λεξιλόγιο όχι μόνο όσων ασχολούνται με τον αθλητισμό, αλλά και γενικότερα των Ελλήνων και Ελληνίδων.
Το λαμόγιο... που έγινε πασίγνωστο
Μία από τις λέξεις που είναι γνωστή σε όλους τους Έλληνες είναι το λαμόγιο. Σημαίνει, τον απατεώνα, τον κομπιναδόρο. Αν την αναζητήσει κάποιος σε παλιά μεγάλα λεξικά, όπως π.χ. το πολύτομο Λεξικό Δημητράκου που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1950 δεν θα τη βρει. Αν δεν κάνουμε λάθος συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στο ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ (ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ - ΦΥΤΡΑΚΗΣ) και πλέον υπάρχει σε όλα τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας που κυκλοφορούν («ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ», της Ακαδημίας Αθηνών, «ΛΕΞΙΚΟ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ», «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ», του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη κ.ά.). Το μεγάλο πρόβλημα με τη λέξη «λαμόγιο» είναι η ετυμολογία της. Όσα προτείνονται κατά καιρούς είναι εσφαλμένα. Π.χ. ο κύριος Μπαμπινιώτης, στην έκδοση του 2012 του λεξικού ετυμολογούσε τη λέξη από το ισπανικό la moya (η τάδε), κάτι λανθασμένο. Γι’ αυτό άλλωστε η ετυμολογία αφαιρέθηκε από τις επόμενες εκδόσεις. Μπορεί να νομίζουν κάποιοι ότι πρόκειται για νεολογισμό, όμως ο αείμνηστος Νίκος Τσιφόρος τη χρησιμοποιούσε κατά κόρον στα ευθυμογραφήματά του, για να δηλώσει τους αβανταδόρους, τους... βοηθούς των παπατζήδων και γενικότερα τους βοηθούς ατόμων που επιδίδονται σε μικροαπάτες.Από τη δεκαετία του 1980 μπήκε δειλά δειλά στο αθλητικό λεξιλόγιο, για να χαρακτηρίσει κυρίως αθλητικούς παράγοντες που «ρέπουν» προς την απάτη. Σήμερα, η λέξη λαμόγιο χρησιμοποιείται ακόμα και για πολιτικούς... Όταν το 2009 ξεκίνησα να συνεργάζομαι με τον κορυφαίο Έλληνα Γλωσσολόγο, Ομότιμο Καθηγητή του ΕΚΠΑ και Ακαδημαϊκό από το 2022, κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη τον ρώτησα αν γνωρίζει την ετυμολογία της λέξης. Μου απάντησε ότι σύμφωνα με πανεπιστημιακό, άριστο γνώστη της ισπανικής (και των αγοραίων λέξεων της) η λέξη προέρχεται από τα λιμάνια της Χιλής, όπου χρησιμοποιείται ως βρισιά. Από εκεί την «έφεραν» στη χώρα μας Έλληνες ναυτικοί. Με θράσος... χιλίων πιθήκων επικοινώνησα με την πρεσβεία της Χιλής και αφού ανέφερα ποιος είμαι ρώτησα μία κυρία, Χιλιανή που μιλούσε σπαστά Ελληνικά αν γνώριζε τη λέξη. Μου απάντησε ευγενέστατα ότι πρώτη φορά την ακούει. Προθυμοποιήθηκε όμως να ρωτήσει την πρέσβειρα, τότε, της Χιλής στην Ελλάδα, η οποία επίσης αγνοούσε τη λέξη. Τέλος, η ευγενική κυρία, απευθύνθηκε σε έναν συμπατριώτη της, υπάλληλο της πρεσβείας, που όπως μου είπε γνωρίζει πολύ καλά την αργκό των Ισπανικών της Χιλής. Δυστυχώς, ούτε και ο κύριος αυτός γνώριζε τη λέξη «λαμόγιο». Έτσι, μέχρι σήμερα, επιστημονικά τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε τη ετυμολογία της λέξης. Θα παραθέσουμε μία εκδοχή από το slang.gr , που υπάρχει και σε άλλα σάιτ, χωρίς να σημαίνει ότι την υιοθετούμε. Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος από αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.
