Η Ελλάς είναι αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κάθε εκλογική περιφέρεια εκλέγει έναν ή περισσότερους αντιπροσώπους της (ανάλογα με την πληθυσμό) ο οποίος την εκπροσωπεί στην εθνική αντιπροσωπεία (κοινοβούλιο).
Το κοινοβούλιο έχει το βασικότερο ρόλο στη δημοκρατίας μας γιατί ασκεί τη νομοθετική εξουσία. Από αυτό εκλέγεται, ελέγχεται και συντηρείται η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση), από αυτό επίσης ελέγχεται (έμμεσα) η δικαστική εξουσία, ενώ το κοινοβούλιο εκλέγει και τον ανώτατο άρχοντα της χώρας (Πρόεδρο της Δημοκρατίας).
Ο έλεγχος των ελεγκτών και νομοθετών (βουλευτών) γίνεται από το εκλογικό σώμα όλων των Ελλήνων πολιτών σε τακτά χρονικά διαστήματα (τετραετία) ή έκτακτες περιστάσεις. Οι έκτακτες αυτές περιστάσεις είναι δύο: (α) η διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από προσφυγή της ίδιας της κυβέρνησης για σοβαρό εθνικό θέμα και (β) η αποτυχία της εκτελεστικής εξουσίας να κάνει το έργο της, μη δυνάμενη να συγκληθεί σε όργανο με ενιαίο λόγο και βούληση (μη μονοκομματικές κυβερνήσεις με ιδεολογικές και άλλες πολιτικές διαφορές) και να στηριχθεί από πλειοψηφία της Βουλής τουλάχιστον 151 αντιπροσώπων (περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης λόγω έλλειψης της δεδηλωμένης).
Η πρώτη περίπτωση συνέβη αρκετές φορές (Καραμανλής 1977, Παπανδρέου 1985, Μητσοτάκης 1993, Σημίτης 1996, Σημίτης 2000, Καραμανλής 2007, Καραμανλής 2009) με τις κυβερνήσεις αυτές να ζητούν από μόνες τους την ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο σπάνια και συνέβη στη χώρα μας μόνο τρείς φορές (κυβέρνηση Τζαννετάκη 1989, κυβέρνηση Ζολώτα 1990 και κυβέρνηση Παπαδήμου 2012). Κοινά τους χαρακτηριστικά ότι και οι τρείς δεν ήσαν μονοκομματικές και ότι συνεκλήθησαν για ειδικό σκοπό περιορισμένης διάρκειας. Η πρώτη με αντικείμενο την κάθαρση από το σκάνδαλο Κοσκωτά διήρκησε περίπου τέσσερις μήνες. Η δεύτερη με αντικείμενο την οικονομική και αναπτυξιακή δυσπραγία της χώρας διήρκησε πέντε περίπου μήνες. Η τρίτη (και απερχόμενη σήμερα) με αντικείμενα αφενός την αποκατάσταση του διεθνούς κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας μετά την καταστροφική διακυβέρνηση Γ. Α. Παπανδρέου και αφετέρου την ολοκλήρωση του «κουρέματος» του χρέους της χώρας μαζί με ό,τι είναι απαραίτητο να το συνοδεύει ,διήρκησε επίσης περίπου πέντε μήνες. Αξιοσημείωτο βέβαια ότι τόσο η δεύτερη όσο και η απερχόμενη είχαν εξαρχής περιορισμένο χρονικό όριο ζωής, ενώ η κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν η μόνη κυβέρνηση στη μεταπολίτευση η οποία «έπεσε», διότι δικομματική ούσα δε διέθετε κοινό ιδεολογικό προφίλ και κυβερνητικό πρόγραμμα και άμα τη ολοκληρώσει του ειδικού σκοπού δημιουργίας της εμφανίστηκαν οι πολιτικές διαφορές των δύο κομμάτων που τη στήριζαν (ΝΔ-ΣΥΝ) και παραιτήθηκε, διότι δεν ήταν πια παράγοντας σταθερότητας. Κάθε φορά που μια κυβέρνηση «πέφτει» ορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπηρεσιακή κυβέρνηση διενέργειας εκλογών με πρωθυπουργό είτε τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου είτε αυτόν του Συμβουλίου της Επικρατείας (που συνήθως είναι το αυτό πρόσωπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση του 1989 ήταν ο Ιωάννης Γρίβας. Σε καμία άλλη περίπτωση δεν «έπεσε» κυβέρνηση στη μεταπολίτευση, διότι ποτέ άλλοτε δεν χάθηκε η δεδηλωμένη ούτε ορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
Η απερχόμενη κυβέρνηση είχε το πιο δύσκολο έργο από τις τρείς. Αφενός γιατί αντιμετώπισε πάρα πολύ μεγάλη απαξίωση και υπέστη πιέσεις από τους συνεταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, αλλά και από τα άκρα του εγχώριου πολιτικού φάσματος. Αφετέρου γιατί τα τρία κόμματα που τη στήριξαν είχαν πληθώρα διαρροών στελεχών τους προς τα άκρα και προς ευκαιριακές πολιτικές συνεργασίες. Το έργο της κυβέρνησης Παπαδήμου δεν ήταν αποδεκτό από τους πολίτες που συνεχίζουν να υπόκεινται τις συνέπειες μια ανεπιτυχούς πολιτικής, η οποία οφείλεται τόσο στις ολέθριες επιλογές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ πρό Μνημονίου 1 (πχ μεταναστευτικός και Καλλικρατικός νόμος Ραγκούση, φορολογικός νόμος Παπακωνσταντίνου, άρση παλαιότερου αναπτυξιακού νόμου), όσο και στη λάθος συνταγή του Μνημονίου και του Μεσοπροθέσμου, οι οποίες δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα των δανειστών μας και οι όροι τους είναι υπερβολικοί (αν όχι παράλογοι και ανέφικτοι). Τελικά το έργο της απερχόμενης κυβέρνησης δεν κρίνεται θετικό, καθώς απλά διεκπεραίωσε κοινή συναινέσει Ελλάδος και Ε.Ε. τα όσα αποφάσισαν άλλοι για το καλό μας. Φυσικά θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι και χειρότερα. Σκεφθείτε για παράδειγμα το Νοέμβριο του 2011 που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης ο ΓΑΠ από 155 βουλευτές και βάσει του άρθρου 84/παρ.2 του Συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής ουδείς εδύνατο με νόμιμο τρόπο να τον ανατρέψει, να συνέχιζε ο ίδιος να κυβερνά, τουλάχιστον μέχρι τις 5 Μαΐου 2012 που λήγει η εξάμηνος διάρκεια της ψήφου εμπιστοσύνης!.. Δε θέλω ούτε να το σκέπτομαι. Ευτυχώς η διάσπαση του ΠΑΣΟΚ δεν του επέτρεψε να κρατήσει τη δεδηλωμένη στη Βουλή κι έτσι η προσφυγή στις κάλπες τη χρονική στιγμή που υπέδειξε ο αρχηγός του δεύτερου κόμματος ήταν αναπόφευκτη.
