Από την επομένη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, που σηματοδότησαν μια μεγάλη και βαριά ήττα για τη Νέα Δημοκρατία, ήταν ξεκάθαρο ότι η Κεντροδεξιά θα εισερχόταν σε κύκλο εσωστρέφειας.
Όπως και έγινε, με τα τελευταία 24ωρα να έχει δυναμώσει, σε παρασκηνιακό τουλάχιστον επίπεδο, η αμφισβήτηση προς τον Αντώνη Σαμαρά, και την περαιτέρω παραμονή του στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, μετά και την κατάρρευση του σεναρίου της “αριστερής παρένθεσης”, έπειτα από τη συμφωνία που εξασφάλισε η κυβέρνηση στο Eurogroup.
Τα δυο στρατόπεδα, δηλαδή οι “σωματοφύλακες” του πρώην πρωθυπουργού και οι αμφισβητίες του, έχουν τα επιχειρήματά τους, τα οποία και αναπτύσσουν ήδη, είτε με παρεμβάσεις τους στα social media, είτε με δημόσιες παρεμβάσεις τους.
Το κλίμα είναι ζοφερό στην ευρύτερη Κεντροδεξιά, καθώς η Νέα Δημοκρατία συρρικνώθηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου σε μια κοινωνική βάση 1,7 εκατομμυρίου πολιτών, ενώ το 2009 ο Κώστας Καραμανλής ηττήθηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου, μετρώντας μια κοινωνική βάση 2,3 εκατομμυρίων, δηλαδή 600.000 περισσότερων!
Η αριθμητική γίνεται ακόμη πιο άβολη για τη Νέα Δημοκρατία, αν κοιτάξει κανείς στο 2004, όταν ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές με 3,4 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Δηλαδή, από το 2004 μέχρι το 2015, μέσα σε 11 χρόνια και 4 εκλογικές αναμετρήσεις, η Νέα Δημοκρατία έχασε τη μικρή ακριβώς εκλογική δύναμή της: Από τα 3,4 εκατομμύρια, συρρικνώθηκε στο 1,7 εκατομμύρια πολίτες.
Πρακτικά, την τελευταία εξαετία, η Νέα Δημοκρατία μοιάζει να έχει περιχαρακωθεί σε μια πολύ πιο συρρικνωμένη κοινωνική βάση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται λαβωμένη μακριά από την εξουσία, την οποία και όταν είχε, πριν από δυο χρόνια, την είχε εξασφαλίσει… στο νήμα, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη καταγράψει εντυπωσιακή εκτόξευση.
Στην ουσία, η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση το 2012, με πολύ λιγότερες ψήφους από όσες συγκέντρωσε ο Κώστας Καραμανλής το 2009, επειδή κατέρρευσε το ΠΑΣΟΚ υπό το βάρος του Μνημονίου.
Και στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, ηττήθηκε με διαφορά 8,5% από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που το 2012 είχε επικρατήσει με διαφορά 3%. Δηλαδή, μέσα σε δυο χρόνια, υπήρξε αθροιστικά μια μετατόπιση 11,5% του εκλογικού σώματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ!
Το δε χειρότερο είναι ότι, με τη διαχείριση της επομένης των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία έχει συρρικνωθεί περισσότερο, και βαίνει καθημερινά συρρικνούμενη, αυτοπαγιδευόμενη στο περιθώριο των εξελίξεων, και συγκεντρώνοντας πυρά για… ευχή να αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ και να καταρρεύσει η χώρα, στο πλαίσιο της θεωρίας της “αριστερής παρένθεσης”, την οποία έχουν καλλιεργήσει συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά, αμαυρώνοντας έτσι το legacy του πρώην πρωθυπουργού.
Η δημοσκόπηση-σοκ της Marc για την τηλεόραση του Alpha, με τη Νέα Δημοκρατία να βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 18%, και τη διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει εκτοξευτεί στα αδιανόητα επίπεδα του 27%, ήρθε να κάνει ακόμη πιο βαρύ το κλίμα.
Ενώ, άλλη δημοσκόπηση της Public Issue για την “Αυγή της Κυριακής”, έδωσε ακόμη πιο ζοφερά αποτελέσματα, τόσο για την απήχηση της Νέας Δημοκρατίας, όσο και για την πρωτοφανή συρρίκνωση των ποσοστών του Αντώνη Σαμαρά.
Με το τρίτο “χτύπημα” να προέρχεται από τη δημοσκόπηση της Metron Analysis για τα “Παραπολιτικά”, με ευρήματα-σοκ, τόσο για τη συρρίκνωση της Νέας Δημοκρατίας, όσο και για συντριβή των ποσοστών του Αντώνη Σαμαρά.
Η Κεντροδεξιά λοιπόν βρίσκεται μπροστά στο δέος μιας ραγδαίας πολιτικής συρρίκνωσης.
Και το ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν οι… άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι βουλευτές και τα στελέχη, είναι απλό:
Μπορεί αυτή η Νέα Δημοκρατία να ξανακερδίσει εκλογές; Αν για παράδειγμα η κυβέρνηση κατέρρεε αύριο, και η χώρα οδηγείτο σε πρόωρες εκλογές, πιστεύει κανείς ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας θα άλλαζε την ψήφο της, και θα στήριζε ξανά τη Νέα Δημοκρατία και τον Αντώνη Σαμαρά;
Από τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, προφανώς και θα εξαρτηθούν οι μελλοντικές εξελίξεις. Γιατί, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι παράταξη… τσέπης, ούτε να αυτοπροσδιορίζεται ως κίνημα ακτιβισμού.
Μπορεί να αλλάξει, ώστε να διεκδικήσει ξανά την εξουσία, ή θα γίνει… “Λέσχη των Χαμένων Ποιητών”;
Είναι παράταξη εξουσίας. Και ως τέτοια πρέπει να πορευτεί, για να γίνει και πάλι αξιόπιστη εναλλακτική λύση για τους Έλληνες πολίτες.