Η εξέλιξη της αθλητικής αργκό
Η προσπάθεια να αποδοθούν με ελληνικούς όρους, οι αγγλικής προέλευσης, όροι του ποδοσφαίρου απέτυχε. Π.χ. αν κάποιος που περιγράφει έναν αγώνα ποδοσφαίρου πει ότι ο διαιτητής «σφύριξε επανορθωτικό λάκτισμα», κάνεις δεν θα καταλάβει ότι ο... ρέφερι (και ρεφ) υπέδειξε πέναλτι). Αλλά και κάποιοι άλλοι όροι, όπως λάινσμαν ή επόπτης γραμμών ανήκουν στο παρελθόν. Πλέον, αναφερόμαστε σε βοηθούς διαιτητή. Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη και προώθηση της αθλητικής αργκό έπαιξε η θρυλική εφημερίδα «Φίλαθλος», που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο διευθυντής της εφημερίδας Νίκος Καραγιαννίδης και οι αξέχαστοι Κώστας Καίσαρης («Αποδυτηριάκιας») και Γιώργος Γεωργίου, που είχαν φανατικό κοινό ήταν οι βασικοί τροφοδότες της αθλητικής αργκό και αυτοί που την εμπλούτισαν με λέξεις και φράσεις, πολλές από τις οποίες πέρασαν και στο καθημερινό λεξιλόγιο. Η εξάπλωση του ίντερνετ, τα δεκάδες αθλητικά σάιτ και κανάλια στο Youtube έχουν οδηγήσει στη διάδοση της αθλητικής αργκό και τον εμπλουτισμό της.Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που ειπώθηκαν για πρώτη φορά από αθλητικογράφους για κάποιους αθλητικούς παράγοντες και πλέον έχουν ευρύτερη χρήση. Να σημειώσω εδώ, ότι στο «ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ» της Ακαδημίας Αθηνών, τόσο στο εξαντλημένο πλέον που κυκλοφόρησε το 2014, όσο και στη νέα εμπλουτισμένη έκδοση, που θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες (υπάρχει ήδη σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο, εντελώς δωρεάν) βρίσκονται δεκάδες λέξεις και φράσεις της αθλητικής αργκό, καθώς ο κύριος Χαραλαμπάκης ένας Ακαδημαϊκός χωρίς δογματισμούς, θεώρησε ότι ο αθλητισμός είναι βασική συνιστώσα της σημερινής πραγματικότητας και λέξεις - φράσεις της αθλητικής αργκό, όχι χυδαίες βέβαια, πρέπει να συμπεριληφθούν στο ΧΛΝΓ. Ας δούμε μερικές φράσεις που από τον αθλητισμό πέρασαν και στο ευρύτερο λεξιλόγιο (οι ορισμοί προέρχονται από το ΧΛΝΓ και συντάχθηκαν από τον κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, με μια αμελητέα βοήθεια από τον υπογράφοντα.
Δεν έχει μαντίλι να κλάψει: για κάποιον που βρίσκεται σε άθλια
οικονομική κατάσταση. Αν και ξεκίνησε για κάποιους παράγοντες του
ποδοσφαίρου χρησιμοποιείται σήμερα και γενικότερα π.χ. για κάποιους
επιχειρηματίες
Χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά: είμαι καταχρεωμένος .Η πορεία της έκφρασης είναι ανάλογη με αυτή της προηγούμενης
Οι περισσότερες όμως λέξεις και φράσεις της αθλητικής αργκό,
χρησιμοποιούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από αθλητικογράφους και
φιλάθλους.
«Άμμος και Αίμα» Για επεισοδιακό αγώνα με αρκετούς τραυματίες παίκτες . Η φράση επαναχρησιμοποιήθηκε από τον Βασίλη Λάλο σε περιγραφή αγώνα στο Βραχάτι μεταξύ του πάλαι ποτέ Παμβοχαϊκού και του Αστέρα Δρβενίου
Δεν κόβει ούτε με βαλέ: Για ποδοσφαιριστή που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ανακόψει τους αντιπάλους του.
Δεν πηδάει ούτε εφημερίδα: Για ποδοσφαιριστή με πολύ μικρό επιτόπιο άλμα.
Προπονητής της εξέδρας: Πρόσωπο χωρίς επίσημη θέση σε ομάδα που εκφέρει
άποψη και κάνει συνήθως αβασάνιστη κριτική για τον τρόπο του παιχνιδιού
της.
Γέρνει το γήπεδο: Όταν μια ομάδα βρίσκεται συνεχώς στην επίθεση και η
άλλη αμύνεται, το γήπεδο… γέρνει ή είναι κατηφορικό προς την πλευρά της
ομάδας που αμύνεται συνεχώς.