Και αύριο; Πολλοί αναρωτούνται τι μέλλει γενέσθαι την επαύριον της 6ης Μαΐου. Τα ενδεχόμενα είναι ουσιαστικά τέσσερα: (α) να υπάρχει πολυκομματική βουλή και αδυναμία συγκρότησης σταθερής κυβέρνησης, κάτι που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε μερικούς μήνες ή και άμεσα (σε 40 περίπου ημέρες) σε νέες εκλογές (επαναληπτικές), (β) να υπάρχει πολυκομματική βουλή με αναγκαστική συγκυβέρνηση του πρώτου κόμματος (ΝΔ) με το δεύτερο (ΠΑΣΟΚ) γιατί δε βγαίνει αλλιώς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάτι που θα οδηγήσει σε ανυποληψία το πολιτικό σύστημα, αλλά πρωτίστως θα αφήσει ατιμώρητους αυτούς που κατά κοινή ομολογία φταίνε για τις λάθος πολιτικές επιλογές, οι οποίοι είναι και πάλι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ (Ραγκούσης, Παπακωνσταντίνου, Σαχινίδης, Διαμαντοπούλου, Γερουλάνος, Παπανδρέου, Βενιζέλος κλπ) και θέλουν να συνεχίσουν το έργο τους για να «δικαιωθούν»!! (γ) να υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε συνεργασία κομμάτων με κοινή ιδεολογική συνισταμένη και έτσι να υπάρχει ένα minimum consensus στη διακυβέρνηση της χώρας (πχ ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ-Οικολόγοι-ΚΚΕ από τη μια μεριά του ιδεολογικού φάσματος ή ΝΔ-ΑΕ-ΛΑΟΣ-ΔΗΣΥ από την άλλη) και τέλος (δ) να υπάρχει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που μετράει στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακούω διάφορα περί μνημονιακών μετώπων και αντιμνημονιακών και γελώ. Αφενός οι προεκλογική κάθοδος συνασπισμών κομμάτων δεν επιτρέπεται (με εξαίρεση στις μονοεδρικές περιφέρειες) από το ισχύον σύστημα (γι αυτό και η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από το ΣΥΡΙΖΑ: διότι θα έπρεπε να συμπράξει ισότιμα στο κόμμα με τις έως τότε συνιστώσες με τι οποίες διαφωνεί –κυρίως- ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και δεν το επιθυμούσε). Αφετέρου πουθενά δεν αναφέρεται το Σύνταγμα σε απόλυτες πλειοψηφίες πολιτικών τάσεων ως νομιμοποίηση κυβερνητικών επιλογών. Για παράδειγμα, αυτά τα περί δήθεν νομιμοποίησης μνημονίου μόνο αν πάρουν τα δυο μεγαλύτερα κόμματα το 51% είναι σκέτα παραμύθια επί της ουσίας. Τόσο γιατί τα κόμματα που είναι δεκτικά (έκοντα και άκοντα) προς τα Μνημόνια και τις πολιτικές τους δεν είναι μόνον δύο, αλλά τουλάχιστον οκτώ εκ των γνωστών (προσθέστε ΛΑΟΣ, ΚΟΙΣΥ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι, ΔΗΣΥ και ΔΡΑΣΗ) και άρα είναι πρακτικά αδύνατον να αποδώσουν λιγότερο από το 65% του εκλογικού σώματος, όσο και γιατί η Ελλάς είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία και αυτό που μετράει είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τίποτε άλλο. Αν για παράδειγμα η ΝΔ πάρει 38% και αυτοδυναμία και το ΠΑΣΟΚ 11% αυτό σημαίνει τάχα μη νομιμοποίηση της κυβέρνησης επειδή δε θα έχει πιάσει το 51% ο δικομματισμός; Μη νομιμοποίηση της αυτοδύναμης κυβέρνησης; Πρόκειται για ιδεοληπτική τρομοκρατία πολύ επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Πέραν αυτού η αυτοδυναμία με το ισχύον εκλογικό σύστημα (το οποίο θυμίζω ψηφίστηκε προ πενταετίας και ισχύει για πρώτη φορά) είναι εφικτή και με πιο μικρά νούμερα για το πρώτο κόμμα και όπως έχω ξαναγράψει εδώ δύναται να αποδώσει το «μαγικό» 151 ακόμα και με 32% (ανάλογα με το άθροισμα των εκτός βουλής κομμάτων).
Άρα, ποιά είναι τα διλήμματα των εκλογών αυτών; Ο κόσμος είναι απελπισμένος, οργισμένος, φοβισμένος και μέσα στην κατάθλιψη. Τα διλήμματα είναι βασικά δύο: (α) αν θέλουμε να συνεχίσουμε μέσα στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» και τους θεσμούς της παρά τα μειονεκτήματά της (αν όχι έχουμε επιλογές πχ ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Χρυσή Αυγή) και (β) αν θέλουμε να τιμωρήσουμε όσους έκαναν τις λάθος επιλογές (δηλαδή την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που ήρθε στην εξουσία με ψέματα και εν συνεχεία δε διάβασε σε τι μπελάδες μας έβαλε).