Κάηκε στο ζέσταμα: Για αθλητή που προθερμαίνεται για πολλή ώρα, χωρίς συνήθως να χρησιμοποιείται στο παιχνίδι.
Ζεσταίνει/γυαλίζει τον πάγκο: Για παίκτη ομάδας που είναι, σχεδόν συνεχώς, αναπληρωματικός και δεν συμμετέχει σε αγώνες.
Πήρε τη φανέλα σπίτι του: Για αθλητή που πάντα έχει θέση βασικού στην ομάδα.
Το έβαλε από το σπίτι του (μπασκετική αργκό): Για καλάθι τριών πόντων
που επιτεύχθηκε από μεγάλη απόσταση, πολύ πιο μακριά από τη γραμμή των
6,75 μέτρων.
Έστησε πούλμαν/λεωφορείο: Για ομάδα ποδοσφαίρου που παρατάχθηκε στο
γήπεδο με πολλούς αμυντικούς και αμυντικογενείς ποδοσφαιριστές.
Μιλάει στην μπάλα: Για ποδοσφαιριστή που γνωρίζει άριστα τα μυστικά του αθλήματος, για ιδιαίτερα ικανό και δεξιοτέχνη.
Μυρωδιάς (ο): Δεν πρόκειται για λέξη σχετική με την οσμή, αλλά για λέξη
που σημαίνει, κυρίως στην αθλητική αργκό, αυτόν που δεν έχει ιδέα από
ένα άθλημα ή κάποιο επιμέρους στοιχείο του.
Μπαλάτος: Πρόκειται για πολύ πρόσφατο αθλητικό νεολογισμό, που σημαίνει
τον ποδοσφαιριστή που είναι πολύ καλός στο παιχνίδι, με την μπάλα στα
πόδια του.
Κατά τον ίδιο τρόπο σχηματίζονται οι λέξεις "πενταδάτος" και
"εντεκαδάτος", για βασικούς στις ομάδες τους μπασκετμπολίστες και
ποδοσφαιριστές και "σουπερλιγκάτος", για ποδοσφαιριστή που αγωνίζεται ή
αγωνίστηκε σε ομάδα της Σούπερ Λιγκ, "παντελονάτος", που αφορά κατά
κύριο λόγω παράγοντες του αθλητισμού που τηρούν τον λόγο τους, "τιμούν"
τα παντελόνια που φοράνε κ.ά.
Κατέχει το τόπι: Για ιδιαίτερα ικανό και ταλαντούχο ποδοσφαιριστή.
Επίλογος
Εκτός βέβαια από τις παραπάνω υπάρχουν δεκάδες ακόμα λέξεις και φράσεις της αθλητικής αργκό που χρησιμοποιούνται. Για τους διαιτητές π.χ. χρησιμοποιούνται οι λέξεις «εδράκιας», για όποιον «σφυρίζει» συνήθως υπέρ της γηπεδούχου ομάδας, «καρτάκιας», για όποιον δίνει με ευκολία κίτρινες και κόκκινες κάρτες, «πεναλτάκιας», για όποιον σφυρίζει εύκολα πέναλτι, αν και με το var άλλαξαν τα δεδομένα. «Καλαθομηχανή», χαρακτηρίζεται ο μπασκετμπολίστας που πετυχαίνει πολλούς πόντους σε κάθε αγώνα, «μπαλαδόφατσα», ο ποδοσφαιριστής που φαίνεται κι από το πρόσωπο και την κοψιά του ότι γνωρίζει τα μυστικά του ποδοσφαίρου κ.ά.Η φράση «είναι να γελάει κανείς» του τίτλου οφείλεται στον αείμνηστο Φίλιππο Συρίγο και την είχε πει κατά την περιγραφή αγώνα στη διάρκεια του οποίου οι διαιτητές ήταν κατάφωρα εχθρικοί απέναντι σε ελληνική ομάδα. Επρόκειτο για… «βόμβα τριών πόντων», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος…Ας ελπίσουμε ότι το άρθρο αυτό ήταν ένα "σεντερφορίσιο" γκολ και όχι κάτι αδιάφορο!
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους Νίκο Κουνάδη, προπονητή ποδοσφαίρου, Μάνο
Κοθρή και Γιάννη Ρ., έναν…all around παίχτη για τη βοήθειά τους.