Αν προέχει για εμάς η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ (τα οποία είναι δυστυχώς άρρηκτα συνδεδεμένα από τη στιγμή που η κυβέρνηση Σημίτη υπέγραψε τη συμμετοχή μας στο ευρώ με «πειραγμένα» στοιχεία, με πολύ βιασύνη και χωρίς να δώσει σημασία στο άρθρο που αναφέρει ότι αν φύγουμε από το ευρώ αυτόματα θέτουμε εαυτούς και εκτός Ε.Ε.) οι επιλογές είναι πολλές. Αν όμως προσθέσουμε το στοιχείο της τιμωρίας των ανίκανων (ή κατά πολλούς των ενόχων), τότε οι επιλογές είναι μόνον δύο. Είτε (α) ψηφίζουμε με την ελπίδα μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με ιδεολογικά χαρακτηριστικά που να μπορεί να κυβερνήσει (πχ ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ από τη μια και ΝΔ-Καμμένος από την άλλη, καθώς δε θα υπάρχουν άλλες δημοκρατικές επιλογές στην επόμενη βουλή), είτε (β) ψηφίζουμε για σταθερότητα, οπότε ψηφίζουμε αυτοδυναμία της ΝΔ. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ θα παραμείνει στην εξουσία δια της αφαιρετικής. Δυστυχώς τόσο η αδυναμία της Αριστεράς να βρει κοινή κυβερνητική συνισταμένη και προοπτική (την οποίαν ομολογουμένως δυναμιτίζει και το ΚΚΕ), όσο και η σχεδόν ύποπτη άρνηση Καμμένου να συνεργαστεί με τη ΝΔ, οδηγούν σε αδιέξοδο, το οποίο (καλώς ή κακώς) τελικά μόνο μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να ξεπεράσει. Σας καλώ να ψηφίσετε με μυαλό κι όχι με οργή, με προοπτική κι όχι με μίσος. Να ψηφίσετε με συνείδηση κι όχι από συνήθεια. Ψηφίστε για να προσθέσετε κι όχι για να αφαιρέσετε (αυτό το καταφέρνει μια χαρά η τρόικα). Ψηφίστε για σταθερότητα κι όχι για νέα ντράβαλα…
Καλή ψήφο!
Ν. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος ΔΣ ΕΛΜΕ Σάμου
Το κοινοβούλιο έχει το βασικότερο ρόλο στη δημοκρατίας μας γιατί ασκεί τη νομοθετική εξουσία. Από αυτό εκλέγεται, ελέγχεται και συντηρείται η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση), από αυτό επίσης ελέγχεται (έμμεσα) η δικαστική εξουσία, ενώ το κοινοβούλιο εκλέγει και τον ανώτατο άρχοντα της χώρας (Πρόεδρο της Δημοκρατίας).
Ο έλεγχος των ελεγκτών και νομοθετών (βουλευτών) γίνεται από το εκλογικό σώμα όλων των Ελλήνων πολιτών σε τακτά χρονικά διαστήματα (τετραετία) ή έκτακτες περιστάσεις. Οι έκτακτες αυτές περιστάσεις είναι δύο: (α) η διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από προσφυγή της ίδιας της κυβέρνησης για σοβαρό εθνικό θέμα και (β) η αποτυχία της εκτελεστικής εξουσίας να κάνει το έργο της, μη δυνάμενη να συγκληθεί σε όργανο με ενιαίο λόγο και βούληση (μη μονοκομματικές κυβερνήσεις με ιδεολογικές και άλλες πολιτικές διαφορές) και να στηριχθεί από πλειοψηφία της Βουλής τουλάχιστον 151 αντιπροσώπων (περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης λόγω έλλειψης της δεδηλωμένης).
Η πρώτη περίπτωση συνέβη αρκετές φορές (Καραμανλής 1977, Παπανδρέου 1985, Μητσοτάκης 1993, Σημίτης 1996, Σημίτης 2000, Καραμανλής 2007, Καραμανλής 2009) με τις κυβερνήσεις αυτές να ζητούν από μόνες τους την ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο σπάνια και συνέβη στη χώρα μας μόνο τρείς φορές (κυβέρνηση Τζαννετάκη 1989, κυβέρνηση Ζολώτα 1990 και κυβέρνηση Παπαδήμου 2012). Κοινά τους χαρακτηριστικά ότι και οι τρείς δεν ήσαν μονοκομματικές και ότι συνεκλήθησαν για ειδικό σκοπό περιορισμένης διάρκειας. Η πρώτη με αντικείμενο την κάθαρση από το σκάνδαλο Κοσκωτά διήρκησε περίπου τέσσερις μήνες. Η δεύτερη με αντικείμενο την οικονομική και αναπτυξιακή δυσπραγία της χώρας διήρκησε πέντε περίπου μήνες. Η τρίτη (και απερχόμενη σήμερα) με αντικείμενα αφενός την αποκατάσταση του διεθνούς κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας μετά την καταστροφική διακυβέρνηση Γ. Α. Παπανδρέου και αφετέρου την ολοκλήρωση του «κουρέματος» του χρέους της χώρας μαζί με ό,τι είναι απαραίτητο να το συνοδεύει ,διήρκησε επίσης περίπου πέντε μήνες. Αξιοσημείωτο βέβαια ότι τόσο η δεύτερη όσο και η απερχόμενη είχαν εξαρχής περιορισμένο χρονικό όριο ζωής, ενώ η κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν η μόνη κυβέρνηση στη μεταπολίτευση η οποία «έπεσε», διότι δικομματική ούσα δε διέθετε κοινό ιδεολογικό προφίλ και κυβερνητικό πρόγραμμα και άμα τη ολοκληρώσει του ειδικού σκοπού δημιουργίας της εμφανίστηκαν οι πολιτικές διαφορές των δύο κομμάτων που τη στήριζαν (ΝΔ-ΣΥΝ) και παραιτήθηκε, διότι δεν ήταν πια παράγοντας σταθερότητας. Κάθε φορά που μια κυβέρνηση «πέφτει» ορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπηρεσιακή κυβέρνηση διενέργειας εκλογών με πρωθυπουργό είτε τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου είτε αυτόν του Συμβουλίου της Επικρατείας (που συνήθως είναι το αυτό πρόσωπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση του 1989 ήταν ο Ιωάννης Γρίβας. Σε καμία άλλη περίπτωση δεν «έπεσε» κυβέρνηση στη μεταπολίτευση, διότι ποτέ άλλοτε δεν χάθηκε η δεδηλωμένη ούτε ορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
Η απερχόμενη κυβέρνηση είχε το πιο δύσκολο έργο από τις τρείς. Αφενός γιατί αντιμετώπισε πάρα πολύ μεγάλη απαξίωση και υπέστη πιέσεις από τους συνεταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, αλλά και από τα άκρα του εγχώριου πολιτικού φάσματος. Αφετέρου γιατί τα τρία κόμματα που τη στήριξαν είχαν πληθώρα διαρροών στελεχών τους προς τα άκρα και προς ευκαιριακές πολιτικές συνεργασίες. Το έργο της κυβέρνησης Παπαδήμου δεν ήταν αποδεκτό από τους πολίτες που συνεχίζουν να υπόκεινται τις συνέπειες μια ανεπιτυχούς πολιτικής, η οποία οφείλεται τόσο στις ολέθριες επιλογές της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ πρό Μνημονίου 1 (πχ μεταναστευτικός και Καλλικρατικός νόμος Ραγκούση, φορολογικός νόμος Παπακωνσταντίνου, άρση παλαιότερου αναπτυξιακού νόμου), όσο και στη λάθος συνταγή του Μνημονίου και του Μεσοπροθέσμου, οι οποίες δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα των δανειστών μας και οι όροι τους είναι υπερβολικοί (αν όχι παράλογοι και ανέφικτοι). Τελικά το έργο της απερχόμενης κυβέρνησης δεν κρίνεται θετικό, καθώς απλά διεκπεραίωσε κοινή συναινέσει Ελλάδος και Ε.Ε. τα όσα αποφάσισαν άλλοι για το καλό μας. Φυσικά θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι και χειρότερα. Σκεφθείτε για παράδειγμα το Νοέμβριο του 2011 που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης ο ΓΑΠ από 155 βουλευτές και βάσει του άρθρου 84/παρ.2 του Συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής ουδείς εδύνατο με νόμιμο τρόπο να τον ανατρέψει, να συνέχιζε ο ίδιος να κυβερνά, τουλάχιστον μέχρι τις 5 Μαΐου 2012 που λήγει η εξάμηνος διάρκεια της ψήφου εμπιστοσύνης!.. Δε θέλω ούτε να το σκέπτομαι. Ευτυχώς η διάσπαση του ΠΑΣΟΚ δεν του επέτρεψε να κρατήσει τη δεδηλωμένη στη Βουλή κι έτσι η προσφυγή στις κάλπες τη χρονική στιγμή που υπέδειξε ο αρχηγός του δεύτερου κόμματος ήταν αναπόφευκτη.
Και αύριο; Πολλοί αναρωτούνται τι μέλλει γενέσθαι την επαύριον της 6ης Μαΐου. Τα ενδεχόμενα είναι ουσιαστικά τέσσερα: (α) να υπάρχει πολυκομματική βουλή και αδυναμία συγκρότησης σταθερής κυβέρνησης, κάτι που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε μερικούς μήνες ή και άμεσα (σε 40 περίπου ημέρες) σε νέες εκλογές (επαναληπτικές), (β) να υπάρχει πολυκομματική βουλή με αναγκαστική συγκυβέρνηση του πρώτου κόμματος (ΝΔ) με το δεύτερο (ΠΑΣΟΚ) γιατί δε βγαίνει αλλιώς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάτι που θα οδηγήσει σε ανυποληψία το πολιτικό σύστημα, αλλά πρωτίστως θα αφήσει ατιμώρητους αυτούς που κατά κοινή ομολογία φταίνε για τις λάθος πολιτικές επιλογές, οι οποίοι είναι και πάλι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ (Ραγκούσης, Παπακωνσταντίνου, Σαχινίδης, Διαμαντοπούλου, Γερουλάνος, Παπανδρέου, Βενιζέλος κλπ) και θέλουν να συνεχίσουν το έργο τους για να «δικαιωθούν»!! (γ) να υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε συνεργασία κομμάτων με κοινή ιδεολογική συνισταμένη και έτσι να υπάρχει ένα minimum consensus στη διακυβέρνηση της χώρας (πχ ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ-Οικολόγοι-ΚΚΕ από τη μια μεριά του ιδεολογικού φάσματος ή ΝΔ-ΑΕ-ΛΑΟΣ-ΔΗΣΥ από την άλλη) και τέλος (δ) να υπάρχει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που μετράει στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακούω διάφορα περί μνημονιακών μετώπων και αντιμνημονιακών και γελώ. Αφενός οι προεκλογική κάθοδος συνασπισμών κομμάτων δεν επιτρέπεται (με εξαίρεση στις μονοεδρικές περιφέρειες) από το ισχύον σύστημα (γι αυτό και η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από το ΣΥΡΙΖΑ: διότι θα έπρεπε να συμπράξει ισότιμα στο κόμμα με τις έως τότε συνιστώσες με τι οποίες διαφωνεί –κυρίως- ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και δεν το επιθυμούσε). Αφετέρου πουθενά δεν αναφέρεται το Σύνταγμα σε απόλυτες πλειοψηφίες πολιτικών τάσεων ως νομιμοποίηση κυβερνητικών επιλογών. Για παράδειγμα, αυτά τα περί δήθεν νομιμοποίησης μνημονίου μόνο αν πάρουν τα δυο μεγαλύτερα κόμματα το 51% είναι σκέτα παραμύθια επί της ουσίας. Τόσο γιατί τα κόμματα που είναι δεκτικά (έκοντα και άκοντα) προς τα Μνημόνια και τις πολιτικές τους δεν είναι μόνον δύο, αλλά τουλάχιστον οκτώ εκ των γνωστών (προσθέστε ΛΑΟΣ, ΚΟΙΣΥ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι, ΔΗΣΥ και ΔΡΑΣΗ) και άρα είναι πρακτικά αδύνατον να αποδώσουν λιγότερο από το 65% του εκλογικού σώματος, όσο και γιατί η Ελλάς είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία και αυτό που μετράει είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τίποτε άλλο. Αν για παράδειγμα η ΝΔ πάρει 38% και αυτοδυναμία και το ΠΑΣΟΚ 11% αυτό σημαίνει τάχα μη νομιμοποίηση της κυβέρνησης επειδή δε θα έχει πιάσει το 51% ο δικομματισμός; Μη νομιμοποίηση της αυτοδύναμης κυβέρνησης; Πρόκειται για ιδεοληπτική τρομοκρατία πολύ επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Πέραν αυτού η αυτοδυναμία με το ισχύον εκλογικό σύστημα (το οποίο θυμίζω ψηφίστηκε προ πενταετίας και ισχύει για πρώτη φορά) είναι εφικτή και με πιο μικρά νούμερα για το πρώτο κόμμα και όπως έχω ξαναγράψει εδώ δύναται να αποδώσει το «μαγικό» 151 ακόμα και με 32% (ανάλογα με το άθροισμα των εκτός βουλής κομμάτων).
Άρα, ποιά είναι τα διλήμματα των εκλογών αυτών; Ο κόσμος είναι απελπισμένος, οργισμένος, φοβισμένος και μέσα στην κατάθλιψη. Τα διλήμματα είναι βασικά δύο: (α) αν θέλουμε να συνεχίσουμε μέσα στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» και τους θεσμούς της παρά τα μειονεκτήματά της (αν όχι έχουμε επιλογές πχ ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Χρυσή Αυγή) και (β) αν θέλουμε να τιμωρήσουμε όσους έκαναν τις λάθος επιλογές (δηλαδή την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που ήρθε στην εξουσία με ψέματα και εν συνεχεία δε διάβασε σε τι μπελάδες μας έβαλε).
Αν προέχει για εμάς η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ (τα οποία είναι δυστυχώς άρρηκτα συνδεδεμένα από τη στιγμή που η κυβέρνηση Σημίτη υπέγραψε τη συμμετοχή μας στο ευρώ με «πειραγμένα» στοιχεία, με πολύ βιασύνη και χωρίς να δώσει σημασία στο άρθρο που αναφέρει ότι αν φύγουμε από το ευρώ αυτόματα θέτουμε εαυτούς και εκτός Ε.Ε.) οι επιλογές είναι πολλές. Αν όμως προσθέσουμε το στοιχείο της τιμωρίας των ανίκανων (ή κατά πολλούς των ενόχων), τότε οι επιλογές είναι μόνον δύο. Είτε (α) ψηφίζουμε με την ελπίδα μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με ιδεολογικά χαρακτηριστικά που να μπορεί να κυβερνήσει (πχ ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ από τη μια και ΝΔ-Καμμένος από την άλλη, καθώς δε θα υπάρχουν άλλες δημοκρατικές επιλογές στην επόμενη βουλή), είτε (β) ψηφίζουμε για σταθερότητα, οπότε ψηφίζουμε αυτοδυναμία της ΝΔ. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ θα παραμείνει στην εξουσία δια της αφαιρετικής. Δυστυχώς τόσο η αδυναμία της Αριστεράς να βρει κοινή κυβερνητική συνισταμένη και προοπτική (την οποίαν ομολογουμένως δυναμιτίζει και το ΚΚΕ), όσο και η σχεδόν ύποπτη άρνηση Καμμένου να συνεργαστεί με τη ΝΔ, οδηγούν σε αδιέξοδο, το οποίο (καλώς ή κακώς) τελικά μόνο μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να ξεπεράσει. Σας καλώ να ψηφίσετε με μυαλό κι όχι με οργή, με προοπτική κι όχι με μίσος. Να ψηφίσετε με συνείδηση κι όχι από συνήθεια. Ψηφίστε για να προσθέσετε κι όχι για να αφαιρέσετε (αυτό το καταφέρνει μια χαρά η τρόικα). Ψηφίστε για σταθερότητα κι όχι για νέα ντράβαλα…
Καλή ψήφο!
Ν. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος ΔΣ ΕΛΜΕ Σάμου